Τρίτη 29 Αυγούστου 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Λ. ΖΑΜΟΪΣΚΙ
Τα κρυφά ελατήρια της διεθνούς τρομοκρατίας
15ο ΜΕΡΟΣ
«Οι άνθρωποι αυτοί δε διστάζουν μπροστά σε τίποτα...»

Στις 16 του Μάρτη 1978, στην οδό Φάνι της Ρώμης, οι τρομοκράτες έκαναν έφοδο στο αυτοκίνητο του προέδρου του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας Αλντο Μόρο, σκότωσαν τη φρουρά του και τον οδηγό, και απήγαγαν τον ηγέτη του κυβερνητικού κόμματος. Από τον τόπο της κράτησής του ο Μόρο έστειλε ένα σωρό γράμματα στους φίλους του στο ΧΔΚ, στους υπουργούς και συγγενείς του, ζητώντας να τον ελευθερώσουν. Στις 9 του Μάη, ύστερα από τηλεφώνημα των τρομοκρατών, η αστυνομία ανακάλυψε το διάτρητο από τις σφαίρες πτώμα του κομματικού ηγέτη μέσα σε μια λιμουζίνα «Ρενό» στο κέντρο της Ρώμης, στην οδό Καετάνι, καταμεσής στο δρόμο ανάμεσα στα κτίρια όπου στεγάζονται τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών.

Συνελήφθησαν τα 54 από τα 63 μέλη των «ερυθρών ταξιαρχιών» που ήταν αναμειγμένα σε διάφορες τρομοκρατικές πράξεις, όπως και στη δολοφονία του Μόρο. Η δίκη τους άρχισε στη Ρώμη τον Απρίλη του 1982. Οι ανακριτές είχαν ήδη σαφέστατη αντίληψη για το πώς και από ποιον έγινε το έγκλημα. Αλλά μέχρι σήμερα δε δόθηκε απάντηση στο καίριο ερώτημα: ποιος βρίσκεται πίσω από τη δολοφονία του Μόρο; Θα προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε αυτό το ζήτημα.

Ας υποθέσουμε πρώτα ότι οι δράστες αυτής της αιματηρής πράξης ήθελαν πραγματικά να αποσπάσουν μια αποκαλυπτική ομολογία από έναν άνθρωπο που διετέλεσε πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών. Ο Μόρο, φυσικά, γνώριζε τα λεπτά προβλήματα που αφορούσαν την κυριαρχία της χώρας, τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Αναμφισβήτητα ήξερε ποιος από τους επιφανείς πολιτικούς ήταν μπλεγμένος σε σκάνδαλα, ποιος δωροδοκήθηκε από τους Αμερικανούς κλπ. Αλλωστε, οι κομπίνες, ο αθέμιτος πλουτισμός, οι δωροδοκίες, η χρηματοδότηση των μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων από τη ΣΙΑ και τα ιταλικά εθνικά και διεθνή μονοπώλια ήταν συνηθισμένα φαινόμενα για την πολιτική ζωή της χώρας. Οι τρομοκράτες διατυμπάνιζαν ότι έχουν αποσπάσει από το «λακέ των πολυεθνικών εταιριών» τις πληροφορίες που τους χρειάζονταν «για να μάθει όλη την αλήθεια ο λαός». Κι όμως, εκτός από τα γράμματα του Μόρο και μερικές κατηγορίες σε βάρος του πρώην υπουργού Εσωτερικών Ταβιάνι, από τη «φυλακή του λαού», όπως αποκαλούσαν με στόμφο οι τρομοκράτες τον τόπο κράτησης του Μόρο, δε βγήκε τίποτα το αξιοπρόσεκτο. Δε ζημιώθηκαν απ' αυτή την πράξη ούτε το κυβερνητικό κόμμα, ούτε οι πολυεθνικές εταιρίες, ούτε οι ΗΠΑ κι ούτε το ΝΑΤΟ. Απεναντίας, η μετατροπή του Μόρο σε μάρτυρα, προκάλεσε τη συμπάθεια μέρους της κοινής γνώμης για το κόμμα που αντιπροσώπευε. Η θανάτωση του Μόρο διευκόλυνε τις μανούβρες της αντίδρασης που έστριψε σε λίγο προς τα δεξιά το τιμόνι της πολιΔΚ, όσο και στο εσωτερικό της χώρας.

Ηαπαγωγή του Μόρο έγινε τη στιγμή που κατευθυνόταν στο Κοινοβούλιο να παρουσιάσει στους βουλευτές, τα μέλη της νέας κυβέρνησης. Είχε συμφωνηθεί υπέρ αυτής της κυβέρνησης να ψηφίσουν και οι κομμουνιστές. Αυτό θεωρούνταν σαν ουσιαστική ένταξη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην κυβερνητική πλειοψηφία, μολονότι σ' αυτή τη φάση οι εκπρόσωποι του ΙΚΚ δε θα αναλάμβαναν ακόμα κανένα υπουργείο. Η ψηφοφορία έγινε, όπως είχε κανονίσει ο Μόρο, αλλά χωρίς αυτόν πλέον και μέσα σε εντελώς άλλο πολιτικό κλίμα. Στη συνέχεια, δεν υπήρχε πια κανένας άλλος με το δικό του κύρος να συνεχίσει τη γραμμή ρύθμισης της συνεργασίας χριστιανοδημοκρατών και κομμουνιστών. Η γραμμή του Μόρο για «ιστορικό συμβιβασμό», για «αντιπαραβολή» των θέσεων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της Ιταλίας, ανακόπηκε και απωθήθηκε. Σε λίγο, το 1980, η κυβέρνηση κήρυξε πρόωρες εκλογές, κατά τις οποίες για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο, παρατηρήθηκε αισθητή απομάκρυνση ψηφοφόρων από τους κομμουνιστές.

Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα της βίαιης απομάκρυνσης του Μόρο από τον πολιτικό στίβο, δε διαμορφώνονταν προς όφελος των αριστερών δυνάμεων της χώρας. Απεναντίας, ήρθαν «γάντι» τόσο στις εθνικές συντηρητικές παρατάξεις της Ιταλίας, όσο και στους Αμερικανούς και Δυτικογερμανούς φίλους τους. Αυτές είναι οι αντικειμενικές συνέπειες του βήματος που, τυπικά, οι ακρο - «αριστεροί» το έκαναν με στόχο να «καταφέρουν πλήγμα στην καρδιά του κράτους».

Για να εκτιμήσουμε τη διεθνή σημασία της δολοφονίας του Μόρο, πρέπει να δούμε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε ως τότε. Το 1978 βρήκε την Ιταλία βυθισμένη σε βαθιά κρίση, όχι μόνο κυβερνητική. Η Ιταλία είχε συνηθίσει στις απλές αλλαγές κυβερνήσεων. Τώρα όμως επρόκειτο για κάτι περισσότερο. Στην κοινή γνώμη της χώρας ωρίμαζε η πεποίθηση ότι για την οριστική λύση των καυτών προβλημάτων, που ταλανίζουν την ιταλική κοινωνία, για την έξοδο από την κατάσταση μαρασμού και έκδηλης αποσύνθεσης της γραφειοκρατικής, παρασιτικής άρχουσας τάξης, πρέπει να γίνει στροφή προς την έντιμη εργαζόμενη Ιταλία που αποτελείται από την πλειοψηφία του πληθυσμού και που εκφράζεται πολιτικά με την υπερψήφιση των αριστερών δυνάμεων.

Στο κυβερνητικό Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα αυτή την αναγκαιότητα την είχε συνειδητοποιήσει ο Αλντο Μόρο. Ενεργούσε όμως προσεχτικά για να μη διαταράξει την ενότητα του κόμματός του, συγκαλύπτοντας μάλιστα ορισμένα ηγετικά στελέχη που ήταν μπλεγμένα σε σκάνδαλα. Αρκεί να αναφέρουμε ότι βαρύνονταν με δωροληψίες όχι μόνο ορισμένοι υπουργοί, αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος. Γι' αυτό δυνάμωσε η πεποίθηση ότι ήρθε η ώρα να μπει κάποια τάξη και τη λύση αυτού του προβλήματος έπρεπε να την αναλάβουν οι πολιτικές δυνάμεις που ήταν ακηλίδωτες. Μόνο ο ιδεολόγος των συντηρητικών δυνάμεων Ι. Μοντανέλι μπορούσε να καθησυχάζει τον εαυτό του από τις στήλες της εφημερίδας «Τζορνάλε». «Η ιταλική εφυία, έγραφε, συνίσταται ακριβώς στη διαιώνιση των προβλημάτων. Αλλωστε εμείς συνηθίσαμε πια να ζούμε στο χάος».

Η κοινωνική ένταση στην Ιταλία εκφραζόταν και με ότι τα 3/4 των Ιταλών ανέργων (πάνω από 1,5 εκατ. άτομα) ήταν ηλικίας κάτω των 29 χρόνων.

Με ιδιαίτερη προσοχή παρακολουθούσε την ιταλική κρίση η Ουάσιγκτον. Οι πολυεθνικές εταιρίες, κατά το πλείστον αμερικανικής προέλευσης (172 «μουλτινατσιονάλι» είχαν στην Ιταλία επιχειρήσεις όπου εργάζονταν περίπου 400 χιλ. άτομα), άρχισαν να προβληματίζονται αν θα πρέπει να παραμείνουν στην Ιταλία, φοβούμενες ότι οι κομμουνιστές θ' αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Εντάθηκε η «φυγή κεφαλαίων» στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στην Ελβετία.

Η Ουάσιγκτον φοβόταν ακόμα μήπως η «ιταλική μολυσματική νόσος» διαδοθεί στη Γαλλία, όπου το Μάρτη του 1978 έμελλε να γίνουν καθοριστικής σημασίας βουλευτικές εκλογές με πιθανή τη νίκη των αριστερών δυνάμεων. Από πολλές απόψεις, επαναλαμβανόταν η κατάσταση του 1948, που έκανε τον Τρούμαν να μεθοδεύσει για την Ιταλία τα πιο διαφορετικά μέτρα, ακόμα και ένοπλη επέμβαση. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στους τίτλους των εφημερίδων και περιοδικών της εποχής εκείνης για να διαπιστώσουμε πόσο είχε προχωρήσει η αμερικανική ανάμειξη στα εσωτερικά της Ιταλίας: «Δυο μήνες τώρα ο Λευκός Οίκος ζει σε ανησυχία» («Εουρόπεο», 1978, 27 Γεν.), «Το ΝΑΤΟ παρακολουθεί άγρυπνα την εξέλιξη της ιταλικής κρίσης» («Κοριέρε ντέλα σέρα»,15 Γεν.), «Τι ζητεί από μας η Ουάσιγκτον;» («Εσπρέσο», 15 Γεν.), «Ιταλία -αποσύνθεση» («Πουέν», 30 Γεν.), «Το κράτος διαλύεται», σεγόνταρε η παρισινή «Εξπρές» (16 Γεν.), «Το ΝΑΤΟ επανεξετάζει την ασφάλεια της Ιταλίας» («Ιντερνάσιοναλ χέραλντ Τρίμπιουν», 1978, 16 Γεν.). Ο ναύαρχος Χάρολντ Σίερ, διοικητής των ενόπλων δυνάμεων του ΝΑΤΟ στη Νότια Ευρώπη, δήλωσε απερίφραστα στη Νεάπολη: «Δεν μπορώ να διανοηθώ το ΝΑΤΟ χωρίς την Ιταλία και την Ιταλία χωρίς το ΝΑΤΟ».

Μπορούμε να φανταστούμε τι μαγειρευόταν στα παρασκήνια της Ουάσιγκτον κρυφά από τα αδιάκριτα μάτια. Η μηχανή της «στρατηγικής της έντασης» άρχισε να λειτουργεί με πλήρη απόδοση.

Τις μέρες εκείνες πήγα από το Παρίσι στη Ρώμη. Μού έκανε κατάπληξη η απαισιοδοξία πολλών συνομιλητών μου - Ιταλών συγγραφέων. Ο Τζάνι Ροντάρι ανησυχούσε για την αποξένωση της νεολαίας, για την έξαρση της εγκληματικότητας και της αλητείας στους δρόμους της Ρώμης. Πραγματικά, τα άλλοτε διανυκτερεύοντα σχεδόν μπαρ και καφενεία, έκλειναν τώρα με τη δύση του ήλιου. Τα κοσμηματοπωλεία και τα οπλοπωλεία προστατεύονταν από τους «απαλλοτριωτές» τους με ατσαλένια στόρια και σύγχρονα συστήματα συναγερμού. Η δημοφιλέστατη στην Ιταλία μυθιστοριογράφος, Ναταλία Γκίνζμπουργκ, μιλούσε για απόγνωση των διανοουμένων, που δε βλέπουν διέξοδο από το «σκοτάδι», που σκέπασε την Ιταλία. Ο πρόεδρος της Ενωσης Ιταλών Συγγραφέων, Αλντο Ντε Γιάκο, παραπονέθηκε μάλιστα για την επίθεση των ηγετικών κύκλων ενάντια στις εκδοτικές επιχειρήσεις, στις εφημερίδες, στα γούστα της κοινωνίας, για τη λατρεία της βίας και την πορνογραφία που διοχετεύουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αλλάζοντας κύματα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, άκουγα πότε τις εκκλήσεις των αριστεριστών να καταστραφεί η Μπολόνια, μια πόλη, όπου οι κομμουνιστές έχουν την πλειοψηφία στο δήμο (ξεχώριζαν, εξάλλου, οι εκπομπές του ραδιοσταθμού «Τσιτά φουτούρα», με διευθυντή τον πλούσιο αριστεριστή Ρέντσο Ροσελίνι) και πότε τα ουρλιαχτά των νεοφασιστών, οι οποίοι μετέδιδαν από ογδόντα ιδιωτικούς ραδιοσταθμούς τραγούδια του είδους «Ο καιρός των νικών» και «Το μαύρο σχέδιο» ή απλούστατα ηχογραφημένους λόγους του σύγχρονου «ντούτσε» Αλμιράντε. Η ομάδα «Ανεμος από το Νότο», για παράδειγμα, τραγουδούσε (αν αυτό μπορεί να ονομαστεί τραγούδι): «Τα άντερα θα σαπίσουν στον ήλιο. Πέθανες, όπως το άξιζες, κουρελής και βρωμιάρης σαν το γουρούνι. Ησουνα κόκκινος, όπως και το βρώμικο αίμα σου που βάφει τώρα τα παπούτσια μου. Κάτω από τον πισινό μου στέκει το σπασμένο σου κεφάλι. Σου είμαι κιόλας ευγνώμων, που με βοήθησες να διασκεδάσω. Αλλά, στην ουσία, δεν ήσουν παρά ο πρώτος».

Τα εγκλήματα φαινόταν να ωριμάζουν αισθητά μέσα σ' αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα. Οταν βρισκόμουνα στη Ρώμη και επέστρεφα από το σπίτι του Ντε Γιάκο, είδα στην οδό Κιάνα να τρέχουν οι αστυνομικοί «πάνθηρες», με αναμμένα, μέρα μεσημέρι, τα φανάρια. Υστερα από δέκα λεπτά το ραδιόφωνο ανακοίνωσε: σε απόκεντρη οδό δολοφονήθηκε ο εισαγγελέας της Ρώμης Ρικάρντο Πάλμα. Ο Πάλμα ξέμπλεκε τα κουβάρια της τρομοκρατίας και κόντευε να ξεγυμνώσει το μαύρο σκελετό της που κρυβόταν κάτω από κόκκινα ρούχα.

Ενώ ορισμένοι έκαναν απαισιόδοξες σκέψεις, άλλοι ήταν, αντίθετα, γεμάτοι φωτεινές ελπίδες. Η Ιταλία, κατά τη γνώμη τους, παρ' όλα αυτά, βρισκόταν κοντά στη λύση των προβλημάτων της. Στην άκρη της σήραγγας φάνηκε, επιτέλους, το φως! Ο Μόρο διεξήγαγε μ' επιτυχία διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας που οι αριστεροί κύκλοι αποκαλούσαν «ιστορικό συμβιβασμό». Είναι, φυσικά, δύσκολο να χαρακτηρίσει κανείς το συμβιβασμό αυτό σαν ιστορικό και συνάμα προσωρινό. Αλλά, έτσι είτε αλλιώς, οι ελπίδες για τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας άγγιζαν εδώ τα όρια της βεβαιότητας.

ΑΥΡΙΟ ΤΟ 16ο ΜΕΡΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ