Νίκος Σκαρτσιάρης. Οταν η εργατική τάξη κηδεύει τον φυσικό της ηγέτη
Μας αποχαιρετούσε αφήνοντάς μας βαθιά, βαριά και σκληρή κληρονομιά, τον προσωπικό και κομμουνιστικό τρόπο ζωής και αγώνα, μας έδεσε χειροπόδαρα και μας έδωσε κατευθύνσεις για τη δική μας ζωή και αγώνα. Μας έκανε κόμπο ο παμπόνηρος Πατρινός και όποιος τολμάει ας ξεστρατίσει, τόσο απλά και τόσο ωραία όπως την ώρα που απευθυνόταν στους εργάτες και τους μιλούσε για την απεργία.
Τώρα φόραγε κουστουμιά και γραβάτα, ντύσιμο και αυτό τιμής για όποιους συναντούσε και όταν τον σκέπασαν με την κόκκινη σημαία, με το μεγάλο σφυροδρέπανο στη μέση, ήρθε και κάθισε στο πρόσωπό του συσσωρευμένη όλη η ομορφιά και η δύναμη του αγώνα. Εγινε ακόμα πιο όμορφος, τόσο πολύ, που όλες εκείνες οι σκληρές, οι αργασμένες μορφές των ταπεινών του αγώνα της ζωής, που πέρναγαν να τον αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά, μεταμορφώνονταν, λες και ο Θεοτοκόπουλος τους χαράκωνε το πρόσωπο και τους στάλαζε το δάκρυ στο μάτι.
Και γίνονταν τραγικές, σπαραχτικές μορφές μέσα στη σιωπή της εκκλησιάς, που μονάχα κάτι πληγωμένοι στιγμιαίοι σπαραγμοί τη διέκοπταν.
Α, ρε πανέξυπνη μαστοράντζα, τι κληρονομιά μας άφησες, μα πιο πολύ στο σινάφι σου, στους οικοδόμους, που κατέφθασαν απ' όλη την Πελοπόννησο, από πολλές περιοχές της χώρας, από την Αθήνα και ήταν όλοι τους οργανωμένοι - μη σε προσβάλλει κανείς - πειθαρχημένοι, σιωπηλοί και αποφασισμένοι λες και ήταν στο συνέδριό τους και χάραζαν το μέλλον τους. Σκαμμένα πρόσωπα, ταμένα με ένα άγιο αντρίκειο δάκρυ στα άκλαφτα πρόσωπά τους, με ένα βουβό σπαραγμό, ήρθαν εδώ να αποχαιρετήσουν τον δικό τους, τον φυσικό τους ηγέτη. Αυτές οι μορφές γύρω γύρω, η Βάσω, τα αγόρια σου, οι νυφάδες σου, τ' αγγόνια σου, οι χιλιάδες λαού της Πάτρας, έφκιαναν τον ομορφότερο πίνακα απ' τον καλύτερο δημιουργό, το λαό μας. Εναν πίνακα, που θα μπορούσε να 'χει τον τίτλο "ΟΤΑΝ Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΗΔΕΥΕΙ ΤΟΝ ΦΥΣΙΚΟ ΤΗΣ ΗΓΕΤΗ".
Και εκεί βλέποντας ό,τι έβλεπες, το απέραντο γαλάζιο του ορίζοντα, που μέσα απ' τα ασημένια σύννεφα κάλπαζε η ελπίδα ερχόμενη, θα τους ταξιδέψω στο μέλλον που περνάει μέσα από ατέλειωτες ομορφιές και δυσκολίες, αλλά είναι τόσο, μα τόσο πολύ όμορφο, όπως μας το δίδαξες και όπως ήσουν κι εσύ την ώρα του αποχαιρετισμού, τυχερέ και τιμημένε σύντροφε που μας άφησες ΟΡΘΙΟΣ.
"Νάχα τ' αθάνατο νερό
ψυχή καινούρια νάχα
να σούδινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα.
Να δεις, να πεις, να το χαρείς
ακέριο τ' όνειρό σου"...
Βασίλης ΚΟΛΟΒΟΣ