Κυριακή 6 Φλεβάρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 10
ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (17ο)

Η θέση «9» του συνολικού κειμένου των «Θέσεων» της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που αναφέρεται στο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα μας, θίγει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, κομβικό για την πολιτική μας του μετώπου και τη συγκρότηση των συμμαχιών του Κόμματος. Το κείμενο επιμένει - ορθά, κατά τη γνώμη μου - στον καθορισμό της θέσης της Ελλάδας στο σύστημα ως «ενδιάμεση και εξαρτημένη». Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω δύο σημεία στην ανάπτυξή του που, κατά τη γνώμη μου, χρειάζονται περαιτέρω αποσαφήνιση, ώστε να μη δημιουργούνται συγχύσεις. Η θέση αναφέρεται σε «πολιτικοστρατιωτικές» εξαρτήσεις της χώρας, αποσιωπώντας ή υποτιμώντας τις οικονομικές, οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, αποτελούν και τη βάση για να οικοδομηθούν οι πρώτες. Επίσης, η φράση «ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού», θα μπορούσε να δημιουργήσει αρκετές συγχύσεις ως προς τις ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ δυνατότητες και τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ όρια της δυναμικής της ελληνικής αστικής τάξης, μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού.

Αναμφίβολα, η αστική τάξη της Ελλάδας είναι η ισχυρότερη στα Βαλκάνια και η πρώτη που συγκροτήθηκε ιστορικά (μαζί με τις αστικές τάξεις των χωρών που συναποτέλεσαν για ένα διάστημα τη Γιουγκοσλαβία, της Σερβίας και της Κροατίας). Ωστόσο, η διαμόρφωσή της παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες: συγκροτείται σε συνθήκες κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου από - κυρίως - τους Οθωμανούς, ως ουσιαστική συνιστώσα της οικονομικής και πολιτικής ζωής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και σε εξω-ελλαδικά και εξω-οθωμανικά κέντρα. Για να ολοκληρώσει τη διαμόρφωσή της, χρειάστηκε την εθνική χειραφέτηση, γι' αυτό και υπήρξε η καθοδηγητική δύναμη της Επανάστασης του 1821. Το κράτος που προκύπτει από την Επανάσταση χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μικρής εσωτερικής αγοράς, ολιγάριθμης εργατικής τάξης και είναι επιβαρυμένο, σε βαθμό πρόσδεσης, με μία σειρά δάνεια, κυρίως από τη Μεγάλη Βρετανία. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια ακόμη του αγώνα (1825), οι πολιτικοί εκπρόσωποι του αγωνιζόμενου έθνους (κατά κύριο λόγο, στενά συνδεμένοι με την αγγλική οικονομία και την αγγλική πολιτική) θέτουν την Επανάσταση των Ελλήνων και το υπό σύσταση κράτος «υπό την υψηλή προστασία της Μεγάλης Βρετανίας». Ετσι λοιπόν, η Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τελεί υπό ανοιχτή κηδεμονία από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία) και έχει πολύ στενή σχέση (οπωσδήποτε ετεροβαρή, λόγω της διαφοράς δυναμικότητας ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις) με τη Μεγάλη Βρετανία.

Με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, η Ελλάδα, εδαφικά και εθνικά ανολοκλήρωτη και με σημαντική υστέρηση στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση στην αλυσίδα του συστήματος. Η - αναμφίβολα επιθετική - εκστρατεία στη Μικρά Ασία, καταγράφει οπωσδήποτε ένα βαθμό επιθετικότητας (οικονομικής και στρατιωτικής) της ελληνικής αστικής τάξης, χωρίς όμως να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι παίζει επίσης το παιχνίδι της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή. Η κατάληξη της εκστρατείας πάντως δίνει και ένα σαφές δείγμα των ορίων και δυνατοτήτων της μέσα στο σύστημα του ιμπεριαλισμού.

Κομβικό επίσης σημείο για την ιστορία της ελληνικής αστικής τάξης και των σχέσεων με τους συμμάχους της, είναι η δεκαετία του 1940. Η αστική τάξη της Ελλάδας αντιστέκεται στην ιταλική εισβολή στο βαθμό που η αντίστασή της συνάδει με τα συνολικά σχέδια των Βρετανών. Μετά τη γερμανική επίθεση όμως, προχωρά στην ανοιχτή προδοσία του ελληνικού λαού που όλοι γνωρίζουμε και που καταγράφεται ακόμη και από αστούς διανοητές, όπως ο Γιώργος Σεφέρης.

Μετά τον ισχυρό κλυδωνισμό του κράτους της, κατά τη διάρκεια της εαμικής εθνικής αντίστασης, η ελληνική αστική τάξη καταφεύγει στη βοήθεια και τη στήριξη των συμμάχων της, μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τις ανοιχτές επεμβάσεις των οποίων (πρώτα των Βρετανών και μετά των Αμερικάνων) βίωσε με τον πιο επώδυνο τρόπο ο ελληνικός λαός και, βέβαια, το ΚΚΕ. Ετσι λοιπόν, το αστικό κράτος στην Ελλάδα επανιδρύεται, προς το τέλος της δεκαετίας του '40 και στις αρχές του '50, με την ισχυρή στήριξη (ανοιχτά στρατιωτική, αλλά και οικονομική, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ) των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, προς όφελος τόσο της ντόπιας αστικής τάξης, όσο και των ευρύτερων συμφερόντων του συστήματος στην περιοχή. Δεν μπορούμε επίσης να ξεχνάμε τις - πολλές φορές εντελώς ανοιχτές - επεμβάσεις, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, σε όλη τη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, με κορυφαίες ίσως στιγμές, την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967, το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή που το ακολούθησε και που εξυπηρετούσε γενικότερους σχεδιασμούς του αμερικάνικου και βρετανικού ιμπεριαλισμού.

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι η ελληνική αστική τάξη, στις σημερινές συνθήκες, παρουσιάζει μία ορισμένη δυναμικότητα, που βεβαίως βοηθιέται από την ένταξη και την πληρέστερη ενσωμάτωσή της στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, καθώς και από το γεγονός ότι έχει μεγαλύτερη ιστορική εμπειρία από τις νεοπαγείς αστικές τάξεις των βαλκανικών χωρών. Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνουν οι «Θέσεις» - και όπως πιστοποιούν πρόσφατες διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις, σε ζητήματα όπως το Κυπριακό ή τα ελληνοτουρκικά - παραμένει σε «θέση ενδιάμεση και εξαρτημένη στο σύστημα». Η πλευρά αυτή πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα, από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος. Για να το πούμε απλά: η παλιά προπαγανδιστική έκφραση για «ντόπια και ξένα αφεντικά», όσο σχηματική και αν είναι, εμπεριέχει μεγάλο βαθμό αλήθειας. Οπως μεγάλο βαθμό αλήθειας εμπεριέχει και το γεγονός ότι στην Ελλάδα, ανάμεσα σε πολύ πλατιά στρώματα του πληθυσμού, καταγράφεται υψηλός αντιαμερικανισμός, όχι πάντα ιδεολογικά επεξεργασμένος και σωστά προσανατολισμένος, αλλά πάντως οπωσδήποτε ιστορικά ερμηνεύσιμος. Το μεγάλο ζήτημα κατά τη γνώμη μου, είναι ποιος θα διαχειριστεί πολιτικά και σε ποια κατεύθυνση αυτές τις αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις. Στη δεκαετία του '80, το έκανε η σοσιαλδημοκρατία, εκτρέποντάς τις στην κατεύθυνση της ενσωμάτωσης στο σύστημα, για να φτάσουμε στη σημερινή, ανοιχτά κοσμοπολίτικη έκφανσή της και στους κομπασμούς της για την «ισχυρή Ελλάδα». Τη διαχείριση αυτών των διαθέσεων αποτολμούν, ψαρεύοντας σε θολά νερά, και ορισμένοι βαθιά αντιδραστικοί φορείς, όπως είναι η Εκκλησία της Ελλάδας, προσπαθώντας να τις εκτρέψουν σε μία «εθνική» - διάβαζε εθνικιστική - περηφάνια και μία στροφή στα αντιδραστικότερα κατάλοιπα ενός προκαπιταλιστικού αγροτικού παρελθόντος. Στην ίδια κατεύθυνση, προσθέτοντας και το στοιχείο της ξενοφοβίας (όπου «ξένος» δεν ορίζεται ο νατοϊκός στρατιώτης που προελαύνει στο ελληνικό έδαφος για να πάει στο Κόσσοβο, αλλά ο οικονομικός μετανάστης και ο πολιτικός πρόσφυγας), κινούνται και τα διάφορα ακροδεξιά και φασίζοντα σχήματα που ενεργοποιούνται - υπούλως και τεχνηέντως προβαλλόμενα - στην πολιτική ζωή.

Κατά τη γνώμη μου, ο χειρισμός αυτών των διαθέσεων δεν επιτρέπεται να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια τέτοιων πολιτικών και κοινωνικών μορφωμάτων. Το Κόμμα της εργατικής τάξης έχει μακροχρόνια εμπειρία από το συνδυασμό της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με τους κοινωνικούς αγώνες. Εχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει ακόμη και τα αρνητικά της πείρας της δεκαετίας του '40 (τη μη έγκαιρη συνειδητοποίηση ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας όφειλε να μετεξελιχθεί σε αγώνα για τη διεκδίκηση της εξουσίας). Μπορεί λοιπόν και πρέπει να κεφαλαιοποιήσει αυτά τα πατριωτικά και αντιιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, στην κατεύθυνση της ρήξης με την εγχώρια αστική τάξη, της σύγκρουσης με το σύστημα του ιμπεριαλισμού και της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής εξουσίας. Για τούτο, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να έχουμε μόνιμα ανοιχτό ένα διπλό μέτωπο: ενάντια στον εθνικισμό και στο σοβινισμό, αλλά και ενάντια στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου, ο οποίος - και αυτό είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων χρόνων, εκτός εάν ανατρέξουμε στην ανοιχτά προδοτική στάση των τροτσκιστών στην περίοδο της Κατοχής - «δανείζεται» εκφράσεις και ορολογία από το παραδοσιακό οπλοστάσιο της προπαγάνδας του λαϊκού κινήματος, ενδυόμενος το μανδύα του διεθνισμού. Αρκεί να δει κανείς τις δημόσιες και ιδιωτικές τοποθετήσεις απολογητών του σχεδίου Ανάν και τις λοιδορίες τους απέναντι στην κρυστάλλινη αντιιμπεριαλιστική θέση του Κόμματός μας, που βοήθησε να απεγκλωβιστούν συνειδήσεις από «εθνικίζοντα» ιδεολογικά σχήματα και δημιούργησε ένα καλό έδαφος για μονιμότερες και ουσιαστικότερες συμμαχίες στην κατεύθυνση της συγκρότησης του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Μετώπου.

Δώρα Μόσχου

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ