Στα 70 χρόνια από το τσάκισμα του φασισμού στο Στάλινγκραντ ήταν αφιερωμένη η εκδήλωση της Επιτροπής Φεστιβάλ που έγινε την Κυριακή
Αναδείχτηκε το ζήτημα του δίκαιου και άδικου πολέμου. Από τη μια ο Γερμανός φαντάρος που, όπως περιέγραψαν οι στίχοι του Μπρεχτ στο ποίημά του «στους Γερμανούς φαντάρους στην ανατολή», «έβαλε του ληστή τη φορεσιά», «του εμπρηστή την πουκαμίσα», «απλά γιατί ήταν ένας δούλος και διατάχτηκε», «και έκανε εισβολή». Απέναντί τους στάθηκαν οι Σοβιετικοί υπερασπιστές του Στάλινγκραντ, εργάτες και εργάτριες, μητέρες που έχασαν παιδιά και ρίχτηκαν οι ίδιες στη μάχη, για να υπερασπιστούν τη δική τους εξουσία, τη σοσιαλιστική πατρίδα που οικοδομούσαν. Οπλισμένοι με όσα περιελάμβανε ο όρκος του μαχητή του Κόκκινου Στρατού που διαβάστηκε σε μία ξεχωριστή στιγμή της εκδήλωσης, με ξεκάθαρο το πώς, γιατί πολεμά, «...αφοσιωμένος στο Λαό μου, στη Σοβιετική μου πατρίδα και στην Εργατοαγροτική κυβέρνηση».
Φωτίστηκαν ζητήματα όπως ο διεθνής αντίκτυπος της μάχης αυτής, η ελπίδα και ώθηση που έδωσε στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στα οποία πρωτοστατούσαν Κομμουνιστικά Κόμματα. Αλλά και η καιροσκοπική στάση των ΗΠΑ και της Αγγλίας που προσέβλεπαν στο να τελειώνουν με το σοσιαλισμό και έδωσαν τη δυνατότητα στον Χίτλερ να συγκεντρώσει στο ανατολικό μέτωπο τεράστιο αριθμό δυνάμεων. Διαβάστηκαν μαρτυρίες και ιστορικά στοιχεία, που εναλλάσσονταν με αποσπάσματα από τα όσα είχε γράψει τότε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ιλία Ερενμπουργκ. Ενα «χρονικό της αντρειοσύνης» του σοβιετικού λαού.
Η βραδιά έκλεισε με μουσική του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, του Σοβιετικού συνθέτη ο οποίος εμπνεύστηκε και από τις μεγάλες μάχες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου. Δύο νέοι πιανίστες, η Ηρώ Στεργίου και ο Δημήτρης Ανδρονιάδης απέδωσαν τα δύο πρώτα μέρη από το δεύτερο κοντσέρτο για πιάνο του μεγάλου συνθέτη. Δίνοντας και ένα δείγμα της δουλειάς των καλλιτεχνικών ομάδων της ΚΝΕ που περιλαμβάνουν και μουσική δωματίου και δίνουν μοναδική ευκαιρία επαφής και με αυτό το είδος της τέχνης.