Διάβασα τα τρία βιβλία του Αλέκου Καρυά: "Πτυχές μιας τραγωδίας" (1989. Το 1990 ξαναεκδόθηκε συμπληρωμένο), "Ταξίδι στο χρόνο. Κατοχή και Εμφύλιος"(1990), "Γυμνές αλήθειες. Στις μέρες της οργής και της ανάτασης" (1992).
Στο πρώτο καταθέτει τα βιώματά του από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα βουνά της νότιας Πίνδου. "Και κυρίως στην Αργιθέα, τον Κόζιακα και την περιοχή Ασπροποτάμου, όταν τ' αντάρτικα τμήματα στο γεωγραφικό αυτό χώρο έπαψαν να υπάρχουν και να δρουν σαν οργανωμένες μονάδες το καλοκαίρι του 1949". Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στο διάστημα από το Μάιο ως τον Οκτώβριο του έτους εκείνου. Οπως το έζησε στην αρχή με άλλους, ύστερα μόνος, μέσα σ' ένα χώρο κι ένα χρόνο εφιαλτικούς, ώσπου πέρασε μαζί μ' έναν ακόμα σύντροφό του στην Αλβανία, για να ζήσει συνολικά εικοσιέξι χρόνια στη Σοβιετική Ενωση. Δικαιολογεί το σημερινό, νεότερον αναγνώστη, που θα σταθεί δύσπιστος σε όσα εξιστορεί για "τότε που στα κακοτράχαλα βουνά της Αργιθέας και του Ασπροπόταμου χάσαμε την αίσθηση του χρόνου και επιζήσαμε, χάρη στ' αγριόχορτα, τις χελώνες και τα βατράχια και χωρίς υπερβολή σε μερικές άμοιρες γάτες που είχαν απομείνει στα ρημαγμένα από τους αντιπάλους μας χωριά". "Ομως όλα, όσο απίθανα κι αν φαίνονται, είναι πέρα για πέρα αληθινά", βεβαιώνει. Υπάρχουν σελίδες μιας υπέρτατης τραγικότητας, όπως όταν αναζητεί τη σκοτωμένη με τους άλλους συντρόφισσα Βέτα ή όταν ανακαλύπτει στις τσέπες ενός αποκεφαλισμένου κορμιού αντάρτη ("γύρω από τη βάση του λαιμού το αίμα δεν είχε πήξει καλά ακόμα") ένα πυκνά πυκνά γραμμένο, σε φύλλο τετραδίου, με μελανί μολύβι, γράμμα στη γυναίκα του (που δεν μπόρεσε να το στείλει... ) και το παραθέτει ("Αγαπημένη μου, τα πράγματα δυσκόλεψαν τρομερά, μας έφαγε η ψείρα και μας θερίζει η πείνα, δεν περνάει ούτε λεπτό που να μη σε θυμάμαι... φοβάμαι μήπως δε σε ξαναδώ, αν μου συμβεί κάτι κακό να προσέχεις το χρυσό μας το παιδί... παρακαλάω το Θεό να πάρεις το γράμμα μου, αμφιβάλλω όμως... ").
Στο βιβλίο του 1992 ο συγγραφέας ομολογεί πως τρεις συγκλονισμούς δοκίμασε στη ζωή του. "Οταν στον κακοτράχαλο Κόζιακα σκοτώθηκε η Βέτα κι έμεινα μόνος. Μέσα στ' απέραντα δάση. Τις χαράδρες και τα φαράγγια. Παρέα μόνο με το δικό μου ίσκιο. Τους λύκους κι όλα τ' αγρίμια". Αυτή ήταν η πρώτη φορά. Η δεύτερη ήταν, όταν έμαθε με γράμμα του Γιώργη Τρικαλινού πως σκοτώθηκε (κοντά στην Πάνω Κερασιά του Πηλίου, Απρίλη του 1950) η Φόνη Γριμπογιάννη, "εξαίρετη και λαμπρή αγωνίστρια από επαναστατική οικογένεια". Και η τρίτη και χειρότερη ήταν τη βραδιά που είδε να καταλύεται και τυπικά το σοβιετικό κράτος. "Στάθηκε αδύνατο να κλείσω μάτι. Στριφογύριζα στο δωμάτιό μου όπως οι παλαβοί στο προαύλιο του τρελοκομείου". Συλλογίζεται τις εκατόμβες που προσφέρθηκαν, για να θεμελιωθεί ένας δίκαιος κόσμος. Και δεν είναι διατεθειμένος να ικανοποιηθεί με εύκολες απαντήσεις, - που είναι και σαν ασέβεια στη μνήμη των ηρώων και των μαρτύρων, - πως οι "αντεπαναστατικές" δυνάμεις, μόνες, έριξαν το σοσιαλισμό. Αξίζει να συνεχίσω.