Υπάρχουν δυο - τρεις περίοδοι να επισκεφτεί κανείς το νησί. Την κλασική καλοκαιρινή, οπότε και για να χαρεί τις πιο φημισμένες - και δικαίως - παραλίες του νησιού, θα πρέπει να ανεχτεί τα απλωμένα πόδια του άλλου δίπλα στο κεφάλι του. Ή άνοιξη και φθινόπωρο, οπότε και οι επισκέπτες είναι πολύ λιγότεροι. Το νησί χαρακτηρίζεται και ως η Μύκονος του βορρά και πράγματι το καλοκαίρι με σχεδόν 80.000 επισκέπτες ημερησίως γίνεται η δεύτερη πληθυσμιακά μεγαλύτερη πόλη του νομού Μαγνησίας, μετά το Βόλο. Δίνεται η εντύπωση ότι ο τόπος δεν μπορεί να αντέξει τόσο κόσμο, καθώς δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές και η ποιότητα θυσιάζεται στο βωμό του εύκολου κέρδους. Π.χ. το νερό που πριν μια δεκαετία ήταν σχεδόν πόσιμο, πλέον είναι υφάλμυρο και οι ντόπιοι σημειώνουν ότι αν συνεχιστεί η υπερκατανάλωση, η πτώση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και η είσοδος θαλάσσιου νερού, το νερό του δημόσιου δικτύου δε θα κάνει πια ούτε σαπουνάδα. Χώρια τις συνέπειες για τις καλλιέργειες.
Κατά τ' άλλα, στη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού υπάρχουν πολύ όμορφες παραλίες, το καλύτερο οδικό δίκτυο και η πιο συχνή συγκοινωνία ΚΤΕΛ. Αυτό σημαίνει ότι εκεί οδεύουν οι περισσότεροι επισκέπτες. Αρα τους καλοκαιρινούς μήνες αμμουδιές όπως τα Τζανέρια, η Καναπίτσα, ο Βρομόλιμνος, ο Τρούλος, και φυσικά το καμάρι του νησιού, οι Κουκουναριές είναι πήχτρα στην πλαστική καρεκλίτσα, την ομπρέλα και τα μπαρ. Για να μην αναφέρουμε ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις και ενοικιαζόμενα δωμάτια που έχουν κτιστεί δίπλα στο κύμα και λίγο ακόμα και θα περιφράξουν τις παραλίες κάνοντάς τες με το ζόρι ιδιωτικές. Είναι κρίμα, γιατί με αυτές τις συνθήκες, αυτήν την περίοδο δεν μπορεί ο επισκέπτης να χαρεί το τοπίο, το συνδυασμό της θάλασσας και της άμμου με το πλούσιο πράσινο.
Στην ανατολική πλευρά σχετικά καλοί χωματόδρομοι οδηγούν σε παραλίες όπως η Αγία Ελένη, η Μπανάνα, η Ελιά, το Μικρό και το Μεγάλο Ασέληνο και το λιμανάκι του Ξέρξη, που μέχρι στιγμής μαζεύουν λιγότερο κόσμο. Τα μέρη είναι όμορφα και βλέπουν στην εξωτερική πλευρά του βραχίονα του Πηλίου. Στα βορειοανατολικά ανεκτό οδικό δίκτυο (ασφαλτοστρωμένο, τσιμεντοστρωμένο και σε μερικά διαστήματα χώμα) οδηγούν σε άλλες καλές παραλίες όπως το Μικρό και Μεγάλο Ξάνεμο, ο Μέγας Γιαλός και η Νικοτσάρα. Μαζεύουν το λιγότερο κόσμο, λόγω δυσκολίας πρόσβασης, γι' αυτό και ενδείκνυνται τους θερινούς μήνες.
Τα καραβάκια συνεχίζουν προς τα δυτικά και για το Κάστρο, την παλιά πρωτεύουσα του νησιού που εγκαταλείφθηκε το 1829, απόμερο τρομερό μέρος, κάθετος βράχος στη θάλασσα, που χρησιμοποιήθηκε για αιώνες ως καταφύγιο ενάντια στις επιδρομές κατακτητών και κουρσάρων. Αν φυσά, ειδικά βοριάς, τα καραβάκια στρέφονται προς τα νότια και μεταφέρουν τους επιβάτες για εκδρομή και μπάνια σε κάποια από τα νησάκια που αγκαλιάζουν τον κόλπο της πρωτεύουσας της Σκιάθου, νησάκια όπως ο Μεγάλος και ο Μικρός Τσουγκριάς, η Αρκος κλπ.
Το κόσμημα της χώρας είναι η μικρή χερσόνησος στην είσοδο του λιμανιού, το Μπούρτζι της Σκιάθου, όπου και ένα παλιό βενετσιάνικο κάστρο. Χτίστηκε στις αρχές του 13ου αιώνα και καταστράφηκε από τον Φραγκίσκο Μοροζίνι το 1660. Σήμερα λειτουργεί εκεί ωραίο δημοτικό αναψυκτήριο, χώρος εκθέσεων και συναυλιών.
Μέσα στην πόλη βρίσκεται το σπίτι του Παπαδιαμάντη. Λιτό, παραδοσιακό, ανθρώπινο, έχει μετατραπεί σε μουσείο, όπου εκτίθενται χειρόγραφα του μεγάλου δημιουργού, παλιές εκδόσεις έργων του, αντικείμενα της οικογένειας.
Ο Ταρσανάς και το Καρνάγιο που υπάρχουν κοντά στην πόλη, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και με την κατάλληλη εργασία πάνω στην υφιστάμενη υποδομή, να γίνουν μουσειακός χώρος ναυπηγοεπισκευαστικής τέχνης. Αλλωστε, δεν υπάρχουν και πολλά τέτοια μουσεία στη χώρα. Ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα.