Ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του σημειώνει: «Τώρα που έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τον Μάιο του 1948 που εκδόθηκε το μυθιστόρημα «Οι γυμνοί και οι νεκροί», νομίζω ότι ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να μιλήσω για αυτόν ως ένα μπεστ σέλερ που υπήρξε έργο ενός ερασιτέχνη». Και αφού ο ίδιος μιλάει για τη δύναμη, την ορμή, το θράσος της άγνοιας που οπλίζει το χέρι ενός νέου και άπειρου συγγραφέα. Και συνεχίζει «Μετά από όλα αυτά, ίσως ρωτήσει κανείς τον τεχνίτη που καταγράφει αυτές τις λέξεις ποια προτερήματα θ' απέδιδε στη δουλιά αυτή που την έκανε ως ερασιτέχνης. Η απάντηση είναι ότι είχε την καλή τύχη να έχει επηρεαστεί βαθιά από τον Τολστόι στους δεκαπέντε μήνες που έγραφε αυτό το έργο, την περίοδο 1946 και 1947- τα περισσότερα πρωινά διάβαζε αποσπάσματα από την Αννα Καρένινα, πριν ξεκινήσει τη δουλιά του. Ετσι, οι σελίδες του αντανακλούν, μέσω τις περιορισμένης αντίληψης ενός εικοσιτετράχρονου, τα όσα διδάχτηκε από τον Τολστόι για τη συμπόνια. Γιατί αυτή η μεγαλοφυία του ηλικιωμένου -ο Τολστόι μας διδάσκει ότι η συμπόνια είναι πολύτιμη και εμπλουτίζει τη ζωή μας όταν είναι έντονη, κάτι το οποίο διαπιστώνουμε, όταν μπορούμε να διακρίνουμε τα καλά και κακά ενός χαρακτήρα, αλλά παρ' όλα αυτά είμαστε σε θέση να νιώσουμε ότι γενικά ως ανθρώπινα όντα είμαστε κάπως περισσότερο καλοί παρά κακοί. Αυτό το σπουδαίο στοιχείο του Τολστόι, η γνώση ότι η συμπόνια είναι άχρηστη χωρίς αυστηρότητα (γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να αμυνθεί στο συναισθηματισμό), έδωσε στους "Γυμνούς και νεκρούς" την όποια διαχρονική αξία...».
Αυτά λέει ο Μέιλερ για το έργο του, εμείς που αυτή τη στιγμή που γράφουμε αυτές τις γραμμές κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα από την ανάγνωση του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος, μπορούμε ανεπιφύλακτα να συστήσουμε στους άγνωστες μας να κάνουν και εκείνοι το ίδιο και να το διαβάσουν