Πέμπτη 30 Δεκέμβρη 2004
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 7
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟ «ΒΑΣΙΚΟ ΜΕΤΟΧΟ»
Υπεράνω όλων οι ελευθερίες του κεφαλαίου

Τα «δικαιώματα» της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων και της ελεύθερης εγκατάστασής του, επικαλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διατυπώνοντας την άποψη, με σχετική επιστολή της προς την ελληνική κυβέρνηση, ότι οι διατάξεις του νομοσχεδίου για το βασικό μέτοχο και την απαγόρευση δημοσίων συμβάσεων με επιχειρήσεις μέσων ενημέρωσης δεν είναι σύμφωνες με την κοινοτική νομοθεσία.

Στην εν λόγω επιστολή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμφισβητεί ευθέως και τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος (άρθρο 14 παρ.9), προβάλλοντας το γνωστό ισχυρισμό ότι το Κοινοτικό Δίκαιο είναι πάνω από οποιαδήποτε εθνική διάταξη ακόμα και από το Σύνταγμα. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απειλεί, υπό τη μορφή προειδοποίησης, ότι θα παραπέμψει την Ελλάδα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για παραβίαση των βασικών κοινοτικών «ελευθεριών».

Η εν λόγω επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που αποτελεί γνωμοδότηση της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς, εστάλη στην ελληνική κυβέρνηση στις 17 Δεκέμβρη 2004, δηλαδή 3 μέρες πριν από την κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου για το βασικό μέτοχο, μάλιστα έχει χαρακτήρα συστάσεων μετά τις κυβερνητικές ανακοινώσεις και ενόψει της κατάθεσης του νομοσχεδίου. Η Επιτροπή επικεντρώνει στο θέμα της «αντικοινοτικότητας της απαιτήσεως χορηγήσεως Πιστοποιητικού Διαφάνειας εκ μέρους του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ)» αναφορικά με το «ασυμβίβαστο». Επίσης, τοποθετείται αρνητικά στον περιορισμό του 5% στο 1% σε ό,τι αφορά τον βασικό μέτοχο.

Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Οι εν λόγω διατάξεις στοιχειοθετούν λόγους αποκλεισμού μη προβλεπόμενους από τις κοινοτικές οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων. Οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν ένα σχεδόν γενικό και πάντως απόλυτο ασυμβίβαστο». Η Επιτροπή υπαγορεύει τους περιορισμούς που θα πρέπει να θέτει ο Ελληνας νομοθέτης, με βάση το Κοινοτικό Δίκαιο και αυτοί αναφέρονται σε καθαρά ποινικού χαρακτήρα αδικήματα.

Ακόμα εκτιμά: «Δε χωρεί καμία αμφιβολία ότι οι ελληνικές επίμαχες διατάξεις βαίνουν πολύ πέραν των διατάξεων των κοινοτικών οδηγιών κατά παράβαση αρχών, αφ' ης στιγμής αποκλείουν αυτόματα οιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει αντικειμενικά σε μια των ευρέως περιγραφομένων κατηγοριών, ανεξάρτητα από το εάν τα συγκεκριμένα πρόσωπα υπέστησαν ή όχι μια καταδίκη ή διέπραξαν ή όχι ένα τέτοιο παράπτωμα». Και συνιστά αντί περιορισμών και των αποκλεισμών «ενίσχυση της εθνικής νομοθεσίας που αφορά ειδικά τη διαφθορά με αποτελεσματικές ποινικές διαδικασίες» για τις περιπτώσεις που «τέτοιου είδους ενέργειες έχουν σαν αποτέλεσμα την αλλοίωση των όρων της ανταγωνιστικής διαδικασίας όπως αυτοί προβλέπονται από το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων».

Ωστόσο, η Επιτροπή στρέφεται ευθέως κατά του ελληνικού Συντάγματος. «Πέραν των προαναφερομένων, σημειώνεται στην επιστολή προς την κυβέρνηση, οι διατάξεις του άρθρου 14, παράγραφος 9 του Συντάγματος και του νόμου 3021/2002 θεσπίζουν μέτρα που εμποδίζουν ή καθιστούν λιγότερο ελκυστική την άσκηση σχεδόν όλων των βασικών ελευθεριών που αναγνωρίζει η Συνθήκη ΕΚ». Και επισημαίνεται: «Θα επιθυμούσα να σας υπενθυμίσω το γεγονός ότι οι εθνικές επίμαχες διατάξεις είναι ίδιες συνταγματικές ή βασίζονται σε διάταξη του εθνικού Συντάγματος, ουδόλως επηρεάζει το χαρακτήρα τους ως παραβαίνουσες τις διατάξεις των προαναφερομένων κοινοτικών οδηγιών και τις Συνθήκες ΕΚ. Πράγματι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι διατάξεις του πρωτογενούς και του παραγώγου Κοινοτικού Δικαίου κατισχύουν κάθε εθνικής διάταξης των κρατών - μελών, ανεξάρτητα από τη θέση που η διάταξη αυτή κατέχει στην ιεραρχία των εθνικών κανόνων δικαίου, δηλαδή ακόμα και αν η διάταξη αυτή έχει συνταγματική ισχύ».

Η κυβέρνηση

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Θ. Ρουσόπουλος, με αφορμή τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου της επιστολής προς την κυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε δήλωσή του επισημαίνει ότι η επιστολή εστάλη στις 17/12/2004, δηλαδή 3 ημέρες πριν από την κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή, καθώς και ότι ο αποστολέας της δε λαμβάνει υπόψη ότι «τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ στην Ελλάδα υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους και άρα συνιστούν δημόσια υπηρεσία (άρθρο 15)».

Ο Θ. Ρουσόπουλος σημειώνει ότι «ο συντάκτης της επιστολής δε γνωρίζει το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Είναι χαρακτηριστικό, επί παραδείγματι, ότι αναφέρεται σε απαγόρευση για συγγενείς μέχρι 4ου βαθμού, όταν το νέο νομοσχέδιο αναφέρεται σε συγγενείς μέχρι 3ου βαθμού». Και υποστηρίζει ότι «η κυβέρνηση έλαβε όλες εκείνες τις πρόνοιες, ώστε ο νέος νόμος να εφαρμόζει πρωτίστως το ελληνικό Σύνταγμα και να είναι συμβατός με το κοινοτικό κεκτημένο».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ