Εχουν περάσει δέκα χρόνια από τότε που ο Γιάννης ήρθε στην Αθήνα μαζί με τους γονείς του από την Αλβανία. Τον έσυραν, μικρό ακόμη, μόλις είχε γίνει δέκα χρονών, στον παράδεισο της Ελλάδας. Ξεκίνησαν όλοι μαζί από το Αργυρόκαστρο (ή κάποια άλλη πόλη ήταν; - δε θυμάται πια), για να βρουν δουλιά, να μαζέψουν λίγα χρήματα και να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους. Αυτά λέγανε στην αρχή, πριν κατέβουν. Ο δρόμος τους έφερε στην πρωτεύουσα. Ο πατέρας, άρχισε να δουλεύει στην οικοδομή. Λίγα λεφτά, ίσα για να ζήσουν. Για την Αλβανία, έμοιαζε ο μισθός με περιουσία ολόκληρη, αλλά δε ζούσαν εκεί. Ηταν στην Ελλάδα και εδώ όλα ήταν πιο ακριβά. Τίποτα δεν περίσσευε για να κρατήσουν στην άκρη. Ο ένας χρόνος έφερε τον άλλο και ο Γιάννης, κάποια στιγμή, έπρεπε να βγει και αυτός στο μεροκάματο.
Εκείνο το πρωί, λοιπόν, ξεκίνησε να πάει στην οικοδομή. Πήγε. Ομως ποτέ δε γύρισε. Επεσε από ένα φωταγωγό. Ακαριαίος θάνατος. Για κάποιους, αυτό είναι ένα ακόμη «στατιστικό στοιχείο». Αλλο ένα εργατικό «ατύχημα». Συνήθως οι αριθμοί λένε τη μισή αλήθεια. Ετσι και εδώ. Μέσα σε πέντε χρόνια (2000 - 2004) 740 νεκροί και μόνο για το 2005, 31 νεκροί εργάτες! Και εδώ η αλήθεια είναι μισή, γιατί τα άψυχα νούμερα «κρύβουν» το φονικό που συντελείται. Ενα έγκλημα χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, όπου ο ένας άνθρωπος είναι ικανός να αποφασίζει για τη ζωή του άλλου.