Κυριακή 2 Μάρτη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 52
ΔΙΕΘΝΗ
(3) Οι προτάσεις Κλίντον για την εκπαίδευση

Οι τελευταίες έρευνες εκπαιδευτικών ινστιτούτων φανερώνουν μία μάλλον μελανή εικόνα της παιδείας στις ΗΠΑ, με χαρακτηριστικές τις περιπτώσεις μαθητών που έχουν σοβαρές γνωστικές ελλείψεις και ελάχιστα εφόδια που να προετοιμάζουν την είσοδό τους στον λεγόμενο "ακαδημαϊκό βίο". Αυτή η κατάσταση ώθησε τον Αμερικανό Πρόεδρο στη συγκρότηση μιας σειράς προτάσεων και νομοσχεδίων με σκοπό τη βελτίωση της προόδου των μαθητών και τον εκσυγχρονισμό των σχολείων.

Οι βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης Κλίντον εστιάζονται:

- Στην τεχνολογική εκπαίδευση των μαθητών και στη σύνδεση κάθε σχολικής τάξης και βιβλιοθήκης με το ΙΝΤΕΡΝΕΤ μέχρι το 2000.

- Στη δημιουργία σχολείων ελεύθερων από τη βία και τα ναρκωτικά.

- Στη θέσπιση αυστηρότερων κανόνων αξιολόγησης και κατάρτισης των εκπαιδευτικών.

- Στον εκσυγχρονισμό των σχολικών κτιρίων.

- Στην προέκταση της γυμνασιακής μεταλυκειακής εκπαίδευσης με την ένταξη δύο χρόνων προκολεγιακών σπουδών.

- Στην αύξηση, σχεδόν διπλασιασμό των κονδυλίων για την παιδεία (από 24 δισ. το 1993 σε 58 δισ. δολάρια μέχρι το 2002).

- Στη βελτίωση του προγράμματος υποτροφιών με την ονομασία "HOPE" και χορήγησης των περισσότερων φοιτητικών δανείων.

- Στην εντατικοποίηση και άνοδο του επιπέδου των σχολικών σπουδών μέσω εθνικών και περιφερειακών διαγωνισμών (μέχρι την άνοιξη του 1999 θα είναι σε πλήρη παναμερικανική εφαρμογή).

- Στη διεύρυνση του αριθμού των ομάδων φροντιστών για τους αδύνατους μαθητές, σε προγράμματα μετά το ωρολόγιο πρόγραμμα ή στη διάρκεια του καλοκαιριού (τα προγράμματα αυτά έχουν αρχίσει τα τελευταία πέντε χρόνια).

Εξετάσεις και κονδύλια, τα "αγκάθια" των προτάσεων Οι εξετάσεις θα φέρουν τη βελτίωση;

Η εντατικοποίηση των μαθητικών σπουδών, κυρίως στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, μέσω της διενέργειας αλλεπάλληλων γραπτών εξετάσεων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, αντιμετωπίζεται από τους ειδήμονες του αμερικανικού συστήματος εκπαίδευσης ως προβληματική για διάφορους λόγους.

Πρώτα απ' όλα γιατί το είδος και ο τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων προβίβασης από το ένα εξάμηνο στο άλλο, ή από τη μία τάξη του γυμνασίου στην επόμενη, δεν έχουν καθοριστεί. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το ζήτημα αυτό θα πρέπει να έχει διευθετηθεί από τις περισσότερες αμερικανικές Πολιτείες μέχρι τα τέλη του Μάρτη. Ποιοι θα το καθορίσουν; Εκτός από τους αρμόδιους φορείς των περιφερειακών κυβερνήσεων, θα πρέπει να συνεργαστούν οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων, οι εκπαιδευτικοί και οι ειδικοί εκπαιδευτικοί σύμβουλοι κάθε Πολιτείας. Είναι εμφανές ότι το ζήτημα της εντατικοποίησης των γραπτών εξετάσεων στις δύο πρώτες βαθμίδες της εκπαίδευσης, βρίσκεται σε εμβρυακό στάδιο. Και δεν είναι μόνον αυτό. Οι περισσότεροι από τους ενδιαφερόμενους φορείς το αντιμετωπίζουν σκεπτικιστικά. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας "Ουάσιγκτον Ποστ" (2 του Φλεβάρη 1997), οι περισσότεροι σύλλογοι γονέων, εκπαιδευτικών και αρμόδιων πολιτειακών συμβούλων του Μέριλαντ προτείνουν την καθιέρωση ενός απλούστερου, λιγότερου αυστηρού προγράμματος εξετάσεων ή την παράταση περισσότερου χρόνου για την υποβολή λεπτομερέστερων προτάσεων...

Οι αρχές του Μέριλαντ, ανταποκρινόμενες στο κάλεσμα του Προέδρου Κλίντον για άνοδο της ακαδημαϊκής στάθμης, εστιάζουν τις προτάσεις τους απαιτώντας από τους μαθητές της τελευταίας τάξης του λυκείου να περάσουν επιτυχώς τουλάχιστον 10 εξετάσεις μέσα στο χρόνο στα μαθήματα των Αγγλικών, Μαθηματικών, Φυσικών Επιστημών και Ιστορίας. Ομως, πολλοί πιστεύουν ότι τα κριτήρια θα είναι ενδεχομένως ελαστικά μπροστά στο φόβο αύξησης του αριθμού των μαθητών που αποτυγχάνουν στις εξετάσεις και παρατούν το λύκειο χωρίς να αποφοιτήσουν.

Η παραπάνω κατάσταση δεν επικρατεί μόνον στο Μέριλαντ. Είναι ενδεικτική των ανάλογων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν αυτόν τον καιρό αρκετές αμερικάνικες Πολιτείες, όσον αφορά τουλάχιστον το ζήτημα της καθιέρωσης επαναληπτικών εξετάσεων στις τελευταίες τάξεις του λυκείου. Βέβαια, υπάρχουν και πολιτείες (όπως στην περίπτωση της Ν. Υόρκης) που τάσσονται υπέρ της καθιέρωσης αυστηρότερων γραπτών εξετάσεων ή άλλες (όπως στην περίπτωση της Βιρτζίνια), που σχεδιάζουν την καθιέρωση μίας μόνον σειράς εξετάσεων στην προτελευταία τάξη του Λυκείου, με θεματολογία που θα περιλαμβάνει ερωτήσεις από όλα τα βασικά μαθήματα των τριών προηγούμενων τάξεων.

Εκπαιδευτικά βοηθήματα στους "κατέχοντες"...

Το πακέτο του Προέδρου Κλίντον για τη χορήγηση εκπαιδευτικών κονδυλίων της τάξης των 58 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2004, συνάντησε τη θετική ανταπόκριση των συλλόγων γονέων και τον σκεπτικισμό των μελών του Κογκρέσου αλλά και ορισμένων ειδικών. Σε γενικές γραμμές, και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι η αύξηση των κονδυλίων για την εκπαίδευση είναι από τις βέλτιστες μακροπρόθεσμες επενδύσεις για τη μακροημέρευση των ΗΠΑ. Ομως, ειδικότερα, οι αντιρρήσεις και οι προβληματισμοί εστιάζονται στις μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα κριτήρια χορήγησης φοιτητικών δανείων, υποτροφιών και φοροαπαλλαγών στις οικογένειες των νέων φοιτητών.

"Τα περισσότερα από αυτά τα χρήματα θα τα πάρουν φοιτητές που έτσι και αλλιώς είχαν σκοπό να πάνε στο κολέγιο και στο πανεπιστήμιο. Το οικονομικό εκπαιδευτικό πακέτο του Προέδρου Κλίντον είναι σε γενικές γραμμές τρόπος για την ανακούφιση των φορολογούμενων πολιτών και όχι εκπαιδευτική πολιτική! ", σχολιάζει ο Τόμας Κέιν, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ που δούλεψε για κάποιο διάστημα στο Συμβούλιο Οικονομικών Συμβούλων του Προέδρου Κλίντον.

Ο Τόμας Κέιν, μιλώντας πριν δύο βδομάδες στη Ρενέ Σάντες, εκπαιδευτική συντάκτρια της "Ουάσιγκτον Ποστ", επεσήμανε ότι το πακέτο των 58 δισ. δολαρίων ακούγεται "ωραίο" στους μεσοαστούς ψηφοφόρους των "Δημοκρατικών" αφού για παράδειγμα τα κριτήρια για τις φοροαπαλλαγές 10.000 δολαρίων από το ετήσιο εισόδημα μιας οικογένειας αφορούν εκείνες που βγάζουν συνολικά από 70.000 έως 100.000 δολάρια! Οι οικογένειες με χαμηλότερα εισοδήματα, που είναι και αυτές που αδυνατούν να στείλουν τα παιδιά τους στα κολέγια για οικονομικούς λόγους, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για τις παραπάνω φοροαπαλλαγές αφού το ετήσιο εισόδημα είναι σκάλες χαμηλότερο.

Οι έρευνες του οικονομολόγου Τόμας Μόρτεσον (σύμφωνα πάλι με σχετικό άρθρο της "Ουάσιγκτον Ποστ" στις 3 του Φλεβάρη 1997) αποδεικνύουν ότι έχει αυξηθεί σε 80% ο αριθμός των αποφοίτων πανεπιστημίων τετραετούς φοίτησης που προέρχονται από οικογένειες με ετήσια εισοδήματα άνω των 67.000 δολαρίων (σε σχέση με το 30% τη δεκαετία του '80). Αντίθετα, ο αριθμός των αποφοίτων κολεγίων που προέρχονται από οικογένειες με ετήσιο εισόδημα μέχρι 22.000 δολάριαπαραμένει τις δύο τελευταίες δεκαετίες στο 20%, ενώ ο αριθμός των αποφοίτων κολεγίων από ακόμη φτωχότερες οικογένειες κυμαίνεται κάτω του 10%!


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ