«Υπάρχει ελληνική αστυνομική λογοτεχνία; Δέκα διηγήματα, από δέκα Ελληνες συγγραφείς γραμμένα ειδικά γι' αυτή τη συλλογή, μας διαβεβαιώνουν: όχι μόνο υπάρχει αλλά ζει και θριαμβεύει!».
Αυτή είναι η, επίσης θριαμβευτική, κατάληξη του σημειώματος στο οπισθόφυλλο του τόμου «Ελληνικά εγκλήματα - Δέκα αστυνομικές ιστορίες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» σε επιμέλεια Ανταίου Χρυσοστομίδη και περιλαμβάνει τα διηγήματα δέκα συγγραφέων διαφορετικών γενεών.
Οι Ανδρέας Αποστολίδης, Τιτίνα Δανέλλη, Αθηνά Κακούρη, Κώστας Κυριακόπουλος, Δημήτρης Μαμαλούκας, Πέτρος Μάρκαρης, Πέτρος Μαρτινίδης, Γιώργος Μπράμος, Μαρλένα Πολιτοπούλου και Φίλιππος Φιλίππου κλήθηκαν να επαναλάβουν το αντίστοιχο ιταλικό εγχείρημα που είδε το φως της δημοσιότητας πριν τρία χρόνια υπό τον απλούστερο τίτλο «Εγκλήματα», όπως μας ενημερώνει ο επιμελητής στον πρόλογό του.
Ακούγεται πως η «συνταγή», όπως χαρακτηρίζει το εγχείρημα ο επιμελητής, καταρχήν πετυχαίνει εμπορικά. Μετά από αυτό... απλά κλείνεις την πόρτα και φεύγεις, όπως θα έκανε το πιθανότερο και ο Μάρλοου, ο φανταστικός ντετέκτιβ του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Αλλά, απ' όσο ξέρουμε, ο Μάρλοου ουδέποτε κλήθηκε να εκφράσει άποψη για την αστυνομική λογοτεχνία...
Ο χρόνος θα δείξει αν η «συνταγή» θα αποτελέσει και κάποιου είδους έναυσμα για νέες, μεγαλύτερες «ανάσες» στην εγχώρια εκδοχή αυτού του, πάλαι ποτέ, παρεξηγημένου λογοτεχνικού είδους. Αλλωστε, οι ενδείξεις ήταν θετικές και πριν την εμφάνιση του εν λόγω τόμου. Ενισχύονται όμως και από αυτόν. Διότι ναι μεν είναι πάντα ευχάριστο να διαπιστώνεις πως οι εγχώριοι πρωτοπόροι του είδους (η λέξη «πρωτοπόροι» χρησιμοποιείται εδώ με ενισχυμένη την πτυχή της γενναιότητας να γράφεις αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα των δεκαετιών του '50 και του '70), όπως η Αθηνά Κακούρη και η Τιτίνα Δανέλλη, συνεχίζουν με αμείωτη δημιουργικότητα και χωρίς ποιοτικές εκπτώσεις, αλλά η ελπιδοφόρα αγαλλίαση προέρχεται από διηγήματα όπως του Κώστα Κυριακόπουλου, γνωρίζοντας μάλιστα ότι είναι και το πρώτο του λογοτεχνικό κείμενο.
Η θεματική που απασχολεί τους υπόλοιπους συγγραφείς του τόμου είναι η μετανάστευση, το εμπόριο ανθρώπων, οι «γκρίζες ζώνες» της ηθικής (από τη στάση ζωής, τα στερεότυπα και το κυνήγι της επιτυχίας μέχρι τις τρέχουσες εκδοχές του κλασικού στοιχείου του έρωτα) με κυρίαρχο, «δομικό» στοιχείο, το ρόλο του εγκλήματος έστω και σαν αφορμή. ΄Η μάλλον κυρίως ως τέτοια.
Παράλληλα υπάρχει η αίσθηση ότι αυτό το δείγμα της σύγχρονης ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας - παρά την εξωστρεφή θεματική του - «ενδοσκοπεί» με τρόπο που ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το κάνει και ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος. Σα να μην υπάρχει «χώρος» να αναδειχτεί περισσότερο το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο του περιβάλλοντος των «εγκλημάτων». Οχι αναγκαστικά με τον τρόπο που το έκανε ο Χάμετ ή ο Ελροϊ (τηρουμένων ιδεολογικών και λογοτεχνικών διαφορών), αλλά η προσφορά της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας στο «ξεπέρασμα» του Πόε και του Ντόιλ ίσως να μη φτάνει να είναι μόνο οι εσωτερικοί μονόλογοι με φόντο την «παρακμιακή» Αθήνα ή την «κλειστοφοβική» επαρχία. Ισως να χρειάζεται να δοθεί περισσότερος χώρος στο «φόντο» και σε όσους κινούνται εντός του.
Εν κατακλείδι, η βεβαιότητα «θριάμβου» στο οπισθόφυλλο, μένει να αποδειχθεί με τον καιρό. Περισσότερο ισχύει η διαπίστωση του Α. Χρυσοστομίδη ότι με τη συλλογή αυτή «ο αναγνώστης θα έχει μπροστά του ένα πιο καθαρό κάδρο αυτού που ονομάζουμε νεοελληνική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα θα έχει ψυχαγωγηθεί έτσι όπως μόνο η καλή αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να κάνει».
ΥΓ: Το διήγημα του Δ. Μαμαλούκα αναφέρεται σε επαρχιακά και όχι σε «αθηναϊκά» ρετιρέ όπως λανθασμένα σημειώνεται στο οπισθόφυλλο.