Σάββατο 18 Γενάρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 36
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Κάποτε ήτανε παιδιά

Κάποτε ήτανε παιδιά και πολεμούσαν τραγουδώντας και τραγουδώντας χόρευαν πάνω στα ξάγναντα και τις βουνοκορφές. Σήκωναν στα γερά τους μπράτσα τις ντουφέκες και λικνίζονταν γύρω απ' τη φωτιά στον ξάστερο αγέρα κυνηγώντας το μεγάλο όραμα της λευτεριάς, της ανεξαρτησίας, της λαϊκής κυριαρχίας.

Κάποτε ήταν παλικάρια με τα κορακάτα μαύρα τους μαλλιά, τα δασιά τους γένια, τα σταυρωτά τους φισεκλίκια, τ' αστραφτερό χαμόγελο, το αετίσιο μάτι και το θυμό σφηνωμένο ανάμεσα στα φρύδια τους, όπως θα λεγε και ο μεγάλος μας ποιητής.

Κάποτε τροφοδοτούσαν με τα κορμιά τους τα μεγάλα καμίνια των μαχών και των αγώνων και σφράγιζαν με την ψυχή και την καρδιά τους τα σφαγεία των εκτελεστηρίων της Μακρόνησος, της Γιούρας, του Αϊ - Στράτη, του Σκοπευτηρίου, του Χαϊδαριού, θυσία στη μεγάλη πίστη και τη μεγάλη Ανάσταση.

Κάποτε ήταν κοπελούδες λυγερές και αεράτες κι ανέμιζε στο πικροβόρι τ' ατίθασο πυκνό μαλλί και το μακρύ μαύρο φουλάρι με το κόκκινο σημάδι της αντίστασης. Μαχήτριες, μπροστάρισσες. Αντρες πλάι στους άντρες και γυναίκες και φίλες και αδελφές και γιάτρισσες και συντρέχτες και παρηγορήτρες.

Κάποτε ήταν κοπελούδες και φώτιζαν τη σκοτεινιά των μπουντρουμιών με τη λάμψη της νιότης τους, με την αλυγισιά και την περηφάνια τους. Εσπαγαν τις σιωπές των φυλακών με τα τραγούδια τους κι έκαναν τα σίδερα να λυγούν και τους δεσμοφύλακες ν' αναστενάζουν. Τόση λεβεντιά, τόση ζωντάνια, τόση καρτερικότητα, τόση πίστη, τόσο πάθος, τέτοια ελπίδα, μέσα στη συμφορά της μαύρης σκλαβιάς.

Σήμερα πια, όσοι και όσες απόμειναν απ' τα κολαστήρια των βασανιστηρίων και της θυσίας, όσους και όσες ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν άγγιξε και δεν πήρε μαζί του στο αιώνιο ταξίδι του. Δίνουν και θα εξακολουθούν να δίνουν το δικό τους παρών.

Πρωτοπόροι και μπροστάρηδες σ' όλες τις μεγάλες εκδηλώσεις για να βρουν δικαίωση τα μεγάλα τους οράματα.

Πρόσχημα, το κόψιμο της πίτας σ' όλα τα Παραρτήματα της ΠΕΑΕΑ. Ετυχα κι εγώ σε κάποιες απ' αυτές. Ουσία, η ανθρώπινη ζεστή σχέση και επαφή που είναι τόσο ελλειμματικές και δυσεύρετες σήμερα. Αφορμή, η τήρηση του εθίμου. Ουσία, το αντάμωμα φίλων, γνωστών και συντρόφων και το ξεσκάλισμα θαμμένων αναμνήσεων που γίνονται παρόν. Χέρια που σφίγγανε, αγκαλιές π' ανοίγανε, χείλια που γελούσαν, φωνές π' ακούγονταν, μάτια που έλαμπαν, καρδιές π' αναστήνονταν.

Κι όταν σε κάποιες απ' αυτές τις εκδηλώσεις πέφτανε τα πρώτα ποτηράκια και φθάνανε οι μεζέδες, τότε σαν σε μαγεμένο χώρο, σαν σε παλιό αντάρτικο λημέρι, άναβε το γλέντι. Αστραψε ο τσάμικος και ο καλαματιανός, γέμισε ο τόπος κατάμαυρα γένια και σταυρωτά φισεκλίκια, γιόμισε ο τόπος λεβεντόκορμες ανταρτοπούλες κι αντήχησε σαν σε βουνοκορφή της Οίτης και του Βελουχιού, αντάρτικο τραγούδι.

"Βροντάει ο Ολυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα. Στ' άρματα, στ' άρματα...".

Κάποτε που ήτανε παιδιά και τώρα που είναι το ίδιο...

Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ