Τρίτη 16 Φλεβάρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η μείωση της αγοραστικής δύναμης

Ενας από τους ασφαλέστερους δείκτες των συνεπειών, που έχει η ΟΝΕ στη ζωή των εργαζομένων είναι η αγοραστική τους δύναμη. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 1992 μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι στη χώρα μας είδαν να μειώνεται με ραγδαίους ρυθμούς το εισόδημά τους, εξαιτίας των προγραμμάτων "σύγκλισης" που διαδέχονταν το ένα το άλλο. Η αναγωγή του πληθωρισμού στην πρώτη θέση των κριτηρίων του Μάαστριχτ έδωσε το πράσινο φως στις εκάστοτε κυβερνήσεις, για να κηρύξουν τη σκληρότερη επίθεση κατά των μισθών. Εξάλλου, η περιστολή της ζήτησης ήταν και συνεχίζει να είναι ο αποκλειστικός τρόπος, με τον οποίον οι κυβερνήσεις προσπαθούν να μειώσουν τον πληθωρισμό. Αυτό, λοιπόν, αποτυπώνεται κυρίως στην πορεία της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα χρόνια οι κυβερνήσεις είτε της Νέας Δημοκρατίας, είτε του ΠΑΣΟΚ, ενώ απελευθέρωσαν τις τιμές όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών, συνέχισαν να κρατούν υπό το καθεστώς μιας ιδιόμορφης διατίμησης τους μισθούς των εργαζομένων. Ολα λοιπόν μπορούσαν και μπορούν να ανατιμώνται όχι όμως και οι μισθοί που θα πρέπει, ουσιαστικά, να μειώνονται. Είναι και αυτή μια απόδειξη του σκληρού ταξικού χαρακτήρα της πολιτικής που πηγάζει και υπηρετεί την Οικονομική και Νομισματική Ενωση.

Αναφερόμενοι, όμως, στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων συνήθως εννοούμε τη σχέση μεταξύ των μισθών και των τιμών. Ομως, στη μείωση της αγοραστικής δύναμης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη φορολογική πολιτική, αφού η φορολογική αφαίμαξη μειώνει ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα. Πολύ περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη τη σχέση μεταξύ των έμμεσων και των άμεσων φόρων, που κάνει ακόμη πιο άνιση, εις βάρος των εργαζομένων, την κατανομή των φορολογικών βαρών.

Οπως προκύπτει από τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της Κομισιόν, της Eurostat, η συνεχής μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων έχει οδηγήσει στη σημαντική πτώση του γενικού βιοτικού επιπέδου. Απ' την άποψη αυτή η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στο κατάλογο των χωρών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά το γεγονός ότι οι Ελληνες εργαζόμενοι είναι οι φτωχότεροι στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση, όσον αφορά στην κατανάλωση των νοικοκυριών. Για τη μέτρηση της κατανάλωσης στις χώρες - μέλη και για τη σύγκριση του κόστους ζωής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καθιερώσει σαν μονάδα τη Μονάδα Αγοραστικής Δύναμης(ΜΑΔ). Οι μετρήσεις, λοιπόν, έδειξαν ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση των νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι 4.300 ΜΑΔ, στην Πορτογαλία 5.800, στη Γερμανία 10.500, στο Βέλγιο 10.700 και στο Λουξεμβούργο 13.100.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η διαπίστωση ότι κατά την τελευταία εικοσαετία, ενώ σε όλες τις χώρες - μέλη η κατά κεφαλήν κατανάλωση σημείωσε άνοδο 40% περίπου, μόνο στην Ελλάδα μειώθηκε!

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα στοιχεία για την κατανάλωση σε διάφορους τομείς. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, στην Ελλάδα, το 38% του οικογενειακού προϋπολογισμού δαπανάται για την αγορά τροφίμων, ποτών και τσιγάρων. Με αυτό το ποσοστό, οι Ελληνες έρχονται πρώτοι στην κατανάλωση σ' αυτόν τον τομέα. Η τελική κατάταξη της Ελλάδας στην τελευταία θέση οφείλεται στο ότι είναι πολύ μικρές οι δαπάνες σε άλλους τομείς, που, όμως, κρίνουν το συνολικό βιοτικό επίπεδο, όπως είναι η ένδυση, η κατοικία, η υγεία, τα ταξίδια, η ψυχαγωγία.

Δ. Π.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Σταθερά στην έσχατη θέση της ΕΕ (2003-01-31 00:00:00.0)
Ενας στους τέσσερις Ελληνες κάτω από το όριο της φτώχειας (2002-09-29 00:00:00.0)
Πρόκληση για τους εργαζόμενους από την Eurostat (2001-01-19 00:00:00.0)
Οι αριθμοί και η πραγματικότητα (1999-01-27 00:00:00.0)
Αριθμοί που μιλάνε... (1998-11-01 00:00:00.0)
Οι κοινωνικές δαπάνες στο απόσπασμα της ΟΝΕ (1998-10-31 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ