Τετάρτη 25 Φλεβάρη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 14
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Περί συναίνεσης

Τη συναίνεση των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων ζήτησε επανειλημμένα ο πρωθυπουργός, για ...να βγει η ελληνική οικονομία με τις μικρότερες δυνατές απώλειες από την κρίση.

Δεν είναι η πρώτη φορά που εκπρόσωποι του αστικού κόσμου επικαλούνται την αναγκαιότητα συναίνεσης. Στο παρελθόν, υπουργοί της κυβέρνησης τη ζητούσαν για την προώθηση «των αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία». Να προωθήσουν, δηλαδή, όλες τις μεγάλες ανατροπές στα εργασιακά, στην Κοινωνική Ασφάλιση, στην Παιδεία. Αν ανατρέξουμε και στο πιο πρόσφατο παρελθόν, συναίνεση ζητούσαν και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για την προώθηση των ...μεγάλων εθνικών στόχων, όπως η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Και η ΝΔ τότε, ως αξιωματική αντιπολίτευση, είχε σπεύσει να συνδράμει. Οι μεταξύ τους «καυγάδες» δεν ακουμπούσαν θέματα στρατηγικής. Να θυμηθούμε μόνο το πάγιο αντιπολιτευτικό επιχείρημα και των δύο περί διαφάνειας στην πολιτική διαχείρισης, περί σκανδάλων και διαφθοράς.

Συναίνεση μπορεί να υπάρξει, όπως και υπάρχει, μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών φορέων, με κοινή στρατηγική κοσμοαντίληψη για τις σύγχρονες κοινωνίες. Από την άποψη αυτή, επί μια και πλέον 20ετία, οι σχέσεις μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ διέπονται από κλίμα συναίνεσης. Και τα δύο αυτά κόμματα είναι υπέρ του «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» της χώρας, έχουν αποδεχτεί και υλοποιήσει στην πράξη τις στρατηγικές επιλογές του ευρωπαϊκού και ελληνικού κεφαλαίου, όπως αυτές καθορίζονται από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, είναι, τέλος, οι δύο βασικοί πολιτικοί εκφραστές της πολιτικής υποταγής της χώρας στους επιθετικούς ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και του ευρωπαϊκού στρατού. Υπάρχει, επομένως, αντικειμενική βάση, προκειμένου να εκδηλωθεί συναίνεση στις βασικές τους πολιτικές επιλογές.

Αντίθετα, συναίνεση δεν μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, γιατί οι μεταξύ τους σχέσεις είναι σχέσεις εκμεταλλευτή-εκμεταλλευόμενου, επομένως σχέσεις αντίθετων ταξικά συμφερόντων. Το κοινό τους γνώρισμα δεν είναι η συνεργασία, αλλά η διαπάλη, η ταξική αντιπαράθεση και σύγκρουση. Η αστική τάξη γίνεται κυρίαρχη τάξη από τη στιγμή που έχει υποτάξει πολιτικά και κοινωνικά την εργατική τάξη. Σε συνθήκες καπιταλισμού, η εργατική τάξη, ως τάξη κοινωνικά υποταγμένη και υποδουλωμένη στο κεφάλαιο, θέτει ως πολιτικό της στόχο την κοινωνική της απελευθέρωση, την απαλλαγή της από την εξουσία της τάξης των καπιταλιστών.

Ολα αυτά, γνωστά κατά τ' άλλα, επισημαίνονται για να τονίσουμε στη συνέχεια τα ακόλουθα: Αν σε συνθήκες ομαλής αναπαραγωγής του κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι δυνατή η συναίνεση, η ταξική συνεργασία ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις της κοινωνίας μας, αυτή είναι δέκα, εκατό και χίλιες φορές αδύνατη σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Για τον απλούστατο λόγο ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης η ταξική πάλη οξύνεται στον έπακρο βαθμό. Οξύνονται όχι μόνο οι ανταγωνιστικές σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας, αλλά και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους ξεχωριστούς κεφαλαιοκράτες. Σε συνθήκες κρίσης ο κάθε κεφαλαιοκράτης, από την πλευρά του, επιδιώκει να περισώσει τις επιχειρήσεις του που κινδυνεύουν από χρεοκοπία και παράλληλα να εκμεταλλευτεί τη δεινή θέση των ανταγωνιστών του προκειμένου να τους εκτοπίσει από την αγορά. «Ο θάνατός σου η ζωή μου» ως κοινωνική συμπεριφορά έχει γενική ισχύ στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης ο κοινωνικός αυτός καθορισμός εκδηλώνεται στην πιο πλέρια μορφή του.

Οξυνση εκδηλώνεται και στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Το κάθε ιμπεριαλιστικό κράτος επιδιώκει να προστατέψει τη «δική του» εσωτερική αγορά. Ο ένας εναντίον όλων και όλοι εναντίον όλων. Αν η αρχή αυτή έχει μία φορά ισχύ σε συνθήκες ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου, σε συνθήκες απρόσκοπτης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης αποκτά πολλαπλασιαστική δύναμη. Σε συνθήκες κρίσης, ο κάθε κεφαλαιοκρατικός οργανισμός πετάει την προβιά που φοράει και αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο. Αυτό του λύκου που απειλεί να κατασπαράξει, να ξεσχίσει τους ανταγωνιστές του. Πρώτα και κύρια τους εργάτες. Σε περιόδους κρίσης, οι κεφαλαιοκράτες μετατρέπονται σε βαμπίρ και ζητάνε «εργατικό αίμα». Η ίδια η καπιταλιστική κρίση είναι βαμμένη με το αίμα των εκατομμυρίων απολυμένων και εξαθλιωμένων εργατών. Εργάτες που έχουν ξεβράσει τα γιγάντια παλιρροϊκά κύματα που προκλήθηκαν από τη βίαιη συστολή των αγορών.

Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις

Αυτό που φαίνεται καθαρά από τη στάση των ιμπεριαλιστικών κρατών απέναντι στην κρίση, και δείχνει την ένταση των αντιθέσεών τους, είναι η από την πλευρά τους αδυναμία να χαράξουν κοινή στάση για την αντιμετώπισή της. Αυτό δεν εμφανίζεται μόνο στις σχέσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η αδυναμία συντονισμού των πολιτικών εκδηλώνεται και στις ίδιες τις χώρες της ΕΕ. Οι σύνοδοι G7 και G20 που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα, στα συμπεράσματά τους περιορίζονται σε ευχολόγια. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κάθε χώρα εξαγγέλλει και προωθεί δικά της μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των τραπεζών, ή προχωρεί στη λήψη δημοσιονομικών μέτρων για να στηρίξει την κατανάλωση. Μια προσπάθεια που έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για δημιουργία κοινού ταμείου ύψους 200 δισ. ευρώ (προτάσεις Μπαρόζο), με στόχο τη στήριξη της «πραγματικής οικονομίας», των επιχειρήσεων δηλαδή, έμεινε στα χαρτιά, έπειτα από τις αντιδράσεις της Γερμανίας που διαφώνησε στην κατανομή των χρηματοδοτήσεων. Την ίδια τύχη είχε και η πρόταση Σαρκοζί για την κοινή έκδοση ομολογιακών δανείων με την εγγύηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, από τις χώρες (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα) που αντιμετωπίζουν σήμερα προβλήματα για τη χρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Τον Σαρκοζί βέβαια δεν τον έπιασε ο πόνος για τα δημοσιονομικά προβλήματα των άλλων χωρών. Απλώς, στους ευρωπαϊκούς κύκλους υπάρχει έντονη ανησυχία για την πορεία της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος, καθώς η οικονομική κρίση προκαλεί υποχώρηση της ανάπτυξης, ανεπιθύμητα δημοσιονομικά ελλείμματα, άνοδο των επιτοκίων. Και δεν είναι μόνο ότι δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Η αστική τάξη κάθε χώρας προσπαθεί να σώσει το τομάρι της, στρεφόμενη εναντίον των άλλων. Ετσι, είδαμε τον Σαρκοζί και πάλι, να επιχειρεί να κεντρίσει το φιλότιμο των Γάλλων επιχειρηματιών, προτρέποντάς τους (με αντάλλαγμα τη χορήγηση κρατικής βοήθειας ύψους 7,5 δισ. ευρώ στην αυτοκινητοβιομηχανία) να επενδύσουν στη χώρα τους και να μην εξάγουν τα κεφάλαιά τους σε τρίτες χώρες, όπως η Τσεχία... Από την πλευρά του ο Ομπάμα ζήτησε από τους Αμερικανούς καταναλωτές να αγοράζουν αμερικανικά εμπορεύματα, και από τις αμερικανικές επιχειρήσεις να χρησιμοποιούν μόνο αμερικανικό χάλυβα, προκαλώντας τη μήνι της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία απείλησε με αντίποινα. Ολα αυτά ο αστικός Τύπος τα εμφανίζει σαν κινήσεις επαναφοράς του προστατευτισμού, σε βάρος του ελεύθερου εμπορίου. Πίσω βέβαια από φράσεις «επαναφορά στον προστατευτισμό» υποκρύπτεται η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση της κρίσης κάθε καπιταλιστικής οικονομίας. Ετσι εξηγείται και το γιατί οι μεγάλες χώρες της ΕΕ αδυνατούν να συντονίσουν τις πολιτικές τους για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης. Και ο λόγος είναι ότι ο καθένας προσπαθεί να σβήσει τη φωτιά στο σπίτι του, αδιαφορώντας - ή και χαμογελώντας χαιρέκακα όταν πλήττονται οι άλλοι - για το τι συμβαίνει έξω από την αυλή του. Στις σημερινές συνθήκες ο ενιαίος οικονομικός χώρος, η ίδια η δυνατότητα συνεργασίας των κεφαλαιοκρατών, δοκιμάζονται σοβαρά. Αυτό που αναδύεται από τα βάθη της κρίσης είναι ο αστικός εθνικισμός, ο οποίος βέβαια ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται.

Η εργατική τάξη

Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, οι εργαζόμενοι βρίσκονται στην πιο δεινή θέση. Συνέπειες, βέβαια, έχουν όλες οι κοινωνικές τάξεις. Οικονομική κρίση σημαίνει καταστροφή κεφαλαίου, η οποία παίρνει τη μορφή της χρεοκοπίας επιχειρήσεων, της καταστροφής μεμονωμένων καπιταλιστών, του σταματήματος της παραγωγικής διαδικασίας, της φθοράς πρώτων υλών που μένουν αχρησιμοποίητες στις αποθήκες και παραγμένων εμπορευμάτων, όπως και αδιάθετου για επενδύσεις κεφαλαίου. Η μοίρα όμως των εργατών είναι η χειρότερη όλων. Και αυτό για δύο λόγους: Κατά πρώτο οι εργάτες είναι αυτοί που πληρώνουν το βαρύ τίμημα των κλειστών επιχειρήσεων. Μένουν άνεργοι. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μόνο μέσα στο 2009 επιπλέον 3,5 εκατομμύρια εργάτες στις χώρες - μέλη θα χάσουν τη δουλειά τους. Κατά δεύτερο, η αστική τάξη, έχοντας επίγνωση της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι, εντείνει την επίθεσή της. Ο,τι δηλαδή γίνεται και σήμερα. Ετσι, είδαμε τους υπουργούς Οικονομίας στο πρόσφατο ΕΚΟΦΙΝ να υιοθετούν θέσεις για προσωρινή εργασία και μερική ανεργία, βλέπουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση, τη στιγμή που παίρνει τα χρήματα από τις τσέπες των εργαζομένων, προκειμένου να στηρίξει τις τράπεζες και άλλους μονοπωλιακούς ομίλους, να προτάσσει την ένταση της προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Τόσο στην αξιολόγηση του Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας, όσο και σε αυτή του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, οι άνθρωποι ήταν πολύ συγκεκριμένοι. Απαιτούσαν την πλήρη «απελευθέρωση» των αγορών (όρα εργασιακές σχέσεις), νέες ανατροπές στο Ασφαλιστικό και στον κλάδο Υγείας, πρόσθετα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα, με πρόσχημα τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

Συναίνεση μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης σε οποιεσδήποτε συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη για την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης. Με σύνθημα την κρίση να την πληρώσουν αυτοί που την προκάλεσαν, να αντεπιτεθούν, να πολιτικοποιήσουν τους αγώνες τους, να δυναμιτίσουν το σημερινό πολιτικό σκηνικό, να ανοίξουν παράθυρο στην ελπίδα...


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ