Κυριακή 1 Αυγούστου 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 44
ΔΙΕΘΝΗ

Η απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας

- Παρ' όλα αυτά, ο Καναδάς, ή μάλλον να πούμε η κυβέρνηση του Καναδά προχώρησε μαζί με τις ΗΠΑ στη σύναψη της συμφωνίας της ΝΑΦΤΑ, το 1993.

- Τα συμπεράσματα που εξήχθησαν για τα τελευταία δώδεκα χρόνια ισχύουν και για τη συμφωνία της ΝΑΦΤΑ, η οποία ήταν μάλλον το επόμενο εύλογο βήμα. Ορισμένα από αυτά είναι απολύτως χαρακτηριστικά και θεμελιώδη για τη συνολική πορεία της χώρας. Καταρχήν, η ολοένα και μεγαλύτερη αποσύνθεση ή διάλυση του ομοσπονδιακού κράτους, που γίνεται προκειμένου να υπάρχει απόλυτη και καθολική δυνατότητα πρόσβασης των επενδύσεων των πολυεθνικών εταιρών σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας και σε όλη την επικράτεια του Καναδά. Με άλλα λόγια, μία επιτυχής και φυσικά ανοιχτή "οικονομίας της αγοράς".

Ενα παράδειγμα για το πώς διεισδύουν και τις επιπτώσεις που έχει για τους εργαζόμενους η εφαρμογή αυτής της πολιτικής, είναι η δράση των πολυεθνικών στον τομέα της βιομηχανίας, συμπεριλαμβανομένης και της βαριάς βιομηχανίας. Αυτό που ακολούθησαν σαν στρατηγική ήταν να αρχίσουν τη διαδικασία της αποβιομηχάνισης ή του κατακερματισμού και κατόπιν της ιδιωτικοποίησης της βιομηχανίας σε περιοχές σχετικά απομακρυσμένες από το οικονομικό κέντρο, όπου και η ύπαρξη δυνατών Συνδικάτων ήταν μηδαμινή και επομένως η αντίσταση των εργαζομένων σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ παράλληλα διασφαλιζόταν η μη διαρροή τους προς τον Τύπο. Κατακερμάτισαν, διέλυσαν πολλές κρατικές επιχειρήσεις ή δημιούργησαν βάσεις για τις πολυεθνικές. Ανάλογα παραδείγματα σε ακόμα μεγαλύτερη έκταση έχουν γίνει και στο Μεξικό ή στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, όπου προσφέρονταν οι καλύτερες δυνατές συνθήκες για την ανάπτυξη μεγάλων επιχειρήσεων με πολύ χαμηλό εργατικό κόστος και φυσικά τεράστια κέρδη. Πρέπει να τονίσουμε ότι στο στόχαστρο βρέθηκαν κυρίως συγκεκριμένες ειδικότητες βιομηχανικών εργασιών, που εργαζόμενοι είχαν κατακτήσει υψηλές αποδοχές, επιδόματα και συνθήκες εργασίας κατάλληλες και ανθρώπινες.

Επίσης, ένα ακόμα μείζον θέμα που έχει εξαχθεί ως συμπέρασμα - και για να επανέλθω στην πρώτη ερώτησή σας - είναι το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας, αφού δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική ανεξαρτησία χωρίς την οικονομική ανεξαρτησία. Η οικονομία του Καναδά έχει τεθεί στις διαταγές του Λευκού Οίκου και των κύκλων που καθορίζουν τη στρατηγική και πολιτική των ΗΠΑ. Επί της ουσίας, όσο περισσότερο υποτάσσεται η καναδική οικονομία στις διαταγές της Ουάσιγκτον και της Γουόλ Στριτ τόσο περισσότερο υποτάσσεται και η συνολική πολιτική του Καναδά. Οπως, π.χ., οι διεθνείς σχέσεις και η στρατηγική που ακολουθούν από κοινού οι δύο χώρες, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, όπως απέναντι στην Κούβα που αντιτίθεται στον εμπάργκο και έχει πολύ στενές σχέσεις, και εμπορικές, με την Κούβα.

Εντούτοις, συν τω χρόνω αυξάνεται η απόλυτη σύμπλευση με τις ΗΠΑ σε καίρια ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Οπως πολύ πρόσφατα όσον αφορά τα Βαλκάνια συνολικά και ιδιαίτερα η ακολουθούμενη πολιτική απέναντι στην ΟΔ Γιουγκοσλαβίας και ο πόλεμος στο Κόσσοβο. Οπως γίνεται και με την Πολυμερή Συμφωνία για τις Επενδύσεις (ΜΑΙ), όπου μάλιστα ο Καναδάς πρωτοστατεί και το κάνει πίσω από τις πλάτες του καναδικού λαού και όταν αποκαλύφθηκε υπήρξε ένα γιγάντιο κύμα διαμαρτυριών - συντονισμένα από το εργατικό κίνημα, το γυναικείο κίνημα, το φοιτητικό και μαθητικό κίνημα - που αλλοίωσε σημαντικά την εικόνα. Παρ' όλα αυτά, η εικόνα που καταφέρνουμε να αποσπάσουμε, έστω και αποσπασματικά, είναι ότι θα γίνει μία άνευ όρων παράδοση στις ΗΠΑ και στις πολυεθνικές επιχειρήσεις.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ