Είναι μια θέση επικίνδυνη, γιατί επιδιώκει να εγκλωβίσει τις λαϊκές συνειδήσεις στη λογική ότι οι όποιες αλλαγές προς όφελός τους θα έρθουν από τα έξω, και ταυτόχρονα καθησυχάζει όλους όσοι δε θέλουν η Ελλάδα να έρθει σε ρήξη με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Αυτή η θέση θέτει εμπόδια στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην πολιτική και την εξουσία του κεφαλαίου στη χώρα τους, διεκδικώντας ριζικές αλλαγές έως το επίπεδο της λαϊκής εξουσίας, έως το σοσιαλισμό. Ακυρώνει στην πράξη τη δυνατότητα, το συμφέρον και το καθήκον των λαών να αγωνίζονται στο εθνικό πεδίο.
Αλλά η ίδια η πορεία της ΕΕ, οι εξελίξεις σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα αν έχουν οργανική σχέση με τις ιμπεριαλιστικές διακρατικές ενώσεις, αποδεικνύουν ότι το έθνος - κράτος συνεχίζει να υπάρχει και να ενισχύεται.
Εξάλλου και η ΕΕ και οι άλλου τύπου συμφωνίες γίνονται σε διακρατική βάση, εκχωρούνται δικαιώματα που μειώνουν την αυτονομία των κρατών, όμως αυτό γίνεται ακριβώς γιατί τα καπιταλιστικά κράτη έχουν συμφέρον από τη διακρατική συνεργασία, ακόμα και με τη μορφή της ΕΕ ή άλλη μορφή ενοποίησης. Η αστική τάξη της κάθε χώρας ωφελείται από τις διακρατικές συμφωνίες, γιατί αποκτά δυνατότητες να διεισδύσει σε άλλες αγορές και να διευρύνει τα υπερκέρδη της. Και η αστική τάξη της Ελλάδας έχει τέτοιες δυνατότητες σε μεγαλύτερο βαθμό εντός της ΕΕ, που απέξω δε θα τις είχε, να εξάγει εμπορεύματα και κεφάλαια όπως στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες των Βαλκανίων που η εξαγωγή κεφαλαίων έφθανε το 2002 τα 4 δισ. δολάρια, με δραστηριοποίηση 3.500 περίπου επιχειρήσεων (σύμφωνα με δηλώσεις του πρώην υφυπουργού Εξωτερικών Α. Λοβέρδου - ΒΗΜΑ, 9.6.2002).
Ακόμα και τμήματα της αστικής τάξης που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στο διεθνές πεδίο, προτιμούν τις διακρατικές συμφωνίες, καθώς αισθάνονται περισσότερη ασφάλεια και στήριξη της εξουσίας απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Αυτό φοβάται η αστική τάξη. Η διακρατική συμφωνία, επομένως, και η ΕΕ, εκτός από τα οικονομικά οφέλη για την άρχουσα τάξη ενισχύει και το κράτος της. Ενισχύει τον πολιτικό, στρατιωτικό και γενικότερο ιδεολογικό κλοιό προστασίας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Και σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο.
Μήπως μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι, για παράδειγμα, το γερμανικό κράτος, το γαλλικό, το βρετανικό, κλπ. έχουν αδυνατίσει;
Φαντάζεται κανείς ότι οι κεφαλαιοκράτες π.χ. της Γερμανίας θα απεμπολήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, μοιράζοντάς τα με τους Βρετανούς; Ποτέ. Αυτά γίνονται κοινά, όταν από κοινού συνασπίζονται (αυτό γίνεται στην ΕΕ), για να εφαρμόσουν μέτρα εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και των λαών των χωρών τους, των άλλων πιο αδύνατων οικονομικά χωρών της ΕΕ ή να διεκδικήσουν σφαίρες επιρροής σε διάφορα σημεία του πλανήτη, προκειμένου να εκμεταλλευτούν άλλους λαούς. Αλλά, ταυτόχρονα, ανταγωνίζονται για εξασφάλιση μεγαλύτερων μεριδίων είτε από τις πιο αδύνατες καπιταλιστικές χώρες εντός της Ενωσης είτε εκτός. Ας μην ξεχνάμε την οξύτητα των αντιθέσεων στους κόλπους της Ενωσης με διάφορες αφορμές, π.χ. στη Συνθήκη Νίκαιας για το πώς θα παίρνονται οι αποφάσεις, στον πόλεμο στο Ιράκ κλπ. Επομένως, θα συνεχίσει να υπάρχει και γερμανικό κράτος, και γαλλικό, και ελληνικό, και πολωνικό κλπ.
Οι διακρατικές συμφωνίες έχουν τη σφραγίδα του συσχετισμού των συμφερόντων των πιο ισχυρών κρατών, στη συγκεκριμένη φάση που παίρνονται. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τους και ανάμεσα σε όλους τους εταίρους, είναι σκληρές, οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις μεταξύ τους ή μεταξύ ομάδων κρατών εντός της ΕΕ είναι υπαρκτές, αλλά υπάρχουν και οι συμβιβασμοί μεταξύ τους ή ακόμη εξομαλύνονται ή παραμερίζονται όταν πρόκειται να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν τη στρατηγική έντασης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.
Ενα, επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδεικνύει ότι το έθνος - κράτος δεν αποδυναμώνεται, ούτε καταργείται είναι ότι τα ισχυρά κράτη - μέλη παραβιάζουν αποφάσεις που έχουν παρθεί και στις οποίες πρωταγωνίστησαν, αν δουν ότι δεν τους συμφέρουν στην πορεία, όπως έγινε με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Οι αποφάσεις είναι ευρωπαϊκές, όμως αυτές δεν μπορεί να λειτουργήσουν, αν σε εθνικό επίπεδο οι αστικές κυβερνήσεις δε διαμορφώσουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο και τους μηχανισμούς για να υλοποιούνται.
Ο καπιταλισμός απαιτεί ακόμα ισχυρότερη κρατική παρέμβαση σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο. Η ραγδαία καπιταλιστική διεθνοποίηση και κοινωνικοποίηση της παραγωγής, αντικειμενικά βαθαίνει την αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών και απαιτεί ανάλογες ρυθμίσεις για την οργάνωση της παραγωγής και διανομής, για τις σχέσεις παραγωγής γενικότερα. Αυτό επιτυγχάνεται στην ΕΕ και σε κάθε κράτος - μέλος συνδυασμένα.
Ο ΣΥΝ υποστηρίζει ότι τα τελευταία χρόνια, στα πλαίσια της ΕΕ και στην Ελλάδα, κυριάρχησε η αγορά και υποχώρησε ή βγήκε εκτός πεδίου η πολιτική, που πρέπει επιτέλους να επιστρέψει. Λες και τόσα χρόνια οι αποφάσεις π.χ. για την απελευθέρωση αγοράς, για την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, την ανατροπή κατακτήσεων στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και την εφαρμογή των νέων αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων έγιναν χωρίς πολιτικές αποφάσεις. Χωρίς το ρόλο της πολιτικής, και της εξουσίας που την ασκεί. Εως εδώ φτάνει ο οπορτουνισμός τους.
Ο ρόλος της κρατικής παρέμβασης δεν καθορίζεται από το αν το κράτος διατηρεί πολλές ή λίγες άμεσες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η σχέση κρατικού και ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα, υπόκειται σε αλλαγές μεταξύ τους, ανάλογα με το πώς εξυπηρετείται το καπιταλιστικό σύστημα, ανάλογα με τη συγκυρία της οικονομίας στο εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, ανάλογα με τις ανάγκες του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Είτε μικρός είτε μεγάλος είναι ο κρατικός επιχειρηματικός τομέας, το αστικό κράτος εντείνει την παρέμβασή του, για να εξασφαλίζει τα συλλογικά συμφέροντα του κεφαλαίου.
Το κράτος, ανάλογα με τις συνθήκες εξέλιξης του καπιταλισμού, διαμορφώνει νόμους, για να αυξάνεται η κερδοφορία του κεφαλαίου, να διευκολύνεται η συσσώρευση, αλλά αναπτύσσει και την κρατική καταστολή, την ιδεολογική χειραγώγηση, ενάντια στην ταξική πάλη της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Η παρέμβαση του κράτους υπάρχει, ενισχύεται και σ' αυτή τη βάση διαμορφώνεται και η διακρατική παρέμβαση.
Η προσπάθεια, λοιπόν, να ξεμπερδεύουν με την πάλη στο εθνικό πεδίο ως ξεπερασμένη, αποσκοπεί στο τσάκισμά της και στο εθνικό και στο διεθνές πεδίο. Αντικειμενικά αυτό το στόχο υπηρετούν.
(Συνεχίζεται)