Παρασκευή 1 Γενάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Εθιμα των Χριστουγέννων
στα χωριά της Θεσσαλίας

Μέρες Χριστουγέννων και οι παιδικές αναμνήσεις έρχονται να θυμίσουν γιορτινές παραδόσεις κι έθιμα, πολλά από τα οποία διατηρούνται ακόμα στα χωριά της Θεσσαλίας. Ενα απ' αυτά - το πλέον χαρακτηριστικό - είναι το σφάξιμο του γουρουνιού και το γλέντι που ακολουθεί, η λεγόμενη "γουρνοχαρά".Η χοιροσφαγία αποτελεί "ιεροτελεστία" και, ταυτόχρονα, σημαντικό σταθμό στη χρονιάτικη ζωή των ανθρώπων του χωριού, καθώς τους δίνονταν η δυνατότητα να φάνε αρκετό κρέας - δεν έτρωγαν πολλές άλλες φορές καθόλη τη διάρκεια του έτους - να βρεθούν οικογενειακά και συγγενικά και να γλεντήσουν "με την ψυχή τους".

Η "γουρνοχαρά"

Κάθε οικογένεια του χωριού, λοιπόν, έτρεφε όλο το χρόνο ένα γουρούνι μέσα στο "κουμάσι",ταϊζοντάς το με πίτουρα και υπολείμματα από κάθε είδους φαγητό, τα λεγόμενα "πλύματα",για να το σφάξουν τα Χριστούγεννα. Η διαδικασία της σφαγής - στην οποία συμμετείχαν οι άνθρωποι της οικογένειας, συγγενείς και γείτονες - κρατούσε πολλή ώρα. Ανδρες έπιαναν το γουρούνι από από το σχοινί, τη "γουρνοθλιά",τα πόδια και την ουρά και το έριχναν, με αρκετή δυσκολία, κάτω. Ο σφαγέας, ένας ειδικός τεχνίτης με καλά τροχισμένο μαχαίρι - το "γουρνομάχαιρο" - το έσφαζε. Αμέσως η νοικοκυρά του σπιτιού έφερνε σε μια φτιαρίτσα κι έριχνε κάρβουνα και θυμίαμα στο κομμένο κεφάλι του γουρουνιού για να φύγουν τα "παγανά", λιβανίζοντας, ταυτόχρονα, και τους ανθρώπους.

Στη συνέχεια, άρχιζε το γδάρσιμο, που απαιτούσε δυνατά και τεχνικά χέρια για να μην τρυπήσει το δέρμα, το "τομάρι",αφού απ' αυτό, μετά την ξήρανσή του, κατασκευαζόταν ένα είδος παπουτσιού, τα "γουρνοτσάρχα". Αλλωστε, τίποτα από το γουρούνι δεν πάει χαμένο. Το κεφάλι, τ' αυτιά και τα πόδια, τα"ζεματούσανε" στο βραστό νερό κι απ' αυτά γινόταν ο πατσάς. Το λίπος που αφαιρούσαν από το κρέας το έβραζαν σε μεγάλα καζάνια και ρευστοποιημένο - η λεγόμενη "λίπα" - το συγκέντρωναν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν, όλο το χρόνο, σαν λάδι στις πίτες και στα άλλα φαγητά. Ο,τι έμενε στο καζάνι - κάτι ροδοκόκκινα κομματάκια από κρέας και λίπος - γινόντουσαν "τσιγαρίδες",ένας μεζές πολύ νόστιμος, αν και "πείραζε πολύ", αφού ανέβαζε τη χοληστερόλη... Το ψαχνό κρέας κοβόταν σε μικρά κομμάτια και τοποθετούνταν σε πιθάρια μαζί με πολύ αλάτι,που το διατηρούσε για αρκετούς μήνες του χρόνου. Τα έντερα του γουρουνιού πλένονταν καλά, τα κόβανε σε κομμάτια μήκους μισού, περίπου, μέτρου - οι λεγόμενες "λουκανοθλιές" - τα γέμιζαν με κρέας, πράσα, αλάτι, πιπέρι, ρίγανη κι άλλα υλικά και τα κάνανε λουκάνικα. Ακόμα και η ουροδόχος κύστη του αρσενικού γουρουνιού, η "φούσκα",είχε χρησιμότητα, καθώς την έπαιρναν τα παιδιά κι αφού την έτριβαν στον τοίχο του σπιτιού για να σκληρύνει, τη φούσκωναν μ' ένα καλάμι, τη 'δεναν μ' ένα σχοινί στο στόμιό της και τη χρησιμοποιούσαν σαν μπάλα ποδοσφαίρου.

Κι ενώ η διαδικασία σφαξίματος του γουρουνιού πλησίαζε στο τέλος της, άρχιζε το γλέντι. Η νοικοκυρά του σπιτιού έφερνε την "τηγανιά" - τηγανισμένα εντόσθια και κρέας - και κρασί. Μετά τις ανταλλαγές ευχών, ("καλοφάγωτο με υγεία", "καλές γιορτές" κ.ά.) άρχιζε το τσιμπούσι και η οινοποσία πάνω σ' ένα πρόχειρο τραπέζι, την "τάβλα",συνοδευόμενο από επιτραπέζια δημοτικά τραγούδια,χριστουγεννιάτικα κι άλλα. Το γλέντι, που περιείχε και πειράγματα μεταξύ των συνδαιτυμόνων, κρατούσε πολλές ώρες, μέχρι τα όρια της αντοχής τους και συνεχιζόταν κατόπι και στην πλατεία του χωριού, με κλαρίνα, λαούτα και βιολιά και τη συμμετοχή όλων των κατοίκων.

Της Πρωτοχρονιάς

Την Πρωτοχρονιά κι ενώ ακόμα υπήρχε σκοτάδι, στους δρόμους του χωριού, έβγαιναν, παρέες - παρέες, οι πιτσιρικάδες να πάνε στα σπίτια για να πουν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα.Μαζί τους είχαν καντήλια ή φακούς για να βλέπουν στο σκοτάδι, μακριά και χοντρά ξύλα για να προφυλάσσονται από τα σκυλιά που κυκλοφορούσαν στους δρόμους ή φύλαγαν στις ρούγες των σπιτιών και κουδούνια, το ρυθμικό χτύπημα των οποίων συνόδευε το τραγούδι τους. Πήγαιναν σχεδόν σ' όλα τα σπίτια, εκτός, ίσως, από κάποια, των οποίων οι νοικοκυραίοι ήταν γνωστοί για τη μεγάλη τσιγκουνιά τους, οπότε "άδικος κόπος".

Ενα από τα γνωστά κάλαντα έλεγε:

"Αγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει. /

Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις; /

Από τη μάνα έρχομαι, στο δάσκαλο πηγαίνω. /

Αν έρχεσαι απ' τη μάνα σου, πες μας την Αλφαβήτα. /

Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την Αλφαβήτα/

κι η πατερίτσα ήταν χλωρή κι αμπόλιασε κλωνάρι/

κλωνάρι χρυσοκλώναρο, χρυσοκομποδιασμένο, /

που το αμπόλιασε ο Χριστός, με το δεξί το χέρι/

με το δεξί με το ζερβί, με τ' άγιο ευαγγέλιο. /

Του χρόνου".

Η νοικοκυρά έβγαινε στην πόρτα κι έδινε στα παιδιά διάφορα φιλοδωρήματα. Αλλη χρήματα (πεντάρες, δεκάρες, κοσάρες, πενηνταράκι, φράγκο, άντε και κάνα δίφραγκο) κι άλλη διάφορα φαγώσιμα (κουλούρα, κουραμπιέ, πίτα, κρέας κ.ά.).

Το μεσημέρι, πριν τις 12 η ώρα, στο σπίτι κάθε οικογένειας κοβόταν η βασιλόπιτα.Μέσα σ' αυτήν, οι νοικοκυρές είχαν βάλει, εκτός του νομίσματος που θα έπεφτε στον τυχερό, και διάφορα άλλα πράγματα, που συμβόλιζαν το σπίτι, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, όπως άχυρο, μαλλί προβάτου, στάρι, καλαμπόκι, κληματόβεργα κ.ά. Μαζί με τη βασιλόπιτα σερβίρονταν κοτόσουπα ή γαλοπούλα για όσους είχαν, αυγοκουλούρες, χριστόψωμα και γλυκά.

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι περισσότεροι άνδρες του χωριού ξενυχτούσαν στα καφενεία χαρτοπαίζοντας.Για "το καλό του χρόνου, να τα βασιλέψουμε", έλεγαν, αλλά μερικές φορές η χαρτοπαιξία οδηγούσε και σε τραγωδίες, αφού κάποιοι έχαναν αρκετά χρήματα από το υστέρημά τους, μ' αποτέλεσμα να περάσουν "μαύρες γιορτές". Τα "παιχνίδια" της τράπουλας ήταν κυρίως "21", "31", "Πόκα", "Κουμ - καν", "Θανάσης", "Ραμί", "Πινάκλ" για όσους έπαιζαν με χρήματα και για όσους απλώς ήθελαν να συμμετέχουν στο έθιμο, διεκδικώντας να κερδίσουν ένα τσίπουρο ή ένα λουκούμι, "Κολτσίνα", "Ξερή", "Δηλωτή", "Γανομύτης" κ.ά.

Τα Φώτα και τα "παγανά"

Η γιορτή των Φώτων είναι συνδυασμένη με τα "παγανά".Με την προσπάθεια ν' αντιμετωπιστούν οι καλικάντζαροι,που θεωρούνται κακά, πονηρά και ζαβολιάρικα πλάσματα, που πειράζουν και "μαγαρίζουν" τους ανθρώπους. Ο μύθος λέει ότι κάτω από τη γη υπάρχει ένα πελώριο δέντρο, που την κρατάει να μην πέσει. Οι καλικάντζαροι πασχίζουν νύχτα - μέρα να κόψουν αυτό το δέντρο για να γκρεμιστεί η Γη. Επειδή όμως το δέντρο είναι πάρα πολύ χοντρό και αυτοί μικροί και χαζούληδες - πότε χάνουν τα τσεκούρια και τα πριόνια και πότε τσακώνονται μεταξύ τους, χοροπηδώντας σαν ξωτικά - ο καιρός περνά κι έρχονται τα Χριστούγεννα χωρίς να τα καταφέρουν. Τότε τα παρατάνε κι ανεβαίνουν πάνω στη Γη για να πειράζουν τους ανθρώπους. Και σαν τελειώσουν τα Χριστούγεννα κι έρθουν τα Φώτα, διώχνονται από τον αγιασμό του παπά, ξανακατεβαίνουν κάτω και ξαναπιάνουν δουλιά, προσπαθώντας να πελεκήσουν το δέντρο.

Την παραμονή των Φώτων, λοιπόν, ο παπάς του χωριού γυρίζει στα σπίτια να κάνει αγιασμό για να διώξει τα "παγανά". Μαζί του έχει δυο παπαδοπαίδια.Το ένα κρατάει ένα μεταλλικό δοχείο, το "κακάβι",που περιέχει αγίασμα και μέσα σ' αυτό οι νοικοκυρές ρίχνουν μεταλλικά νομίσματα που προορίζονται για την εκκλησία. Το άλλο κρατάει ένα δισάκι, όπου συγκεντρώνει διάφορα φαγώσιμα, (κρέας, λουκάνικα, πίτες, γλυκίσματα), που δίνονται σε φτωχούς.

Το πρωί των Φώτων, τα παιδιά του χωριού πάνε στα σπίτια για να πουν τα κάλαντα. Ενα απ' αυτά λέει:

"Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός/

και χαρά μεγάλη στον Κύριο. /

Αγιε Γιάννη και πρόδρομε/

να βαφτίσεις Θεού παιδί/

μες την κολυμβήθρα την αργυρή/

να κατακάτσουν τα είδωλα/

να καταπραϋνουν τα ζούζουλα/

να καταλαγιάσουν τα πόντηλα. /

Του χρόνου. "

Παύλος ΡΙΖΑΡΓΙΩΤΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ