Κάποτε ήταν παλικάρια με τα κορακάτα μαύρα τους μαλλιά, τα δασιά τους γένια, τα σταυρωτά τους φισεκλίκια, τ' αστραφτερό χαμόγελο, το αετίσιο μάτι και το θυμό σφηνωμένο ανάμεσα στα φρύδια τους, όπως θα λεγε και ο μεγάλος μας ποιητής.
Κάποτε τροφοδοτούσαν με τα κορμιά τους τα μεγάλα καμίνια των μαχών και των αγώνων και σφράγιζαν με την ψυχή και την καρδιά τους τα σφαγεία των εκτελεστηρίων της Μακρόνησος, της Γιούρας, του Αϊ - Στράτη, του Σκοπευτηρίου, του Χαϊδαριού, θυσία στη μεγάλη πίστη και τη μεγάλη Ανάσταση.
Κάποτε ήταν κοπελούδες και φώτιζαν τη σκοτεινιά των μπουντρουμιών με τη λάμψη της νιότης τους, με την αλυγισιά και την περηφάνια τους. Εσπαγαν τις σιωπές των φυλακών με τα τραγούδια τους κι έκαναν τα σίδερα να λυγούν και τους δεσμοφύλακες ν' αναστενάζουν. Τόση λεβεντιά, τόση ζωντάνια, τόση καρτερικότητα, τόση πίστη, τόσο πάθος, τέτοια ελπίδα, μέσα στη συμφορά της μαύρης σκλαβιάς.
Πρωτοπόροι και μπροστάρηδες σ' όλες τις μεγάλες εκδηλώσεις για να βρουν δικαίωση τα μεγάλα τους οράματα.
Πρόσχημα, το κόψιμο της πίτας σ' όλα τα Παραρτήματα της ΠΕΑΕΑ. Ετυχα κι εγώ σε κάποιες απ' αυτές. Ουσία, η ανθρώπινη ζεστή σχέση και επαφή που είναι τόσο ελλειμματικές και δυσεύρετες σήμερα. Αφορμή, η τήρηση του εθίμου. Ουσία, το αντάμωμα φίλων, γνωστών και συντρόφων και το ξεσκάλισμα θαμμένων αναμνήσεων που γίνονται παρόν. Χέρια που σφίγγανε, αγκαλιές π' ανοίγανε, χείλια που γελούσαν, φωνές π' ακούγονταν, μάτια που έλαμπαν, καρδιές π' αναστήνονταν.
"Βροντάει ο Ολυμπος κι αστράφτει η Γκιώνα. Στ' άρματα, στ' άρματα...".
Κάποτε που ήτανε παιδιά και τώρα που είναι το ίδιο...
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ