ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 22 Ιούνη 1997
Σελ. /49
ΚΕΝΗ

21. "Η πολιτική είναι σχέση ανάμεσα στις τάξεις..." (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 43, σελ. 72).

22. "Πολιτική είναι η συμμετοχή στις υποθέσεις του κράτους, η κατεύθυνση του κράτους, ο καθορισμός των μορφών, των καθηκόντων, του περιεχομένου της δραστηριότητας του κράτους" (ο.π., τ. 33, σελ. 340).

23. "H πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας... Η πολιτική δεν μπορεί να μην έχει τα πρωτεία απέναντι στην οικονομία... Χωρίς τη σωστή πολιτική αντιμετώπιση του ζητήματος, η δοσμένη τάξη δε θα διατηρήσει την κυριαρχία της, και συνεπώς, δε θα μπορέσει να λύσει και το παραγωγικό καθήκον της". (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 42, σελ. 278 - 279).

24. Πιο αντικειμενικοί αστοί αναλυτές θεωρούν πως: "Ο κόσμος παραμένει εκρηκτικά διαιρεμένος, το τέλος του ψυχρού πολέμου και η ήττα του κομμουνισμού από τη δημοκρατία της ελεύθερης αγοράς δε σήμαναν το τέλος των ιδεολογιών, ενώ η νέα Οργάνωση Διεθνούς Εμπορίου, μάλλον δε θα εξελιχθεί σε νέα παγκόσμια οντότητα. Τα έθνη - κράτη δεν απεμπολούν το δικαίωμα της λήψης αποφάσεων στον πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, αλλά ούτε στην περίπτωση των διεθνών εμπορικών κανόνων, εάν αυτοί δεν τα συμφέρουν.

Το έθνος - κράτος αντέχει. Αντέχει, εν μέρει επειδή είναι νέο, λίγο πιο μεγάλο από 200 χρόνων, κυρίως, όμως επειδή είναι κάτοχος της μαγικής συνταγής, της μόνης ικανής να διασφαλίσει τη συνεκτικότητα μιας πολιτικής δομής" ("The Economist" - "Η Καθημερινή" 6 - 7/1/1996).

25. "Σε μια κοινωνία που βασίζεται στο χωρισμό σε τάξεις, η πάλη ανάμεσα στις εχθρικές τάξεις αναπόφευκτα, σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής της, γίνεται πολιτική πάλη. Η πιο ολοκληρωμένη, πλήρης και διαμορφωμένη έκφραση της πολιτικής πάλης των τάξεων είναι η πάλη των κομμάτων" (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 12, σελ. 137).

26. "Ο οπορτουνισμός - αν τον κρίνουμε σε πανευρωπαϊκή κλίμακα - ήταν πριν από τον πόλεμο σαν να λέμε σε εφηβική ηλικία. Με τον πόλεμο ανδρώθηκε οριστικά και δεν μπορείς να τον ξανακάνεις "αθώο" και έφηβο. Ωρίμασε ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς άνδρες, δημοσιογράφους, υπαλλήλους του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, στρώμα που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη και που ήξερε να το εκτιμήσει όσο το δυνατό καλύτερα και να το "προσαρμόσει" στον εαυτό της αυτή η αστική τάξη" (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 26, σελ. 259).

"Το γεγονός είναι ότι "αστικά εργατικά κόμματα", σαν πολιτικό φαινόμενο, έχουν πια δημιουργηθεί σ' όλες τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, ότι χωρίς αποφασιστικό, ανελέητο αγώνα σ' όλη τη γραμμή ενάντια σ' αυτά τα κόμματα - ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ομάδες, ρεύματα κτλ. - δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος ούτε για αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, ούτε για μαρξισμό, ούτε για σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα" (στο ίδιο τ. 30, σελ. 177). 27. "Για να μπούμε στο νόημα της πάλης των κομμάτων δεν πρέπει να πιστεύουμε τα λόγια, μα να μελετούμε την πραγματική ιστορία των κομμάτων, να εξετάζουμε όχι τόσο εκείνα που τα κόμματα λένε για τον εαυτό τους, αλλά εκείνο που κάνουν, να εξετάζουμε πώς ενεργούν κατά τη λύση των διαφόρων πολιτικών ζητημάτων που θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα των διαφόρων τάξεων της κοινωνίας" (στο ίδιο, τ. 21, σελ. 287).

"Τα πολιτικά κόμματα δεν επιτρέπεται να τα κρίνουμε από τους τίτλους τους, τις διακηρύξεις και τα προγράμματά τους, αλλά από τα έργα τους" (στο ίδιο, τ. 20, σελ. 380)

"Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει τα άλλα κόμματα όχι μόνο με βάση τις διακηρύξεις, το πρόγραμμα και τους στόχους τους, αλλά και από το πώς υπερασπίζονται τα ζωτικά συμφέροντα των εργαζομένων και στηρίζουν τους αγώνες τους" (Πρόγραμμα του ΚΚΕ, σελ. 29).

28. "Η ακομματικότητα είναι απάθεια απέναντι στην πάλη των κομμάτων. Η απάθεια όμως αυτή δεν ισοδυναμεί με ουδετερότητα, με αποχή από την πάλη, γιατί στην ταξική πάλη δεν μπορεί να υπάρχουν ουδέτεροι. Στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία δεν μπορεί "να απέχει" κανείς από τη συμμετοχή στην ανταλλαγή των προϊόντων ή της εργατικής δύναμης. Και η ανταλλαγή γεννάει αναπόφευκτα την οικονομική πάλη και σε συνέχεια την πολιτική πάλη. Γι' αυτό στην πραγματικότητα, η απάθεια απέναντι στην πάλη δεν είναι καθόλου απομάκρυνση από την πάλη, αποχή από αυτήν ή ουδετερότητα. Η απάθεια είναι σιωπηρή υποστήριξη εκείνου που είναι ισχυρός, εκείνου που κυριαρχεί... Η ακομματικότητα είναι ιδέα αστική. Η κομματικότητα είναι ιδέα σοσιαλιστική. Αυτή η θέση ισχύει γενικά για όλη την αστική κοινωνία. Φυσικά πρέπει να ξέρει κανείς να εφαρμόζει αυτή τη γενική αλήθεια στα ξεχωριστά επιμέρους ζητήματα και στις επιμέρους περιπτώσεις" (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 12, σελ. 137 - 138).

29. Από τον αστικό Τύπο: α) "Το βράδυ της περασμένης Δευτέρας, ο Μάριο Σένι, ο "πατέρας" του δημοψηφίσματος που διέλυσε το πάλαι ποτέ ελκυστικό "ιταλικό μοντέλο", πανηγύρισε την επιτυχία του με τα εξής λόγια: "Η νίκη του Ναι θέτει τέρμα στην ανίσχυρη δημοκρατία, στην ανολοκλήρωτη δημοκρατία. Αρχίζει η δημοκρατία της εναλλαγής, η δημοκρατία στην οποία τα κόμματα θα μετρούν λιγότερο και οι πολίτες πολύ περισσότερο...

Τα μηνύματα από ολόκληρη την Ευρώπη είναι σαφή, αποκωδικοποιούνται εύκολα. Αποτελέσματα εκλογών και δημοσκοπήσεις επί δημοσκοπήσεων οδηγούν στο ίδιο μονότονο συμπέρασμα. Η πολιτική που ξέραμε, οι πολιτικοί που γνωρίζαμε, το ίδιο το κομματικό φαινόμενο, προκαλούν αυξάνουσα αποστροφή, δυσπιστία, απόρριψη. Απωθούν, αγανακτούν, αποδοκιμάζονται... Σήμανε άραγε το τέλος των κομμάτων;" ("Το τέλος των κομμάτων", Ι. Κ. Πρετεντέρη - "Το Βήμα" 25/4//93).

β) "Τα κόμματα οικοδομήθηκαν για να ανταποκριθούν στις συνθήκες των μεγάλων διπολικών αντιπαραθέσεων, που ίσχυαν μέχρι και πρόσφατα. Σαν συνέπεια ανέπτυξαν ανάλογους μηχανισμούς, κατάλληλους για τη διεκδίκηση και διαχείριση της εξουσίας. Οταν στο τέλος της δεκαετίας του '80 συντελέστηκε η ριζική αλλαγή του πολιτικού τοπίου, οι μηχανισμοί αυτοί βρέθηκαν παγιοποιημένοι και με περιορισμένη προσαρμοστικότητα, με αποτέλεσμα την παρατηρούμενη σήμερα δυσκαμψία των κομμάτων...

Τα χαρακτηριστικά της νέας πορείας και πρακτικής που πρέπει ν' ακολουθήσουν έχουν αρχίσει να διαφαίνονται. Τα κόμματα πρέπει να καταφέρουν να λειτουργήσουν χωρίς τη βοήθεια της ιδεολογίας που μέχρι πρόσφατα αποτελούσε σημείο αναφοράς και στοιχείο συνοχής. Ασφαλώς, κάθε κόμμα θα διατηρήσει ένα αδρό περίγραμμα ιδεολογικής ταυτότητας που θα αποτελεί και ένα πρώτο επίπεδο διαφοροποίησής του από τα άλλα.

Το βασικό όμως χαρακτηριστικό που θα προσδίδει σ' ένα κόμμα τον πολιτικό δυναμισμό του και θα καθορίζει τελικά τις πιθανότητές του να κερδίσει τη λαϊκή εντολή, θα είναι η ικανότητά του να οδηγεί το λαό με αξιοπιστία και ρεαλισμό". (Σωτήρης Χατζηγάκης - "Ελευθεροτυπία" 20/2//94 - "Αναπόφευκτη η ρήξη με το παρελθόν").

γ) "Η εποχή των ιδεολογιών και των μεγάλων κοινωνικών κινημάτων δεν υπάρχει πια. Η κυριαρχία του ανταγωνισμού για την οικονομική επιτυχία και την ατομική καταξίωση αποτελεί παντού πλέον το καθεστώς των ημερών...

Η παραδοσιακή αντίληψη της εκβιομηχάνισης έχει ξεπεραστεί από τη δεδομένη πια κυριαρχία των νέων τεχνολογιών. Η βιομηχανική κοινωνία παραχωρεί τη θέση της στη μετα - βιομηχανική κοινωνία της γνώσης και της πληροφορίας. Κύριος μοχλός ανάπτυξης λοιπόν και κατάκτησης του μέλλοντος, μέσα από ένα άλλο επίπεδο κοινωνικής ζωής, είναι η επένδυση στη γνώση. Βάση αυτής της πορείας είναι η αναδιάταξη της παιδείας".

Γράφει επίσης για κλείσιμο παλιών βιομηχανιών, ανεργία σε μεγάλα ύψη, συνεχής μετεκπαίδευση, κατάργηση κρατικών μονοπωλίων, ανατροπή του αυθαίρετου δικαιώματος κράτους για επιβολή φόρων για την κάλυψη των δημοσίων ελλειμμάτων, φόροι σε άμεση σύνδεση με παροχές και υπηρεσίες.

"Μέσα στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων είναι αυτονόητο πως και οι επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα θα είναι καταλυτικές. Σε μια κοινωνία εξατομικευμένης πορείας και μοναχικών επιλογών με αλλιώτικους κώδικες επικοινωνίας και με εντελώς σε άλλη βάση διαρθρωμένες σχέσεις εργασίας, τι ρόλο θα μπορεί να παίξει η κομματική οργάνωση, ο παραδοσιακός παραταξιακός συνδικαλισμός, οι ταξικές - κοινωνικές αντιλήψεις και η δήθεν συλλογική δράση; Σχεδόν καμιά απολύτως. Οι επιπτώσεις λοιπόν στο πολιτικό σύστημα θα είναι καταλυτικές. Και βέβαια οι ανατροπές δε θα περιοριστούν μόνο στον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων ή και στο κομματικό σύστημα στο σύνολό του. Από τα πράγματα θα υπάρξουν επιδράσεις στον τρόπο λειτουργίας της δημοκρατίας συνολικά...

Τα χαρακτηριστικά της μετα - μοντέρνας, μετα - βιομηχανικής κοινωνίας που ζούμε είναι οι συνεχείς μεταλλαγές, η κυριαρχία των συμβόλων της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, ο πλουραλισμός των πολιτιστικών ρευμάτων και των στιλ ζωής και η κατάρρευση κάθε δυνατότητας "κεντρικής καθοδήγησης". Ζούμε στη φαντασία, στον κόσμο μιας υπερ - ρεαλιστικής πραγματικότητας που κινείται πάνω ακριβώς στα όρια ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την απόλυτη πραγματικότητα...

Η εισβολή του καινούριου συγκλονίζει τους θεσμούς και θέτει σε ουσιαστική δοκιμασία την πολιτική ζωή. Η ίδια η δημοκρατία περνάει σοβαρότητα κρίση. Η αποδιοργάνωση των παραδοσιακών διαρθρώσεων της οικονομίας και της κοινωνίας και η ραγδαία εισβολή των νέων καταναλωτικών προτύπων και στιλ ζωής, μαζί και με το ζωτικό ρόλο των νέων τεχνολογιών, θα υποχρεώσει τα κόμματα να αναθεωρήσουν βασικές τους αντιλήψεις και πρακτικές. Η πολιτική του δυναμισμού και της αισιοδοξίας με έμφαση στη διεύρυνση των δυνατοτήτων για επιτυχία και νέες αναζητήσεις, θα αντικαταστήσει τις σημερινές προτεραιότητες των κομμάτων για πολιτικές που προτάσσουν την παρεμβατική προστασία, την αναδιανομή του εισοδήματος κι έναν δήθεν κοινωνικά ευαίσθητο οπισθοδρομικό λαϊκισμό". (Ανδρέας Ανδριανόπουλος - "Ελευθεροτυπία", 20/3//94 - "Η πολιτική δεν επικοινωνεί με την κοινωνία").

δ) Υπάρχουν και πιο ειλικρινείς αστοί αναλυτές για το χαρακτήρα της "κρίσης" των αστικών κομμάτων:

"Με αυτές τις διαπιστώσεις έρχεται κανείς στη μεγάλη κοινωνική σημασία των κομμάτων στο πολιτικό σύστημα. Η σημασία αυτή εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα κόμματα είναι από τους λίγους θεσμούς που συνδέουν και φέρνουν σε επαφή τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας μας με την κορυφή της. Ακριβώς επειδή τα κόμματα δεν επιτελούν πλέον με επιτυχία το έργο αυτό, η μορφή της πολιτικής μεταβάλλεται δραστικά.

Η σημερινή πολιτική κατάσταση χαρακτηρίζεται από έλλειψη τέτοιας συνύπαρξης και συνεννόησης. Είναι ίσως ενδεικτικό ότι το σύνολο του πολιτικού κόσμου στη Γαλλία είχε ως βασικό όραμα την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ο πληθυσμός όμως ενέκρινε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ με οριακή μόνο πλειοψηφία. Και είναι επίσης ενδεικτικό ότι η οικονομική πολιτική στηρίζεται κυρίως στην ελεύθερη αγορά και τη μείωση του κράτους, όποιες και αν είναι οι συνέπειες αυτών των προτεραιοτήτων στα ημερομίσθια και τις θέσεις εργασίας, ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των εργαζομένων πολιτών συμμερίζεται τις απόψεις αυτές...

Στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (ΗΠΑ) δεν υπάρχει πλέον οργανωτικός, θεσμικός δεσμός μεταξύ βάσης και κορυφής - και όλα τα σημαντικά στελέχη προέρχονται από τη μέση ή ανώτερη κοινωνική τάξη. Ο κ. Γκίνγκριτς και οι φίλοι του πληροφορούνται πόσο αποξενωμένη από τους πολιτικούς αισθάνεται η κοινωνική πλειοψηφία μόνο μέσω των δημοσκοπήσεων και των συμβούλων δημοσίων σχέσεων. Και αυτό το αμερικανικό πρόβλημα εξελίσσεται ήδη σε διεθνές φαινόμενο". (Γιατί τα κόμματα... δεν είναι πια αυτά που ήταν, William Praff, "International Herald Tribune" - "Η Καθημερινή" - 17/1//95).

30. "Μπήκαμε ήδη σε μια εποχή που τα κόμματα παίζουν όλο και μικρότερο ρόλο και οι πολίτες όλο και μεγαλύτερο ρόλο..." (Λάζαρης, "Ελευθεροτυπία" 16/1//94).

31. Ο ΣΥΝ θεωρεί πως το "αναχρονιστικό, συγκεντρωτικό και αυταρχικό πολιτικό σύστημα οδηγεί σε εκφυλισμό την αντιπροσωπευτική δημοκρατία... Η πολιτική εξουσία συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια, αυτονομείται, απομονώνεται από την κοινωνία και τους ελέγχους... Η υπερσυγκεντρωμένη πολιτική εξουσία συναντάται με την υπερσυγκεντρωμένη σε λίγους επιχειρηματικούς ομίλους οικονομική ισχύ και δημιουργεί ένα πλέγμα συμφερόντων πάνω από την κοινωνία" (2ο τακτικό συνέδριο του ΣΥΝ). Χαρακτηριστική σ' αυτό το απόσπασμα είναι η πλήρης αποσύνδεση πολιτικής και οικονομίας. Η κατακλείδα είναι: "Η συνολική αναδιοργάνωση του συστήματος διακυβέρνησης γίνεται κεντρικό πολιτικό ζήτημα, από την αντιμετώπισή του θα πάρει τα χαρακτηριστικά της η νέα εποχή", ενώ οι "βαθιές" αλλαγές που προτείνονται είναι: Αποκέντρωση, η Βουλή να γίνει κέντρο των αποφάσεων, απλή αναλογική, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, απαλλαγή της δικαιοσύνης από τον κυβερνητικό και κομματικό έλεγχο, θεσμικό πλαίσιο για τα ΜΜΕ, αντίβαρα στην παντοδυναμία της κυβερνητικής πλειοψηφίας, αναθεώρηση Συντάγματος, ενίσχυση του ρόλου των κοινωνικών κινημάτων με συμμετοχή στα κέντρα των αποφάσεων, προστασία μειονοτήτων.

32. "Είμαστε προοδευτικό κίνημα γιατί πάνω απ' όλα αρνούμαστε να σκύψουμε το κεφάλι στις δυνάμεις που απαιτούν να επιβάλουν στο λαό και το έθνος τη μοιρολατρία, την υποταγή, την υποδούλωση".

Ξέρουμε ότι στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση επικρατούν ακόμη τα συντηρητικά συμφέροντα. Η πολιτική τους οδήγησε την ευρωπαϊκή οικονομία στα είκοσι εκατομμύρια ανέργους, στα πενήντα εκατομμύρια πολίτες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, σε μια από τις πλουσιότερες περιοχές του κόσμου.

"... αναφερόμαστε σε μια νέα πολυσυλλεκτικότητα που στηρίζεται σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις της εργασίας, του πολιτισμού, της επιστήμης, σε όλες τις κοινωνικές δυνάμεις του εκσυγχρονισμού, σε όλους όσους συμμετέχουν στην ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού της χώρας" (Ομιλία Σκανδαλίδη στο 4ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ).

"Η αντιμετώπιση των προβλημάτων μας χρειάζεται μια νέα αντίληψη για το τι είναι και τι δεν είναι αριστερή πολιτική. Αριστερή πολιτική δεν είναι να δίνεις μάχη οπισθοφυλακών για να υπερασπίσεις "κεκτημένα" μιας εποχής που ανεπιστρεπτί παρήλθε. Αριστερή πολιτική είναι να μάχεσαι για να διευκολύνει την προσαρμογή της οικονομίας μας στην παγκόσμια οικονομία, ώστε να κάνεις την οικονομία της χώρας ικανή να επιβιώσει και να ανθίσει στο νέο πεδίο μιας διεθνούς αγοράς χωρίς σύνορα. Αριστερή πολιτική είναι να επιδιώκεις ταυτόχρονα να υποτάσσεις τις δυνάμεις της αγοράς σε νέες μορφές κοινωνικού ελέγχου, ώστε να εξασφαλίσεις ισότητα, κοινωνική ευαισθησία, κοινωνική συνοχή κάτω από τις νέες συνθήκες λειτουργίας της κοινωνίας. Αριστερή πολιτική δεν είναι να προσπαθείς να διατηρείς το παλιό μοντέλο του κράτους πρόνοιας. Θρυμματίστηκε σε έναν αναποτελεσματικό και άδικο συντεχνιασμό. Αριστερή πολιτική είναι να ανασυγκροτήσεις ένα κοινωνικό κράτος δίκαιο, αποτελεσματικό, που υπερασπίζεται τους πράγματι ασθενεστέρους. Αν κάποτε αριστερή πολιτική ήταν η κινητοποίηση του κράτους για την επίτευξη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, σήμερα είναι η κινητοποίηση της κοινωνίας για νέους θεσμούς, νέες μορφές συμμετοχής, νέους τρόπους ελέγχου δημόσιων κι ιδιωτικών εξουσιαστικών δομών. Αριστερή πολιτική δεν είναι πια μόνο να προτάσσεις το συλλογικό. Αριστερή πολιτική είναι να διευρύνεις τις ικανότητες, τις δυνατότητες, τις ελευθερίες του κάθε πολίτη. Αριστερή πολιτική είναι να προχωρήσεις από το άτομο στον πολίτη, από την εγωκεντρική στάση στην κοινωνική ευθύνη" (Ομιλία Σημίτη στο 4ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ).

33. Ο χαρακτήρας του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος του "δημοκρατικού σοσιαλισμού" επαναβεβαιώθηκε στο τελευταίο συνέδριό του (4ο Συνέδριο, Ιούνης 1996).

ΔΗΚΚΙ: "Το κίνημά μας θα στηρίζεται στις σύγχρονες αρχές και αξίες του Σοσιαλισμού με Δημοκρατία". Αυτές είναι "ελευθερία, ισότητα, κοινωνική απελευθέρωση" και ενστερνίζεται τις "παραδοσιακές ελληνικές αξίες" όπως "η φιλοπατρία, η αλληλεγγύη εντός εθνικής κοινότητας και η Ορθοδοξία" (Διακήρυξη, Δεκέμβρης 1995). Κινείται στα πλαίσια της "ιδεολογίας του σοσιαλισμού με ανθρωπιά και δημοκρατία" (Πολιτικές Θέσεις, Ιούνης 1996).

34. ΠΟΛ.ΑΝ.: Πρεσβεύει την "ιδεολογία του συγκεκριμένου", στοιχεία της "η ειλικρίνεια, η εντιμότητα, η διαφάνεια, η αξιοκρατία, το καθήκον, η έννοια του συγκεκριμένου και η συνέπεια" (Ελλάδα, Ευρώπη, 10+10 ευθείες για τον 21ο αιώνα, Μάρτης 1994).

35. Ο Λένιν αναφερόμενος στο οπορτουνιστικό ρεύμα και κόμματα της εποχής του έγραφε: "Το προτσές μετατροπής του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε εθνικοφιλελεύθερο κόμμα προχωρεί περίφημα. Θα ήταν όμως επικίνδυνο για την αστική τάξη, αν το κόμμα αυτό τραβούσε δεξιά... Οι μάζες έχουν ανάγκη από "ριζοσπαστικά" λόγια, για να πιστεύουν σ' αυτά. Οι οπορτουνιστές είναι έτοιμοι να τα επαναλαμβάνουν υποκριτικά" (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 27, σελ.108).

"Οι οπορτουνιστές, που είναι ξένοι προς το προλεταριάτο, σαν τάξη, που είναι υπηρέτες, πράκτορες, διοχετευτές της επιρροής της αστικής τάξης και που χωρίς την απαλλαγή απ' αυτούς το εργατικό κίνημα παραμένει αστικό εργατικό κίνημα" (στο ίδιο, τ. 30, σελ.169).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. "Αστικές θεωρίες για την κοινωνία και η πραγματικότητα", Α. Μπόνις, Ντ. Ράιχελτ, εκδ. Ιδεολογική Πάλη, υπάρχει σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων στο βιβλιοπωλείο της Σύγχρονης Εποχής στην Αθήνα.

2. Β. Ι. Λένιν, "Η χρεοκοπία της Β' Διεθνούς", Απαντα, τ. 26, σελ. 213 - 270 και σε ξεχωριστή μπροσούρα της ΣΕ.

3. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης (15 - 16 Ιούλη 1995).

Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα κι επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, 1996. Μέρος τρίτο, Συμπεράσματα και προβληματισμοί για τις αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, σελ. 46 - 67.

4. Κριτική στα προγραμματικά κείμενα των κομμάτων του "δημοκρατικού σοσιαλισμού", υπάρχουν:

- Για το ΠΑΣΟΚ. "Κριτική στην προγραμματική πρόταση του ΠΑΣΟΚ", κείμενο της Ιδεολογική Επιτροπής που περιέχεται στη συλλογή "Μεταμορφώσεις της σοσιαλδημοκρατίας και περιπλανήσεις της νεοαριστεράς", εκδ. Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ. Επίσης "Κριτική στη Διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ", κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής, ΚΟΜΕΠ 2/94.

- Για τον ΣΥΝ. Δυο κείμενα της Ιδεολογικής Επιτροπής που περιέχονται στην παραπάνω συλλογή, "Η γενική πορεία και η φυσιογνωμία του ΣΥΝ" και "Ο ΣΥΝ μετά το συνέδριό του".

- Για το ΔΗΚΚΙ. "Κριτική προσέγγιση στις Πολιτικές Θέσεις του ΔΗΚΚΙ", κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής, ΚΟΜΕΠ 4/96.

5. ΚΟΜΕΠ 2/93, "Για τον προσδιορισμό της πολιτικής έννοιας της Αριστεράς".

6. ΚΟΜΕΠ 2/93, "Δημοκρατικός Σοσιαλισμός: αναπαλαίωση στη ρεφορμιστική άρνηση του μαρξισμού".

7. ΚΟΜΕΠ 1/95, "Ζητήματα εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας".

8. ΚΟΜΕΠ 6/95, "Ο χαμαιλεοντισμός της αστικής πολιτικής, για την "κρίση του θεσμού" των κομμάτων".

9. ΚΟΜΕΠ 5/96, "Νεοαριστερά - Κεντροαριστερά: Νέες αναπαλαιώσεις - παλαιές ανανεώσεις, εφεδρείες ενός συστήματος σε κρίση".

Ιούνης 1997

Η Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. "Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία (προτσές) της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, μα αντίθετα το κοινωνικό είναι τους καθορίζει τη συνείδησή τους" (Κ. Μαρξ, από τον Πρόλογο στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, Διαλεχτά Εργα Μαρξ - Ενγκελς, τ. Ι, σελ. 424).

2. "Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις ή - πράγμα που αποτελεί μονάχα τη νομική γι' αυτό έκφραση - με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων οι σχέσεις αυτές μεταβάλλονται σε δεσμά τους. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα" (ό. π. σελ. 424).

3. "...Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής. Ούτε ο Μαρξ ούτε εγώ ισχυριστήκαμε ποτέ τίποτα παραπάνω. Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος: οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ' αποτελέσματά της - τα Συντάγματα, που τα καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κλπ. - οι νομικές μορφές, και ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, ως αναγκαιότητα, η οικονομική κίνηση μέσα απ' αυτό το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλαδή των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη, που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρκτη και να μη τη λογαριάζουμε)...

Την ιστορία μας την κάνουμε εμείς οι ίδιοι, την κάνουμε, όμως, πρώτα, κάτω από πολύ ορισμένες προϋποθέσεις και όρους. Απ' αυτούς οι οικονομικοί είναι που αποφασίζουν τελικά. Μα και οι πολιτικοί κλπ. ακόμα κι η παράδοση, που έχει στοιχειώσει στα κεφάλια των ανθρώπων, παίζουν κάποιο ρόλο, έστω κι αν δεν είναι ο αποφασιστικός". (Ο Ενγκελς στον Μπλοχ 21 - 22/9/1890. Διαλεχτά Εργα, τ. ΙΙ, σελ. 572 - 573).

4. "Τότε γιατί αγωνιζόμαστε για την πολιτική δικτατορία του προλεταριάτου, αν η πολιτική εξουσία είναι οικονομικά ανίσχυρη; Η βία (δηλαδή η κρατική εξουσία) είναι κι αυτή μια οικονομική δύναμη!" (Στο ίδιο σελ. 582).

5. Υλικά 4ου Συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ και Θέσεις 2ουo Συνεδρίου του ΣΥΝ

6. Ιδεολογικές αρχές ΝΔ και Θέσεις ΠΟΛ.ΑΝ.

7. Φ. Ενγκελς, "Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους", εκδ. ΣΕ.

8. "Θα χάσουν οι δημόσιες λειτουργίες τον πολιτικό τους χαρακτήρα και θα μετατραπούν σε απλές διοικητικές λειτουργίες, που θα προστατεύουν τα πραγματικά κοινωνικά συμφέροντα". (Φ. Ενγκελς, "Για το κύρος", Διαλεχτά Εργα, τόμ. Ι, σελ. 769).

9. Β. Ι. Λένιν, "Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες". (Β. Ι. Λένιν, Απαντα τ. 33, σελ. 7, από το "Κράτος και Επανάσταση").

"Το κράτος είναι μηχανή για να στηρίζει την κυριαρχία μιας τάξης πάνω στην άλλη" (Λένιν, Απαντα, τ. 39, σελ. 73, "Για το κράτος" - διάλεξη).

10. "Ειδικά όμως ο ιμπεριαλισμός, η εποχή του τραπεζικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων καπιταλιστικών μονοπωλίων, η εποχή της μετεξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, δείχνει ένα ασυνήθιστο δυνάμωμα της "κρατικής μηχανής", μια ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της μηχανισμού σε συνδυασμό με την ένταση των διώξεων του προλεταριάτου, τόσο στις μοναρχικές, όσο και στις πιο ελεύθερες δημοκρατικές χώρες". (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 33, σελ. 33).

11. "Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός στη χώρα μας αναπτύχθηκε αργότερα από ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και ενώ είχε ήδη διαμορφωθεί το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα να στηριχτεί σε σχετικά χαμηλή υλικοτεχνική βάση. Στα μεταδικτατορικά χρόνια αναπτύχθηκε περισσότερο ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, δυνάμωσε η εξάρτηση από το ξένο μονοπωλιακό κεφάλαιο και το διεθνή ιμπεριαλισμό" (Πρόγραμμα του ΚΚΕ, εκδ. ΚΕ, σελ. 19).

12. "Ακόμη πιο ξεκάθαρα από τη ρήξη της με τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της η αστική τάξη φανέρωσε τη λύσσα της ενάντια στους φιλολογικούς εκπροσώπους της, ενάντια στον ίδιο τον τύπο της" (Κ. Μαρξ, "18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη", εκδ. ΣΕ, σελ.123).

"Ο καταμερισμός της εργασίας, που τον συναντήσαμε κιόλας πιο πάνω σαν μια από τις κύριες δυνάμεις στην ιστορία ως τώρα, εκδηλώνεται επίσης μέσα στην κυρίαρχη τάξη σαν καταμερισμός της πνευματικής και υλικής εργασίας, έτσι που μέσα σ' αυτήν την τάξη ένα μέρος εμφανίζονται σαν οι σκεπτόμενοι αυτής της τάξης (οι δραστήριοι ιδεολόγοι αντιλήψεων, που κάνουν κύρια πηγή των εσόδων τους την επεξεργασία της ψευδαίσθησης που έχει αυτή η τάξη για τον εαυτό της), ενώ η στάση των άλλων απέναντι σ' αυτές τις ιδέες και ψευδαισθήσεις είναι πιο παθητική και δεκτική, διότι αυτοί στην πραγματικότητα είναι τα δραστήρια μέλη αυτής της τάξης και έχουν λιγότερο χρόνο για να κατασκευάζουν ψευδαισθήσεις και ιδέες για τους εαυτούς τους. Μέσα σ' αυτήν την τάξη αυτός ο χωρισμός μπορεί ακόμα και να αναπτυχθεί σε μιαν ορισμένη αντίθεση και εχθρότητα ανάμεσα στα δυο μέρη, που όμως στην περίπτωση μιας πρακτικής σύγκρουσης, όπου η ίδια η τάξη κινδυνεύει, αυτή η αντίθεση και η εχθρότητα αυτόματα εκμηδενίζονται, και επίσης εξαφανίζεται η ψευδαίσθηση ότι οι κυρίαρχες ιδέες δεν είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης κι ότι τάχα είναι μια δύναμη διαφορετική από τη δύναμη αυτής της τάξης". (Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, εκδ. Γκούτενμπεργκ, σελ. 94 - 95).

13. "Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού". Αρθρο 3 του Συντάγματος (Το Σύνταγμα της Ελλάδας, εκδ. "Το Ποντίκι").

14. Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο, τ. Ι, σελ. 415, 498 - 520, 598, 699, 707, 765, 775 - 776 κ. ά.

15. "Η ιμπεριαλιστική τάση για μεγάλες αυτοκρατορίες είναι πέρα για πέρα πραγματοποιήσιμη και στην πράξη πραγματοποιείται συχνά με τη μορφή ιμπεριαλιστικής ένωσης αυτοτελών και ανεξάρτητων, με την πολιτική σημασία της λέξης, κρατών. Μια τέτοια ένωση είναι δυνατή και παρατηρείται όχι μόνο με τη μορφή της οικονομικής σύμφυσης των χρηματιστικών κεφαλαίων δυο χωρών, αλλά και με τη μορφή της στρατιωτικής "συνεργασίας" σ' έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο" (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 30, σελ. 102).

16. Γενικότερα για τις μεταρρυθμίσεις η ιστορία έχει επιβεβαιώσει τη λενινιστική επισήμανση πως "στην πραγματικότητα τις μεταρρυθμίσεις τις επιβάλλει ίσα ίσα η επαναστατική ταξική πάλη, η αυτοτέλειά της, η μαζική της δύναμη, ο πεισματικός χαρακτήρας της... Μόνο στο βαθμό που η πάλη αυτή είναι ισχυρή είναι πραγματοποιήσιμες οι μεταρρυθμίσεις που πάντα είναι απατηλές, διπρόσωπες...". (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 13, σελ. 266).

Σε δημοσίευμα της "Καθημερινής" (20/4//97) αναφέρεται πρόσφατη έρευνα, η οποία "έχει διενεργηθεί μεταξύ 5.800 εταιριών της ΕΕ από το ιρλανδικό ερευνητικό γραφείο Epoc Research Group κατόπιν παραγγελίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αφορά στη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεων. Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα, σ' εκείνες τις επιχειρήσεις που έχουν καθιερωθεί θεσμοί συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκησή τους - βασικά σε ενημερωτικό και συμβουλευτικό επίπεδο -παρατηρείται μεγαλύτερη μείωση των θέσεων εργασίας, παρά στις άλλες που δε διαθέτουν τέτοιες συμμετοχικές διαδικασίες, αν και κανείς θα ανέμενε το αντίθετο. Ωστόσο, η ίδια έρευνα δείχνει ότι επιχειρήσεις που αποδέχτηκαν την ίδρυση συμβουλίων των εργαζομένων στο χώρο τους - ή άλλων συμμετοχικών θεσμών - κατόρθωσαν πιο εύκολα να προχωρήσουν σε εξορθολογισμούς, ενώ παρουσιάζουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα και λιγότερες απουσίες του προσωπικού".

17. "Οταν δεν υπάρχουν τα αντιπροσωπευτικά σώματα υπάρχει ακόμη περισσότερη απάτη,πολιτική ψευτιά, κάθε λογής κατεργάρικες ταχυδακτυλουργίες και ο λαός έχει στα χέρια του πολύ λιγότερα μέσα για να ξεσκεπάζει την απάτη και να βρίσκει την αλήθεια". (Β. Ι. Λένιν, Απαντα, τ. 21, σελ. 287).

18. "Η ανεπάρκεια και ο αναχρονισμός των θεσμών της δημοκρατίας περιθωριοποιούν τον πολίτη. Τροφοδοτούν φαινόμενα δομικής ακινησίας, πολιτικής κρίσης, σήψης και παρακμής. Οι αδιαφανείς και ανεξέλεγκτες διαπλοκές συμφερόντων πολιτικής εξουσίας, οικονομικής εξουσίας και ΜΜΕ εντείνονται, παράγουν διαφθορά και αλλοιώνουν την ουσία της δημοκρατίας" (2ο Συνέδριο του ΣΥΝ).

19. "...Ολοι γνωρίζουμε ότι η διεθνοποίηση των οικονομιών και η οικονομική δυσπραγία και κρίση έχουν συχνά εμποδίσει την Αριστερά να ασκήσει αποτελεσματικά κοινωνικές πολιτικές" (Δευτερολογία Σημίτη στο 4ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ).

20. "Ενας καλά εφοδιασμένος νέος εργαζόμενος μπορεί, από κει και πέρα, να αναλάβει περισσότερο ο ίδιος τις ευθύνες για την ασφάλισή του, τη στέγαση και την υγειονομική του περίθαλψη, με αντίστοιχη μείωση (όχι κατάργηση) των ευθυνών του κράτους" (Κ. Σημίτης, ομιλία στους συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, 26/3/1997).

Η κρυμμένη προοπτική, παράδειγμα από τον Αγγλία: "Οι επικεφαλής δέκα εκ των μεγαλυτέρων ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών της Βρετανίας έχουν - σύμφωνα με πληροφορίες - εξετάσει μυστικά πώς ο κλάδος τους θα μπορούσε να αναλάβει τις "ευθύνες" του κράτους πρόνοιας. Η ομάδα αυτή... πραγματοποίησε πολλές συναντήσεις τους τρεις τελευταίους μήνες, κατόπιν αιτήματος της ίδιας της κυβέρνησης Μέιτζορ και ασχολήθηκε με θέματα που αφορούν στην εκπαίδευση, στην υγεία, στο νομικό κόστος, στα επιδόματα ανεργίας, στις συντάξεις και τη νοσηλεία μακράς διαρκείας... Οι συναντήσεις της ομάδας είχαν κρατηθεί μυστικές μέχρι πρότινος από το φόβο τυχόν αντιδράσεων. Πάντως η "ανάθεση" σ' αυτήν της κατάρτισης σχετικής έκθεσης εκ μέρους των βρετανικών αρχών αποδεικνύει πόσο σοβαρά αντιμετωπίζεται πλέον το ενδεχόμενο εναλλακτικών λύσεων στο συρρικνούμενο κράτος πρόνοιας" (THE OBSERVER - Η "Καθημερινή" 2/7/96).

Η σταδιακή της αποκάλυψη: "Στην ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρίες της διαχείρισης του συστήματος κοινωνικών παροχών, προχωρούν οι Συντηρητικοί. Ο υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων Πίτερ Λίλι εξήγγειλε χτες ότι ιδιώτες θα αναλάβουν στο εξής την καταβολή του επιδόματος τέκνων και θα διαχειρίζονται έναν προϋπολογισμό που πλησιάζει τα 2,8 τρισ. δρχ. ετησίως" ("Ελευθεροτυπία" 21/7//96).

ΓΙΑ ΤΟ "ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ"

Μια πρώτη γενική προσέγγιση

Οι γαλλικές εκλογές και τα αποτελέσματά τους τροφοδότησαν ένα νέο κύμα ιδεολογικο- πολιτικών ερμηνειών και παρεμβάσεων, που αναζωπυρώνουν το σχήμα Δεξιά - Αριστερά με τη μορφή: νεοφιλελεύθερη πολιτική - αριστερή (ή "νεοαριστερή" ή "κεντροαριστερή") πολιτική. Το ιδεολογικο- πολιτικό αυτό σχήμα, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης, εμφανίζεται ως νεοφιλελεύθερο Μάαστριχτ- αριστερό Μάαστριχτ. Το δε "αριστερό Μάαστριχτ" προβάλλει ως η επιδίωξη αναθεώρησης κάποιων στόχων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, που θα δώσει τη δυνατότητα πιο "ευέλικτων", "κοινωνικά ευαίσθητων" πολιτικών, τόσο στη γενική πολιτική κατεύθυνση του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών, όσο και στις "αριστερές" κυβερνητικές πολιτικές των κρατών - μελών.

Αυτή η προσέγγιση από θέσεις "δημιουργικής κριτικής" στο περιεχόμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά από τις λεγόμενες "σοσιαλιστικές" πολιτικές δυνάμεις, καθώς και τις "νεοαριστερές". Η διαφορά είναι ότι σε ορισμένες ισχυρές καπιταλιστικές χώρες - μέλη της ΕΕ, οι "σοσιαλιστικές δυνάμεις" δεν είχαν την κυβέρνηση μετά το 1992. Ετσι, δε χρεώνονται άμεσα τη λαϊκή δυσαρέσκεια από τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και έχουν κάποιο περιθώριο να δημαγωγούν.

Κάποια περιθώρια να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση το ιδεολογικο- πολιτικό σχήμα "νεοφιλελευθερισμός - Κεντροαριστερά" ή "νεοφιλελεύθερο Μάαστριχτ - αριστερό Μάαστριχτ" ενισχύονται και από τη στήριξη ή συμμετοχή κομμουνιστικών κομμάτων, σε κυβερνήσεις διαχείρισης του συστήματος. Αλλά και επειδή σε μεγάλο βαθμό ακόμα η γραμμή του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι αμυντική όπως και γενικότερα των λαϊκών αγώνων, παρά τη δυναμική που σηματοδοτείται ως προς την προοπτική τους προς το παρόν δεν έχουν γίνει πεδία σύγκρουσης και αποκλεισμού αυταπατών.

Πίσω από την "αριστερή" δημαγωγία κρύβονται πολιτικές σκοπιμότητες που εκφράζουν και αντανακλούν: αφ' ενός τις εσωτερικές αντιθέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας στα πλαίσια της ΕΕ, αλλά και ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αφ' ετέρου την ίδια την ταξική πάλη (εργασία - κεφάλαιο).

Συγκεκριμένα:

α) Οι δείκτες που έθεσε η Συνθήκη του Μάαστριχτ, κατά γενική ομολογία, ιδιαίτερα των οικονομολόγων, είναι πολύ υψηλοί. Δεν είναι δυνατόν να πιαστούν ούτε από τις χώρες του "σκληρού πυρήνα" της ΕΕ, ακόμα και από αυτή τη Γερμανία, χωρίς πρόσθετη φορολογία, που θα προκαλέσει νέο κύμα δυσαρέσκειας.

Αλλά και πολιτικοί έχουν ισχυριστεί ανοιχτά ότι οι δείκτες δεν είναι παρά μόνο οι μετρήσιμοι στόχοι για την προώθηση των πραγματικών στόχων: Απελευθέρωση κίνησης κεφαλαίων, η οποία χρειάζεται νομισματική σταθερότητα και άλλες δικλείδες εξασφάλισης ισορροπιών στη διεθνή χρηματαγορά (επιτόκια, ΕΥΡΩ, κλπ). Απελευθέρωση κίνησης του εργατικού δυναμικού, όχι μόνο ή τόσο μετακίνησης του εργατικού δυναμικού από τη μια εθνική αγορά στην άλλη, αλλά, κυρίως, απαλλαγή του μονοπωλιακού κεφαλαίου από θεσμικές δεσμεύσεις υπέρ της εργασίας, στη διαπραγμάτευσή της με το κεφάλαιο. Ο στόχος δηλαδή να ανατραπεί μέσα στη ζωή ένα κατακτημένο επίπεδο συνθηκών απασχόλησης και η θεσμοθέτηση αυτής της ανατροπής.

Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου που με σαφήνεια ισχυρίστηκε ότι είτε πιάσουμε τους δείκτες είτε όχι, είτε είναι η Ελλάδα στην ΕΕ είτε όχι, είτε μπει στη "νομισματική ένωση" είτε όχι, η πολιτική αυτή - των ιδιωτικοποιήσεων, των "ευέλικτων" και "εναλλακτικών" μορφών απασχόλησης κλπ - είναι μονόδρομος.

Ετσι, από τη μια εμφανίζονται "σοσιαλδημοκράτες" κυβερνητικοί ν' αποκαλύπτουν την ουσία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σαν σύγχρονη και επιβεβλημένη έκφραση της στρατηγικής του κεφαλαίου. Από την άλλη, πολιτικοί από το χώρο των "αστικών φιλελεύθερων" κομμάτων επιβεβαιώνουν ότι μια ενδεχόμενη προσαρμογή των δεικτών δεν αλλάζει αυτή τη στρατηγική.

Στην Ελλάδα, χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Κ. Μητσοτάκη: "Δε βλέπω καμιά αλλαγή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Απλώς θα συζητήσουν μια μικρή αναβολή, πιθανώς ενός έτους, την οποία ενδεχομένως χρειάζονται οι πάντες στην ΕΕ, ακόμα και η Γερμανία. Βλέπω μια μικρή άμβλυνση των κριτηρίων. Αλλά πολιτικές αποφάσεις δεν μπορούν να υπερισχύσουν της οικονομίας". Αλλά και στέλεχος του Χριστιανο-κοινωνικού Κόμματος στη Γερμανία έχει τοποθετηθεί υπέρ "της ελαστικότερης εφαρμογής των κριτηρίων". Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι ο προβληματισμός για μια ενδεχόμενη αναθεώρηση των δεικτών προς τα κάτω δεν αποτελεί μια "αριστερή σοσιαλδημοκρατική" πολιτική που θα τη χαρακτήριζε μια έστω πρόσκαιρη χαλάρωση των στρατηγικών επιδιώξεων του κεφαλαίου.

Στρατηγική του κεφαλαίου είναι η οικονομική και πολιτική ενίσχυσή του σε μια ευρύτερη αγορά μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων, η δε πολιτική των δεικτών είναι μέσο σε αυτήν την κατεύθυνση. Σε πολιτικό επίπεδο έχει ανάγκη ανάλογων θεσμών για τη στήριξη των βασικών στρατηγικών επιλογών. Ετσι, από τις μέχρι σήμερα διαπραγματεύσεις για την προετοιμασία της Διακυβερνητικής Διάσκεψης, το μόνο που δεν αμφισβητείται είναι ακριβώς η ενίσχυση των κρατικών - διακρατικών θεσμών της εξουσίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Γι' αυτό, η νέα γαλλική κυβέρνηση (που προβλήθηκε σαν "αριστερή", "σοσιαλιστική") γρήγορα αναδιπλώθηκε σε σχέση με τις θέσεις για "χαλάρωση" των κριτηρίων ένταξης και ρυθμών διαμόρφωσης του ΕΥΡΩ. Ενώ επανέλαβε τις γνωστές γαλλικές θέσεις περί ενίσχυσης του ρόλου του Συμβουλίου Υπουργών ECOFIN, προκειμένου να ασκήσει, στο πλαίσιο της ΟΝΕ, για το ενιαίο νόμισμα τις αρμοδιότητες μιας "οικονομικής κυβέρνησης" που θα εξισορροπεί την αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ("Ελευθεροτυπία", 10/6//97).

Ετσι και αλλιώς μια ενδεχόμενη προσαρμογή των δεικτών σε ρεαλιστικότερη βάση δεν αποτελεί αλλαγή στρατηγικής, ουσιαστική χαλάρωση των αντεργατικών, αντιλαϊκών πολιτικών των κυβερνήσεων και του Διευθυντηρίου των Βρυξελλών.

β) Στον προβληματισμό για τους δείκτες αντανακλάται και το ενδεχόμενο μιας πιο χαλαρής λειτουργίας της Νομισματικής Ενωσης, σαν αποτέλεσμα αντικειμενικών δυσλειτουργιών στην εφαρμογή της, και εξαιτίας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Από τη μια οξύνονται αντιθέσεις στα πλαίσια της ΕΕ (πχ Γερμανίας - Ιταλίας), από την άλλη ενισχύονται προσεγγίσεις ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ με τις ΗΠΑ. (Ολο και περισσότερο συζητιούνται προσεγγίσεις της Γαλλίας προς τις ΗΠΑ - Μ. Βρετανία). Αλλωστε στην ιστορία διαμόρφωσης και εξέλιξης της Κοινότητας ήταν πάντα ενεργητική η παρέμβαση των ΗΠΑ. Αλλά και η οικονομική ιστορία της Κοινότητας έχει πολλά πισωγυρίσματα, επιβραδύνσεις, αναπροσαρμογές σε σχέση με τους πολιτικούς στόχους και τις αποφάσεις της.

Αρκεί να θυμηθούμε την αποτυχία του σχεδίου WERNER στη δεκαετία του '70 για την ΟΝΕ, την αποτυχία της απόπειρας σταθεροποίησης των συναλλαγματικών ισοτιμιών με το σύστημα του "φιδιού μέσα στο τούνελ", την αποχώρηση, το φθινόπωρο του '92 και το καλοκαίρι του '93, της στερλίνας και της λιρέτας από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Κοινότητας.

Συχνά οι αστοί οικονομολόγοι έρχονται να διορθώσουν "βεβιασμένες" πολιτικές αποφάσεις και φαινομενικά διαφορετικές οικονομικές πολιτικές, έρχονται να εκφράσουν πιο ρεαλιστικά την οικονομική πραγματικότητα. Σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να ενταχθεί και η Κίνηση των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για ένα "αριστερό Μάαστριχτ".

γ) Δεδομένο που απασχολεί πολιτικούς και οικονομικούς ιθύνοντες της άρχουσας τάξης είναι τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας (πάνω από 20% στην Ισπανία, 12% στη Γερμανία κλπ). Η ανησυχία τους διατυπώνεται και στην πρόταση Γάλλων σοσιαλιστών - Γερμανών σοσιαλδημοκρατών για ένα "Ευρωπαϊκό σύμφωνο για την ανάπτυξη και την απασχόληση", στην οποία δηλώνουν ότι πάνω από 18 εκατομμύρια άνεργοι θέτουν σε κίνδυνο τη "δημοκρατική και κοινωνική σταθερότητα της ΕΕ" ("Ελευθεροτυπία", 29/5//97).

Αν και η ανεργία (εφεδρικός στρατός) είναι όπλο στα χέρια του κεφαλαίου για τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης, από την άλλη η αυξανόμενη μακρόχρονη ανεργία αποτελεί δείκτη της οικονομικής κρίσης και αντικειμενικό παράγοντα όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Η απότομη επιδείνωση των κοινωνικο- οικονομικών συνθηκών για την εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα, με την προϋπόθεση ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα, μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνικο- πολιτικές ανακατατάξεις που να θέτουν σε κίνδυνο την κυριαρχία του μονοπωλιακού κεφαλαίου.

Ετσι, από τη μεριά του κεφαλαίου επεξεργάζονται εναλλακτικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης. "Ανάπτυξη και απασχόληση", "Ευρώπη των κοινωνικών δικαιωμάτων", "ιδιωτική πρωτοβουλία και κρατική παρέμβαση στο σχεδιασμό βασικών κατευθύνσεων της οικονομίας", είναι μερικά από τα συνθήματα στη βάση των οποίων επιχειρείται η οικοδόμηση της τεχνητής διαχωριστικής γραμμής: νεοφιλελεύθερη πολιτική - αριστερή σοσιαλδημοκρατική πολιτική (νεοφιλελεύθερο - αριστερό Μάαστριχτ).

Αστοί "εκσυγχρονιστές", "αριστεροί" σοσιαλδημοκράτες, νεοαριστεροί μαρξίζοντες οικονομολόγοι επεξεργάζονται μια οικονομική πλατφόρμα στην παραπάνω κατεύθυνση, που υιοθετεί ορισμένα στοιχεία της νεοκεϋνσιανής πολιτικής. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορούν να εκφράσουν στις σημερινές συνθήκες την πολιτική του "κράτους πρόνοιας", ενός εκτεταμένου κρατικού τομέα της οικονομίας.

Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική διαχείρισης του συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου έγινε δυνατή σε τελείως διαφορετικές συνθήκες (μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων εξαιτίας του πολέμου, ανόρθωση της οικονομίας των ΗΠΑ και δυνατότητα διείσδυσής της στην Ευρώπη, ύπαρξη του σοσιαλιστικού συστήματος). Αλλά και πάλι αυτός ο τύπος διαχείρισης μετέθεσε χρονικά, σε διευρυμένες διαστάσεις, τα προβλήματα της κρίσης.

Ούτε η τόνωση της αγοράς, η ενίσχυση της ζήτησης μπορεί να στηριχτεί στις άμεσα οικονομικές κρατικές παρεμβάσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κρατικές οικονομικές δραστηριότητες, συνδεδεμένες με το ιδιωτικό κεφάλαιο, από φιλελεύθερες ή "αριστερές/κεντροαριστερές" πολιτικές διαχείρισης π.χ. κοινοτικά προγράμματα. Και δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς σαν ενδεχόμενο να κρατήσει ο κρατικός τομέας εξ ολοκλήρου ή μεγάλα ποσοστά ιδιοκτησίας σε τομείς των τηλεπικοινωνιών ή των μεταφορών, ιδιαίτερα στα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Αλλωστε αυτός ο προβληματισμός είναι εκφρασμένος ήδη και στη Μ. Βρετανία από τα "φιλελεύθερα" κόμματα.

Ειδικότερα όσον αφορά την "κοινωνική πολιτική", πρέπει να σημειώσουμε ότι σήμερα το περιεχόμενό της περιλαμβάνει ορισμένα μέτρα για πολύ χαμηλών εισοδημάτων κατηγορίες εργαζομένων, σχεδόν εξαθλιωμένων. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανακοίνωση από τον Μπλερ σχεδίου διευκόλυνσης για να εργαστούν - έστω με μερική απασχόληση - οι ανύπαντρες μητέρες, οι οποίες υπολογίζονται στις 800.000 στην Αγγλία (ΤΑ ΝΕΑ, 4/6//97).

Οι πολιτικές ανακατανομής του εισοδήματος κινούνται στην κατεύθυνση της ανακατανομής ανάμεσα στους "εντός" και "εκτός" εργασίας, χωρίς να θιγούν στο ελάχιστο τα κέρδη των μονοπωλίων.

Το "μοίρασμα της ανεργίας" με συνολική υποβάθμιση της τιμής της εργατικής δύναμης είναι στις πολιτικές των σοσιαλιστών του "αριστερού Μάαστριχτ". Είναι η κρυφή παγίδα στους προβληματισμούς του Ζοσπέν για "μείωση του ωραρίου από τις 39 στις 35 ώρες τη βδομάδα".

Εκφράζεται με την έννοια της "απασχολησιμότητας", ως μερική ή εποχιακή απασχόληση, ή αλλαγή της ειδικότητας (η "διά βίου εκπαίδευση" που αφορά βραχύχρονη χαμηλής ειδίκευσης προσαρμογή), σε αντιπαράθεση με την "πλήρη απασχόληση".

Εκφράζεται σε όλο το σκεπτικό της Εισήγησης του Κ. Σημίτη προς το Εκτελεστικό Γραφείο, με θέσεις όπως:

"Γιγάντια αναδόμηση των παραγωγικών και εργασιακών σχέσεων, καθώς και του συνολικού μοντέλου εργασίας - ζωής και κατανάλωσης". "(...) Η διαμόρφωση ενός νέου στρατηγικού σχεδίου που θα ενώνει ηθικό ορίζοντα και εκσυγχρονιστική πρακτική, ανάπτυξη και κοινωνική ευαισθησία είναι πια μια αδήριτη ανάγκη. Αυτές οι προκλήσεις, αυτές οι μεγάλες αναγκαιότητες καθιστούν υποχρεωτική τη σύγκλιση των προσπαθειών δυνάμεων που έχουν ακολουθήσει διαφορετικές ιστορικές διαδρομές και προελεύσεις, αλλά και διαφορετικά αξιακά και πολιτισμικά μοντέλα. (...) για τη δημιουργία ενός σύγχρονου, ριζοσπαστικού, κεντροαριστερού μπλοκ εξουσίας" ("Εξουσία", 28/5//97).

Αυτές τις πολιτικές σκοπιμότητες της "Αριστεράς" υπηρετεί και ο λεγόμενος "κοινωνικός διάλογος", που κατά τον Κ. Σημίτη "πρέπει να στηριχτεί σε αχειραγώγητες από τα κόμματα διαδικασίες ισότιμης συμμετοχής των πολιτών στα ζητούμενα ανοιχτών διαδικασιών. Πρόκειται για μια ανοιχτή υπόθεση, όπου άτομα, άτυπες ενώσεις πολιτών, όμιλοι, θεματικές ομάδες παρέμβασης κτλ. θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των δράσεων και της "ατζέντας" του διαλόγου, σε κάθε περίπτωση". ("Εξουσία", 28/5//97).

Η Διακυβερνητική του Αμστερνταμ διέλυσε πολύ γρήγορα τις όποιες προσδοκίες δημιούργησε η φιλολογία για "αριστερό Μάαστριχτ". Οι σοσιαλιστές και νεοφιλελεύθεροι ηγέτες των "15" επαναβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στα κριτήρια για την ΟΝΕ και το "σύμφωνο Σταθερότητας", ενώ επιδόθηκαν σε ευχολόγια και αοριστολογίες για το πρόβλημα της ανεργίας.

Οι στόχοι του "εκσυγχρονισμού" της πολιτικής και των κομμάτων

Οι συζητήσεις περί "εκσυγχρονισμού" της πολιτικής και των κομμάτων συνοδεύονται από μια συνεχή προβολή πολιτικών σκανδάλων, φαυλότητας, καταγγελίες για "διαπλεκόμενα" συμφέροντα πολιτικής, επιχειρήσεων και ΜΜΕ. Τα κόμματα κατηγορούνται χωρίς διάκριση, προσπαθούν να περάσουν μια αποστροφή προς την πολιτική γενικά, ιδιαίτερα στους νέους ανθρώπους. Εφόσον δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ενεργητική υποστήριξη των εργαζομένων στην αστική πολιτική, προσπαθούν να τους παθητικοποιήσουν, να προλάβουν τη στράτευσή τους με τα επαναστατικά εργατικά κόμματα και την πολιτική τους, όσο μακροπρόθεσμη κι αν φαίνεται αυτή η προοπτική. Η "καταδίκη" και η "αποχή" των εργαζομένων από την πολιτική πάλη είναι βαθιά αντιδραστική ιδέα. (28)

Παράλληλα γίνεται μια έντονη προσπάθεια αναδιοργάνωσης της πολιτικής ζωής. Εχουμε το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου, αφού πέρασαν αντιδραστικές αλλαγές και με τη λαϊκή ψήφο (π.χ. κατάργηση της απλής αναλογικής), το πολιτικό σκηνικό άλλαξε, ενώ ταυτόχρονα έπεσαν αρκετά οι τόνοι για τη διαφθορά των πολιτικών. (29) Το βάθεμα της κρίσης, η ανάγκη θωράκισης του συστήματος από την ταξική πάλη, η κρίση και η προσαρμογή της χώρας στην ΕΕ, στα νέα δεδομένα του ιμπεριαλιστικού συστήματος γενικότερα, τα σημάδια εξάντλησης του δικομματισμού είναι τα στοιχεία που ωθούν σήμερα τις αστικές δυνάμεις να προβλέπουν διάφορα σενάρια για την αλλαγή του δεδομένου κομματικού συστήματος εκπροσώπησης και στη χώρα μας. Οι προθέσεις είναι να προωθηθεί μια "αμερικανοποίηση" της πολιτικής ζωής. Φυσικά όλα εξαρτώνται από την εξέλιξη της ταξικής πάλης και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι τα πράγματα θα προχωρήσουν ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση.

Στα πλαίσια αυτά μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα στοιχεία που υπάρχουν ήδη ή κυοφορούνται ή "ζυμώνονται" στην πολιτική ζωή:

  • Ελάττωση των διαφορών των θέσεων (προγραμμάτων) των κομμάτων, συναίνεση και συμφωνία τους (εκτός ΚΚΕ) στη βάση ενός ελάχιστου προγράμματος γύρω από γενικούς (εθνική στρατηγική) στόχους. Αυτό αντανακλά το αντικειμενικό στοιχείο της κρίσης της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης του καπιταλισμού και το πέρασμά της σε νεοφιλελεύθερες θέσεις. Η ΕΕ προβάλλει ως ο πιο ισχυρός παράγοντας σύγκλισης.
  • Παραπέρα υποβάθμιση του ρόλου του κοινοβουλίου και άλλων θεσμών όπως η Τοπική Αυτοδιοίκηση και ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας. Ενθάρρυνση για τη δημιουργία πλήθους άτυπων οργανώσεων των πολιτών με βάση τρέχοντα προβλήματα και στόχους. "Αποκομματικοποίηση", "αποϊδεολογικοποίηση" των συνδικάτων και προσανατολισμός τους μόνο στις στενά επαγγελματικές διεκδικήσεις των μελών τους στα πλαίσια του "κοινωνικού διαλόγου" και του κοινωνικού "εταιρισμού".
  • Ενίσχυση του ιδεολογικού χαρακτήρα και της παρέμβασης στην πολιτική των "ανεξάρτητων" υπηρεσιών του κράτους (π.χ. δικαιοσύνη) και υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών του.

Ολα αυτά προβάλλονται σαν "υποχώρηση του κράτους" και μεγαλύτερο πεδίο για τη συμμετοχή των πολιτών, απαλλαγή από την κομματική αλλοτρίωση! (30) Στην πραγματικότητα πρόκειται για το αντίθετο. Κράτος ακόμη πιο εξοπλισμένο και ισχυρό για τον κατασταλτικό του ρόλο απέναντι στο λαϊκό κίνημα, για τη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, για την παρέμβαση υπέρ των μονοπωλίων στην οικονομική ζωή, κουτσούρεμα των όποιων δημοκρατικών εγγυήσεων και δυνατοτήτων άσκησης ελέγχου - πίεσης από τους εργαζόμενους. Πρόκειται για αντιδραστική οπισθοδρόμηση που επιβεβαιώνει ότι ο ιμπεριαλισμός είναι αντίδραση "σε όλη τη γραμμή".

Ο ΣΥΝ, με τη "θεσμολαγνία" που τον χαρακτηρίζει, παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο προώθησης αυτής της γραμμής από τα "αριστερά", προβάλλοντας σαν καθοριστικό για την αντιμετώπιση των προβλημάτων την αλλαγή του "συστήματος διακυβέρνησης", με βασικό στόχο τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας και από τον ίδιο, και ορισμένες θεσμικές αλλαγές. (31)

Τα σημερινά κόμματα

Η άρχουσα τάξη προσπαθεί να διαμορφώνει ένα σχετικά σταθερό σύστημα εναλλαγής αστικών κομμάτων στην κυβέρνηση, ώστε να κρατά γερά την εξουσία και να ενσωματώνει τις μάζες, αξιοποιώντας τη μέθοδο του καρότου και του μαστιγίου, προσαρμοζόμενη στην εκάστοτε συγκυρία της ταξικής πάλης.

Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μορφής στα αστικά πολιτικά συστήματα σε ό,τι αφορά τα κόμματα και τη σχέση τους με την κυβερνητική εξουσία, από χώρα σε χώρα. Αυτές είναι έκφραση και αποτέλεσμα της συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης και διαμόρφωσης των ταξικών σχέσεων και του ταξικού αγώνα στη δοσμένη χώρα, της θέσης της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Στη Δυτική Ευρώπη συνήθως υπάρχουν δύο κόμματα που κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή και εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία είτε μόνα τους (περίπτωση "καθαρού" δικομματισμού Μ. Βρετανία, Εργατικοί - Συντηρητικοί, η Ελλάδα μετά το 1974), είτε σε συμμαχία με άλλα μικρότερα (είναι και η πιο συνηθισμένη περίπτωση στις άλλες χώρες της Δ. Ευρώπης). Υπάρχουν και αρκετές περιπτώσεις σχηματισμού κυβέρνησης και από τα δυο μεγάλα "αντίπαλα" κόμματα ή συμμαχίες(π.χ. ΟΔ Γερμανίας σοσιαλδημοκράτες και χριστιανοδημοκράτες 1966 - 1969, κατά καιρούς στην Αυστρία, Βέλγιο και αλλού).

Στη συνείδηση των πλατιών μαζών ο κοινωνικός διπολισμός που προκαλεί η ανειρήνευτη αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, στο πολιτικό επίπεδο προβάλλεται παραμορφωμένα, ψεύτικα στην "αντίθεση" των δυο αστικών πολιτικών πόλων (είτε πρόκειται για δυο κόμματα, είτε για συμμαχίες). Ο ένας πόλος εμφανίζεται σαν φιλολαϊκός - η Αριστερά, η πρόοδος - ο άλλος σαν "γνήσιος" εκπρόσωπος του κεφαλαίου - η Δεξιά, η συντήρηση. Χωρίς αυτή τη διαφοροποίηση, η αντιπαράθεση και η εναλλαγή δεν μπορούν να λειτουργήσουν ομαλά. Είναι από τα βασικότερα σημεία όπου συγκεντρώνει την ιδεολογική παρέμβασή της η άρχουσα τάξη.

Σήμερα οι διαφορές στην πολιτική των δυο πόλων - έτσι και αλλιώς δευτερεύουσες - γίνονται ακόμη μικρότερες και η εξαπάτηση των μαζών όλο και πιο δύσκολη. Στη χώρα μας από τους διάφορους κύκλους της άρχουσας τάξης, σε στενή σύνδεση με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, σχεδιάζονται και εν μέρει δρομολογούνται εναλλακτικές λύσεις, στο βαθμό που η δικομματική κυβερνητική εναλλαγή μεταξύ ΠΑΣΟΚ - ΝΔ δε θα μπορεί να συνεχιστεί. Γίνεται η κατάλληλη ιδεολογική προετοιμασία. Αναμφισβήτητο, σε κάθε περίπτωση, φόντο των εναλλακτικών λύσεων είναι η "κοινωνική συναίνεση", ο "ευρωπαϊκός προσανατολισμός" και η αποδοχή - στήριξη της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης. Στην Πολιτική Απόφαση του 15ου Συνεδρίου αναφέρονται οι βαθύτερες αιτίες των πολιτικών διεργασιών: "Οι διεργασίες αντανακλούν τη δυσφορία του ελληνικού λαού για τη σημερινή πολύπλευρη κρίση, εκφράζουν διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές σε θέματα τακτικής. Αντανακλούν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, τη διαπάλη μερίδων της άρχουσας τάξης, στο πλαίσιο του γενικότερου πολυεθνικού ανταγωνισμού. Εκφράζουν σενάρια παγίδευσης ριζοσπαστικών δυνάμεων, ώστε αυτές να μη δρασκελίσουν το κατώφλι προς το δρόμο του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού αγώνα".

Το μοτίβο "κεντροδεξιά - κεντροαριστερά" είναι από τα κυρίαρχα. Ιδιαίτερα προβάλλεται αυτή η προοπτική από τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ, ο οποίος φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει σε μια τέτοια εξέλιξη. Ως παράδειγμα αξιοποιούνται και οι εξελίξεις στην Ιταλία και τη Γαλλία, παρ' όλο που η κυβέρνηση Πρόντι προχωρά ακάθεκτη στην εφαρμογή της σκληρής λιτότητας του προγράμματος "σύγκλισης", ενώ η γαλλική κυβέρνηση δε διαφοροποιεί την πολιτική της από την προκάτοχό της και διακηρύσσει την προσήλωση στο Μάαστριχτ και την ΟΝΕ.

Για να συγκαλυφτεί η ουσιαστική ταύτιση της πολιτικής των δυο "πόλων", για να στηριχτούν οι ψευδεπίγραφες διαχωριστικές γραμμές και τα κάθε είδους ψευτοδιλήμματα, αξιοποιούν την αοριστία των "τοπογραφικών" πολιτικών προσδιορισμών "Δεξιά - Αριστερά" και προσδιορίζουν τις διαφορές μεταξύ τους στο επίπεδο των αφηρημένων διακηρύξεων περί αξιών, κοινωνικής αλληλεγγύης κλπ. Βαφτίζουν την πολιτική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης "αριστερή πολιτική" (32) αρκεί να γαρνίρεται με διακηρύξεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης.

Πολιτική όμως που δε συγκρούεται με τα μονοπωλιακά συμφέροντα, που δεν έχει αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, που δεν αντιπαλεύει τον ιμπεριαλισμό και τους μηχανισμούς του, που δεν αντιτίθεται στη "νέα τάξη" δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται σαν αριστερή.

Στην Πολιτική Απόφαση που ψηφίστηκε στο 15ο Συνέδριο υπάρχουν τα συγκεκριμένα κριτήρια με βάση τα οποία αξιολογείται ο χαρακτήρας των άλλων κομμάτων και ο ρόλος τους στην πολιτική σκηνή. "Το ΚΚΕ κρίνει τα σημερινά πολιτικά κόμματα από το ρόλο τους στην πορεία της ενσωμάτωσης - προσαρμογής της χώρας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, τη μετατροπή της σε χώρα φτηνών υπηρεσιών, διαμετακομιστικό κέντρο εμπορευμάτων, χώρα - όχημα και αγωγό της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων στην περιοχή από τα Βαλκάνια ως τον Ευφράτη, στη λεκάνη της Μεσογείου".

Αν και ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΠΟΛΑΝ, ΣΥΝ, ΔΗΚΚΙ εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα, διαφέρουν ως προς την προέλευση, τις ιδεολογικές διακηρύξεις, τον αυτοπροσδιορισμό τους.

Ως προς το χαρακτήρα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΚΚΙ αυτοπροσδιορίζονται σαν κόμματα του "δημοκρατικού σοσιαλισμού" (33) ο ΣΥΝ σαν κόμμα της "σοσιαλιστικής προοπτικής" που θα μετασχηματίσει την κοινωνία "με τη συνεχή διεύρυνση της δημοκρατίας μέσα από δομικές μεταρρυθμίσεις, κοινωνικές συγκρούσεις και ρήξεις που θα ανοίγουν το δρόμο για την υπέρβαση του καπιταλισμού", έχουν δηλαδή και τα τρία κοινή ιδεολογική βάση. Η ΝΔ αυτοχαρακτηρίζεται σαν κόμμα του "ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού" σε διάκριση από το νεοφιλελευθερισμό. Η ΠΟΛΑΝ μιλά για "παλαιές και ξεπερασμένες ιδεολογίες" και αντιπαραθέσεις, αναφέρεται στην "ιδεολογία του συγκεκριμένου" και στην πραγματικότητα υιοθετεί ακραίες νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις (34). Στην πολιτική τα τέσσερα κόμματα συγκλίνουν, ουσιαστικά υιοθετούν ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις, αφού δέχονται το πλαίσιο της ΕΕ, τη βασική αρχή της "ανοιχτής οικονομίας με ελεύθερο ανταγωνισμό".

Ο ρόλος τους στο πολιτικό σύστημα είναι διαφορετικός.

Χρειάζεται γνώση και τέχνη η αποκάλυψη της κοινής πολιτικής τους κατεύθυνσης που πρέπει να γίνεται και με κριτική στα προγράμματά τους και με τα συγκεκριμένα παραδείγματα των επιλογών τους στα μεγάλα - στρατηγικού χαρακτήρα - προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και με τα ειδικά κάθε χώρου, κλάδου κλπ. που εξάλλου συνδέονται στενά με τα πρώτα. Οι διαφορές στην ταχτική αποσκοπούν στην εξαπάτηση των εργαζομένων και οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα (π.χ. ιδιωτικοποιήσεις μέσω "μετοχοποίησης" ή εκποίησης των δραστηριοτήτων "φιλέτο" των ΔΕΚΟ).

Ιδιαίτερο ρόλο στο πολιτικό σύστημα παίζει ο ΣΥΝ. Η ηγεσία του προέρχεται βασικά από τις οπορτουνιστικές δυνάμεις που κατά καιρούς αποσπόνταν από το ΚΚΕ και στέκονται εχθρικά απέναντί του, με βασικό στόχο να το εξαφανίσουν σαναυτοτελές κόμμα της εργατικής τάξης. Κύρια μέθοδος όχι η κατά μέτωπο επίθεση αλλά η πλαγιοκόπηση, οι προσφορές για "ομαλές σχέσεις" και "συμπόρευση". Κατάληξη του οπορτουνιστικού ρεύματος είναι η αντεπανάσταση (Βλ. και εμπειρία ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων). Ο ΣΥΝ είναι δύναμη αντεπαναστατική. Αποτελεί προωθημένο φυλάκιο της κυρίαρχης τάξης μέσα στο λαϊκό κίνημα. Η πολιτική καταγωγή της ηγεσίας του, η "αριστερή" φρασεολογία περί "κοινωνικής δικαιοσύνης" και προστασίας των φτωχών στρωμάτων, οι θολές σοσιαλίζουσες διακηρύξεις είναι στοιχεία συγκάλυψης του πραγματικού χαρακτήρα και του ρόλου του. Η κυρίαρχη τάξη χρειάζεται και αξιοποιεί τέτοια κόμματα για την εξαπάτηση των μαζών. Χρειάζεται εφεδρείες στήριξης του συστήματος. Τέτοια κόμματα αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού που τα έχει ανάγκη για την ενσωμάτωση των μαζών (35). Η στάση του ΚΚΕ απέναντι στο ΣΥΝ πηγάζει από την ανάγκη να ξεσκεπάζεται ο χαρακτήρας αυτού του κόμματος μπροστά στους εργαζόμενους.

Στην Πολιτική Απόφαση αναφέρεται σε σχέση με τα κόμματα:

"Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων στην προσπάθεια αναπροσαρμογών και διαχείρισης του συστήματος, δεν είναι ακριβώς όμοιος. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αποτελούν τα βασικά στηρίγματα της προσπάθειας ανασυγκρότησης του καπιταλιστικού συστήματος στις σύγχρονες συνθήκες, λόγω του ρόλου που παίζουν στη διακυβέρνηση της χώρας, του μεγέθους τους και της στενής τους σχέσεις με τα κέντρα του ιμπεριαλισμού και το μεγάλο κεφάλαιο.

Τα υπάρχοντα μικρότερα κόμματα διαδραματίζουν το ρόλο της εφεδρείας και του αναχώματος, αντικειμενικά παίζουν το ρόλο του σωτήρα του πολιτικού συστήματος, ώστε να μην υποστεί ρωγμές, εξαιτίας διεργασιών και ανακατατάξεων μέσα στο λαό. Η κριτική που ασκούν στη σημερινή κατάσταση αφορά θέματα τακτικής, χειρισμών, διαδικασιών, δε θίγουν την ουσία των προβλημάτων, δε συνιστούν συνολικά άλλη πολιτική προς όφελος των εργαζομένων σε αντίθεση με τα συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου και τις επιλογές των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Η Πολιτική Ανοιξη αποτελεί τμήμα και προέκταση της κλασικής ιστορικής συντηρητικής παράταξης της χώρας. Ο "Συνασπισμός" υιοθετεί ένα μείγμα κλασικών, ουτοπικών, δημαγωγικών σοσιαλδημοκρατικών και φιλελεύθερων απόψεων. Ο ιδιαίτερος ρόλος του συνίσταται στο ότι αποτελεί το όχημα συκοφάντησης των αγωνιστικών παραδόσεων του λαού, μήτρα των ιδεών του συμβιβασμού και της πολιτικής ουράς στα κόμματα του μεγάλου κεφαλαίου. Το πρόγραμμα που ψήφισε στο πρόσφατο συνέδριό του δείχνει ακόμα μεγαλύτερη προγραμματική ταύτιση με το ΠΑΣΟΚ. Στο χώρο των άλλων πολιτικών δυνάμεων και ομάδων το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα αναπτύσσει κριτική σε επιλογές της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εμφανίζεται με φιλολαϊκή γλώσσα, περιχαρακώνει όμως το προγραμματικό του πλαίσιο στην υπεράσπιση της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ του '81 - '89, δηλαδή μιας πολιτικής που χρησιμοποίησε τα αριστερά και ριζοσπαστικά συνθήματα για να διαβρώσει και να ποδηγετήσει το λαϊκό κίνημα. Προβάλλει την αναγκαιότητα της ταξικής συνεργασίας, υιοθετεί αντιλήψεις μικροαστικού εθνικισμού.

Η πολιτική συνεργασία με αυτά τα κόμματα δεν είναι δυνατή, καθώς τα προγράμματα και η πολιτική τους κινούνται μέσα στη λογική της διαχείρισης του συστήματος".

"Μικρό και αποτελεσματικό" κράτος

Σήμερα οι εργαζόμενοι έχουν συγκεντρώσει αρκετή πείρα γι' αυτό το ιδεολόγημα. Μέσα από το ιδεολόγημα του "μικρού και αποτελεσματικού κράτους" ή "την αναποτελεσματικότητά του σαν επιχειρηματίας", παράλληλα με τη δικαιολογία της μείωσης των κρατικών ελλειμμάτων και την προώθηση του προγράμματος σύγκλισης, προωθούνται οι ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων και μια σειρά αλλαγές στην παιδεία, υγεία, κοινωνική ασφάλιση και τη δημόσια διοίκηση, όλες σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων.

Το "μικρό" κράτος αφορά πάντα μικρότερες κρατικές δαπάνες για τον εργαζόμενο, για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και επιφέρει συνολική πτώση του βιοτικού επιπέδου, αφορά το ξεπούλημα της κρατικής περιουσίας. Δεν αφορά καθόλου τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που ισχυροποιούνται (Συνθήκη Σένγκεν, επαγγελματοποίηση στρατού κλπ), τις στρατιωτικές δαπάνες που αυξάνονται, τη δημιουργία θεσμών "συναίνεσης", "κοινωνικού εταιρισμού" (π.χ. ΟΚΕ) και χειραγώγησης που στήνονται με την κρατική πρωτοβουλία. Το κράτος όχι μόνο δεν αποσύρεται από την οικονομία, αλλά προσαρμόζει τις κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, ώστε να υπηρετεί πιο αποτελεσματικά - στις νέες συνθήκες - τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Για να περάσει όσο το δυνατό απρόσκοπτα η προσπάθεια για κουτσούρεμα των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων για παιδεία, υγεία, ασφάλιση προβάλλονται διάφορα ιδεολογήματα και προσχήματα. Μιλάνε για κρίση του "κοινωνικού κράτους" και την αποδίδουν στη γήρανση του πληθυσμού (συντάξεις), στο ότι δίνονται παροχές σε κατηγορίες που δεν έχουν ανάγκη σε βάρος των πιο αδύνατων, στα κεκτημένα των "συντεχνιών" σε βάρος του συνόλου, στην "παγκοσμιοποίηση" της οικονομίας που στερεί από το κράτος τη δυνατότητα να ασκεί κοινωνική πολιτική εξαιτίας της έντασης του ανταγωνισμού κλπ (19).

Διακηρυγμένες κατευθύνσεις της κυβέρνησης και της ΕΕ είναι ότι πρέπει να δεθούν οργανικά "η κοινωνική πολιτική με την ανταγωνιστική οικονομία της αγοράς" και ότι πρέπει να "επαναπροσδιοριστεί η κοινωνική πολιτική". Οτι το κράτος σήμερα δεν πρέπει να διασφαλίζει το ίδιο την κοινωνική προστασία και τα άλλα δικαιώματα, αλλά να παίξει ρόλο του συντονιστή και ελεγκτή. Τον κύριο και βασικό ρόλο θα πρέπει να τον παίξει το ιδιωτικό κεφάλαιο (20).

Το κίνητρο αυτών των αλλαγών είναι η προσπάθεια για αύξηση της μάζας των καπιταλιστικών κερδών και του γενικού ποσοστού κέρδους, με τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης κάτω από την αξία της, είτε άμεσα (μισθοί, μείωση ασφαλιστικών εισφορών επιχειρήσεων), είτε έμμεσα (περιορισμός των δημόσιων δαπανών για υγεία, παιδεία, πρόνοια, πολιτισμό, γενικά δαπάνες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης). Αλλά υπηρετούνται και πολιτικοί στόχοι: οι αναδιαρθρώσεις που προωθούνται σε όλα τα πεδία οδηγούν στην απομόνωση του κάθε εργαζόμενου απέναντι στο κεφάλαιο, στην εξατομίκευση της διαπραγμάτευσης πώλησης της εργατικής δύναμης κατ' αρχήν και στη συνέχεια στην εξατομίκευση όσων συμπεριλαμβάνονται σήμερα σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνικές παροχές. Ετσι δίνεται χτύπημα και στο φύτρο της ταξικής συνείδησης που δημιουργείται σε αυτό το πρώτο επίπεδο, χτύπημα στη συλλογική δράση και διεκδίκηση, στην ταξική ενότητα και οργάνωση. Από τα πρώτα βήματα ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης μπαίνουν πρόσθετα εμπόδια, πολύ περισσότερο για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης ταξικής - σοσιαλιστικής συνείδησης.

Ενα βασικό ιδεολόγημα που προβάλλουν για να δικαιολογήσουν τις αλλαγές στην κοινωνική πολιτική είναι ότι σήμερα έχουμε να κάνουμε με τον "όψιμο καπιταλισμό" ή τη "μεταβιομηχανική κοινωνία" κλπ. που είναι κοινωνία των 2/3. Ισχυρίζονται ότι τα 2/3 του πληθυσμού επωφελούνται από την υπάρχουσα κοινωνική πολιτική και ότι αδικείται το 1/3. Η, σε άλλη παραλλαγή, ότι επωφελούνται οι μόνιμα εργαζόμενοι σε βάρος των ανέργων. Αρα τα 2/3 πρέπει να πληρώσουν με διάφορους τρόπους, ώστε να βελτιωθεί η θέση των υπολοίπων. Στα 2/3 κατατάσσουν την αστική τάξη, τα μεσαία στρώματα και ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, ενώ στο υπόλοιπο 1/3 κατατάσσουν τις πιο ακραίες μορφές φτώχειας και εξαθλίωσης, τους "απόρους", τις "κοινωνικές μειοψηφίες", τους μόνιμα ανέργους, αυτούς που χαρακτηρίζουν με το ιδεολόγημα "κοινωνικά αποκλεισμένοι". Με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζουν τους πραγματικούς ταξικούς διαχωρισμούς, την τεράστια πόλωση πλούτου - φτώχειας και υποβιβάζουν το επίπεδο αναγκών στις ανάγκες των εξαθλιωμένων, που επιδιώκουν να τους εξαγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί με τη μορφή φιλανθρωπίας, ανάλογη με τα ταμεία των ενοριών για τους απόρους στην Αγγλία του 18ου και 19ου αιώνα.

Τα επίσημα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά σε σχέση με το πού είναι συγκεντρωμένος ο πλούτος. Δυο μικρά δείγματα: Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΟΗΕ του 1996 για την ανθρώπινη εξέλιξη, τα περιουσιακά στοιχεία 385 δισεκατομμυριούχων (σε δολάρια) του πλανήτη ξεπερνούν το σύνολο του εισοδήματος κρατών στα οποία κατοικεί το 45% του πληθυσμού της Γης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της "Industrial News & Research" οι 1.086 μεγαλύτερες βιομηχανικές και εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις στη χώρα μας το 1995 είχαν κέρδη 349,7 δισ. δρχ., αύξηση 29% από το 1994. Για να κερδίσουν τα χρήματα αυτά πούλησαν προϊόντα αξίας 6,4 τρισ. δρχ., ποσό ελάχιστα μικρότερο από τα 6,7 τρισ. δρχ. που εισέπραξε το Δημόσιο το 1995 (ΝΕΑ 4/7/96).

Μέτρα και τρόποι που προτείνονται για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα είναι:

α) Τα ευνοημένα 2/3 της κοινωνίας να πληρώνουν ένα ολικό ή μερικό αντίτιμο για τις υπηρεσίες που τους παρέχει το κράτος.

β) Να συνδεθούν συστηματικά οι κοινωνικές παροχές με τη φορολόγηση π.χ. όπως γίνεται στη Ν. Ζηλανδία, όπου με την πρόσθετη φορολόγηση παίρνονται πίσω οι συντάξεις γήρατος που καταβάλλονται σε "ευκατάστατους" πολίτες. Αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί και στα οικογενειακά επιδόματα, στην υγεία, την εκπαίδευση κλπ.

γ) Οσοι δεν μπορούν να βρουν δουλιά στην τρέχουσα αγορά εργασίας, θα πρέπει να έχουν την επιλογή είτε να εκπαιδευτούν περαιτέρω είτε να ασχοληθούν σε έναν τομέα "εθελοντικής προσφοράς", σε νοσοκομεία, γηροκομεία, κέντρα ψυχαγωγίας της ΤΑ, με χαμηλές βεβαίως αμοιβές κάτω από τις συμβάσεις. Ο τομέας αυτός - τον αποκαλούν "τρίτο τομέα" πλάι στον ιδιωτικό και τον κρατικό - προτείνεται να λειτουργεί με βάση την αρχή της "αυτοδιαχείρισης". Το εμφανίζουν ως μέτρο δημοκρατίας και συμμετοχής των πολιτών. Στην πραγματικότητα, με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται να συγκαλυφτεί το πρόβλημα της ανεργίας, να δοθεί μια ψεύτικη διέξοδος με τον εθελοντισμό που δεν έχει καμιά σχέση με το δικαίωμα στη δουλιά.

Ακόμη ισχυρίζονται ότι έτσι αποτρέπεται η ψυχολογική και κοινωνική υποβάθμιση των ανέργων που ζουν με επιδόματα, ότι "απεξαρτώνται" από τη "συνήθεια" να ζουν από αυτά, ότι τους δημιουργούνται κίνητρα να ψάξουν για δουλιά και ότι μπορεί να υπάρξει βελτίωση της "ποιότητας ζωής" μέσω παροχής τέτοιων υπηρεσιών.

Το αποτέλεσμα αυτών των μέτρων είναι προφανές: Υπηρεσίες για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης που θα παρέχονται από κακοπληρωμένους, επιδοματούχους, ανειδίκευτους. Αποδέκτες αυτών των κακής ποιότητας υπηρεσιών θα είναι οι λαϊκές οικογένειες. Συμπίεση προς τα κάτω των μισθών και δικαιωμάτων όλης της εργατικής τάξης. Ο "τρίτος τομέας" θα δράσει σαν Δούρειος Ιππος υπέρ του κεφαλαίου.

Ο "ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ" ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ

Παγκόσμια και στη χώρα μας, εδώ και αρκετά χρόνια, γίνονται συζητήσεις για την κρίση των κομμάτων και της πολιτικής, την ανάγκη εκσυγχρονισμού. Παράλληλα με το "τέλος της ιστορίας", το "τέλος της βιομηχανικής εποχής", το "τέλος των ιδεολογιών" ακούμε για το "τέλος των κομμάτων", ορισμένοι ισχυρίζονται και το "τέλος της πολιτικής, με την πλήρη επιβολή της οικονομίας". Δεν μπορούμε να δούμε όλη αυτή την εσχατολογία ανεξάρτητα από τη γενική κρίση του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η "εσχατολογία" είναι μορφή αντανάκλασης της γενικής κρίσης του καπιταλισμού στην αστική συνείδηση.Για να δούμε αν επίκειται ο θάνατος της πολιτικής και των κομμάτων, τι βρίσκεται πίσω από την κρίση τους, θα πρέπει κατ' αρχήν να προσδιορίσουμε αυτές τις έννοιες σύμφωνα με τη θεωρία μας.

Η πολιτική
  • Η πολιτική σαν κοινωνικό φαινόμενο εμφανίζεται όταν μαζί με τις τάξεις και το κράτος, γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων. Απονεκρώνεται μαζί με το κράτος στον κομμουνισμό. Οι πολιτικές σχέσεις είναι σχέσεις ταξικές (21). Το περιεχόμενο της έννοιας της πολιτικής περιλαμβάνει το σύνολο των σχέσεων των τάξεων και στρωμάτων σε συνάρτηση με την κρατική εξουσία, το σύνολο των σχέσεων μεταξύ εθνών και κρατών (22).

Η πολιτική αποτελεί γενίκευση και συμπύκνωση της οικονομίας. Δηλαδή εκφράζει ταξικά συμφέροντα που δημιουργούνται στην οικονομική βάση της κοινωνίας, αλλά με τρόπο γενικευμένο.Στην πολιτική εκφράζονται τα πιο ριζικά, τα πιο αποφασιστικά οικονομικά συμφέροντα, από την ικανοποίηση των οποίων εξαρτώνται και τα δευτερεύοντα. Η πολιτική δεν ακολουθεί παθητικά την οικονομία. Εχει σχετική αυτοτέλεια από αυτή και αντεπιδρά πάνω στην οικονομική βάση όπως εκθέσαμε σε παραπάνω σημεία (23).

Η κατανόηση της σχέσης οικονομίας - πολιτικής είναι ουσιαστική για την ανάλυση των πολιτικών εξελίξεων και την κριτική στα αστικά ιδεολογήματα. Υπάρχουν δυο λαθεμένες απόψεις στο ζήτημα της σχέσης οικονομίας - πολιτικής. Η μια θεωρεί την πολιτική πιστή αντανάκλαση των οικονομικών εξελίξεων. Για παράδειγμα οποιεσδήποτε πολιτικές ανακατατάξεις μέσα ή ανάμεσα στα κόμματα που υπηρετούν το σύστημα τις αποδίδει μονοσήμαντα σε ανακατατάξεις ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους. Η άλλη αποσυνδέει την πολιτική από την οικονομία, απολυτοποιεί την αυτονομία της. Για παράδειγμα θεωρεί ότι η οικονομική κρίση είναι θέμα διαχείρισης και ότι μια άλλη διαχείριση του καπιταλισμού μπορεί να αναστρέψει την κρίση.

Η διεθνοποίηση δεν καταργεί καθόλου την πολιτική. Η ολιγαρχία παίρνει υπόψη τις εξελίξεις στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων παγκόσμια, το βάθεμα της κρίσης, τις σημερινές ανάγκες για τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή του συστήματος συνολικότερα. Με βάση αυτά χαράσσει μια στρατηγική και προχωρά σε αλλαγές, αυτό που συμβατικά ονομάζουμε καπιταλιστική αναδιάρθρωση ή ανασυγκρότηση. Είναι γεγονός ότι για την ολιγαρχία δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Είναι όμως ψέμα ότι για όλες τις τάξεις και στρώματα της ελληνικής κοινωνίας δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Το εθνικό κράτος δεν καταργείται (24), όπως λένε, με τη λεγόμενη "παγκοσμιοποίηση", όρος που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τη σημερινή πολιτική και σαν σκιάχτρο απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Το ζήτημα είναι ποιανού είναι το κράτος και σε όφελος ποιας τάξης ασκείται η πολιτική διεύθυνση. Ο διεθνισμός της εργατικής τάξης έχει σαν πρώτο καθήκον την "εθνική" δράση, δηλαδή την ταξική πάλη μέσα στη χώρα για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και την εξουσία. Οποιο εμπόδιο μπαίνει στην ιμπεριαλιστική "παγκοσμιοποίηση" είναι κέρδος για όλους τους λαούς. Για παράδειγμα η άρνηση του λαού της Νορβηγίας για ένταξη στην ΕΕ, το αντίστοιχο δημοψήφισμα στη Δανία ήταν μια θετική συνεισφορά στην πάλη ενάντια στο ιμπεριαλιστικό κέντρο.

Τα κόμματα
  • Τα κόμματα είναι πολιτικές οργανώσεις που εκφράζουν τα συμφέροντα τάξεων ή στρωμάτων της κοινωνίας. Είναι η ανώτατη μορφή ταξικής οργάνωσης (25). Στο δουλοκτητικό και φεουδαρχικό σύστημα το ρόλο κομμάτων έπαιζαν πολιτικές ομάδες που εξέφραζαν τα συμφέροντα τμημάτων των κυρίαρχων τάξεων ή των ανερχόμενων τάξεων. Οι δούλοι και οι δουλοπάροικοι, που ήταν οι βασικές εκμεταλλευόμενες μάζες, δεν είχαν τη δυνατότητα να οργανώσουν ανεξάρτητες πολιτικές ομάδες.

Με την άνοδο της συνείδησης της εργατικής τάξης ιδρύονται τα εργατικά κόμματα, τα οποία γίνονται κόμματα μαζικά. Η ικανότητα και αποτελεσματικότητά τους πολλαπλασιάζεται από την ικανότητα συγκεντρωμένης δράσης. Μέσω του κόμματός της η εργατική τάξη μετατρέπεται από "τάξη καθεαυτή" σε "τάξη για τον εαυτό της". Η ίδρυση των εργατικών κομμάτων αποτελεί ένα νέο στοιχείο στο πολιτικό εποικοδόμημα.

Στη συνέχεια, με την εμφάνιση της εργατικής αριστοκρατίας, έχουμε τη διάσπαση του εργατικού κινήματος και τη δημιουργία δυο κατευθύνσεων εργατικών κομμάτων. Των σοσιαλδημοκρατικών, αστικά εργατικά κόμματα (26) όπως τα ονόμαζε ο Λένιν, και των επαναστατικών εργατικών κομμάτων, των κομμουνιστικών κομμάτων.

Παράλληλα και τα αστικά κόμματα - που ως τότε λειτουργούσαν σαν ομάδες πολιτικών με χαλαρούς οργανωτικούς δεσμούς - προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και αποκτούν μαζική βάση και πιο οργανωμένη συγκρότηση για να εκπληρώσουν αποτελεσματικά μια βασική τους λειτουργία: τη σύνδεση με τις μάζες και μέσω αυτής την ενσωμάτωσή τους στο σύστημα.

Η ύπαρξη περισσότερων του ενός κομμάτων που υπηρετούν την εξουσία του κεφαλαίου, επιτρέπει στην αστική τάξη να κρατά πιο γερά την εξουσία περνώντας τη διακυβέρνηση από το "ένα χέρι στο άλλο". Εξάλλου το βασικό όργανο της δικτατορίας των μονοπωλίων είναι το κράτος.

Μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο, επικράτησε στη Δυτική Ευρώπη ένα πολιτικό σκηνικό, κύρια λειτουργία του οποίου ήταν η απομόνωση ή ουδετεροποίηση - ενσωμάτωση των κομμουνιστικών κομμάτων και ταυτόχρονα η ενσωμάτωση των εργαζομένων. Βοήθησε σ' αυτό η μεταπολεμική σχετικά καλή οικονομική κατάσταση και ανάπτυξη, που βασίστηκε βέβαια στο ξεζούμισμα του Τρίτου Κόσμου. Σε αυτές τις συνθήκες είχαμε μια ανάπτυξη της εργατικής αριστοκρατίας και δυνάμωμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Με τη συμβολή της σοσιαλδημοκρατίας διαδόθηκε η αντίληψη του "κοινωνικού κράτους", του "κράτους πρόνοιας", του "κράτους δικαίου". Ολα αυτά αποσκοπούσαν στον ιδεολογικό και πολιτικό έλεγχο των μαζών με τη βοήθεια του προσεκτικά κατασκευασμένου συστήματος εκπροσώπησης με πυρήνα το κομματικό σύστημα. Αυτά ίσχυσαν κυρίως στη Δ. Ευρώπη προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας. Ομως στην Ελλάδα εξαιτίας της οξύτητας της ταξικής πάλης (εμφύλιος και συνέχεια) ανάλογες εξελίξεις στο νομικοπολιτικό εποικοδόμημα (πολιτικό σύστημα) μπόρεσαν να υπάρξουν ολοκληρωμένα μόνο μετά το 1974.

Στις ΗΠΑ η μορφή του πολιτικού συστήματος εξελίχθηκε διαφορετικά. Η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων εδώ ποτέ δεν αμφισβητήθηκε επαναστατικά. Ετσι, η ενσωμάτωση των εργαζομένων δεν πήρε τις μορφές που πήρε στη Δ. Ευρώπη. Η χειραγώγηση συντελείται κύρια μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και τις αναρίθμητες οργανώσεις μιας κοινωνίας των "ψευδοπολιτών", απόλυτα ελεγχόμενες και ταυτισμένες με τις επιλογές των μονοπωλίων.

Κριτήριο για το χαρακτήρα του κάθε κόμματος είναι πρώτα από όλα η πολιτική πρακτική του. Με τον τίτλο και τις διακηρύξεις τα αστικά και μικροαστικά κόμματα που διαχειρίζονται το σύστημα ασκούν κοινωνική δημαγωγία (27).

H "γέννηση" του σοσιαλιστικού κράτους

Οπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, το επαναστατικό εργατικό κράτος δεν προβάλλει ολοκληρωμένο κάποια στιγμή της επαναστατικής κατάστασης. Στην πορεία του επαναστατικού αγώνα, η εργατική τάξη, ο επαναστατημένος λαός δημιουργεί μαζικές δομές με πολιτικό περιεχόμενο και "μετωπικό" χαρακτήρα, έξω και σε αντίθεση προς τις υπάρχουσες κρατικές δομές και θεσμούς της κυρίαρχης τάξης. Αυτές αποτελούν όργανα πάλης και ταυτόχρονα τα φύτρα της νέας λαϊκής εξουσίας που λύνουν προβλήματα οικονομικά, στρατιωτικά, επισιτιστικά κλπ. (εργατικός έλεγχος, δημιουργία ένοπλων εργατικών αποσπασμάτων, λαϊκά δικαστήρια κλπ.). Ανάλογη εμπειρία υπάρχει σε όλα τα επαναστατικά κινήματα, άσχετα από τη συγκεκριμένη μορφή που πήραν με την ιδιαιτερότητα της κάθε χώρας και ιστορικής στιγμής.

Αξιοποιώντας την παγκόσμια και ελληνική εμπειρία, το κόμμα μας δίνει ένα γενικό περίγραμμα της εξέλιξης του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης, σε σχέση με το πρόβλημα του κράτους. Στο πρόγραμμα αναφέρεται ότι:

"Στην πορεία της πάλης και στο βαθμό που βαθαίνει ο αντικαπιταλιστικός του χαρακτήρας, αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού λαϊκού μετώπου, οργανωμένου από τα κάτω και από τα πάνω, ικανού να συσπειρώνει στη δράση όλο και ευρύτερες λαϊκές μάζες. Αποκτά ποιοτικά γνωρίσματα ανώτερα από τα μαζικά κινήματα και τις οργανώσεις τους.

Τα όργανα αυτού του Μετώπου είναι τα επιτελεία του αγώνα σε κάθε επίπεδο, οργανωτές, καθοδηγητές σκληρών ταξικών συγκρούσεων. Δεν περιορίζονται στην άσκηση πίεσης και ελέγχου πάνω στο αστικό κράτος και στους άλλους αστικούς θεσμούς. Κινητοποιούν το λαό, ώστε να ματαιώνει αντιλαϊκές επιλογές, να μην πειθαρχεί στο επάνω. Διαμορφώνουν μέσα στην πάλη νέους λαϊκούς θεσμούς, σε σύγκρουση με τους αστικούς θεσμούς που νομιμοποιούν τη δικτατορία των μονοπωλίων. Διαπαιδαγωγούν και προετοιμάζουν το λαό να αξιοποιεί όλες τις μορφές πάλης και να είναι σε θέση να τις εναλλάσσει γρήγορα και ανάλογα με τις εξελίξεις. Τα καθοδηγητικά όργανα του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού λαϊκού μετώπου, οι λαογέννητοι θεσμοί που εμφανίζονται στη διάρκεια της αναμέτρησης και των ταξικών αγώνων αποτελούν τα έμβρυα της νέας πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της".

Το αστικό εθνικό κράτος στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών οργανισμών

Χαρακτηριστικό του ιμπεριαλισμού είναι η δημιουργία συνασπισμών. Σαν τάση έχει ήδη επισημανθεί από τον Λένιν (15). Η επιτάχυνση της διεθνοποίησης της οικονομικής ζωής, η ένταση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, η ένταση της ανισομετρίας στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού, όλα αυτά τα αλληλένδετα φαινόμενα βρίσκονται στη βάση της δημιουργίας των ιμπεριαλιστικών οργανισμών και συμφωνιών. Στις σύγχρονες συνθήκες παρουσιάζουν εξαιρετική πολυμορφία, π.χ., Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΟΟΣΑ, ΝΑΤΟ, ΠΟΕ, ΔΕΕ, ΕΕ, NAFTA, APEC κλπ.

Η ίδια αντικειμενική βάση, που δημιουργεί την τάση για ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, ωθεί και στους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό τους, σε κεντρόφυγες τάσεις. Οσα διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα ενόψει της ΟΝΕ είναι πολύ χαρακτηριστικά αυτών των ανταγωνισμών. Οσα διαδραματίστηκαν και διαδραματίζονται στα Βαλκάνια, ως πεδίο ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είναι ενδεικτικά για όσα πρόκειται να γίνουν και όχι μόνο στην περιοχή μας.

Η παρουσία και ο ρόλος αυτών των οργανισμών στο σύγχρονο κόσμο βάζουν το ερώτημα της σχέσης τους με το εθνικό κράτος. Υπάρχουν απόψεις που ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή ιδιαίτερα στην ΕΕ οδηγεί στην υπέρβαση του εθνικού κράτους μέσω της διαμόρφωσης ενός αυτόνομου υπερεθνικού κέντρου. Σε μια ακραία εκδοχή, προβάλλεται ότι ξεπεράστηκε πια η έννοια του έθνους, του εθνικού κράτους, ότι εισέρχεται η Ευρώπη σε μια φάση διάλυσης των εθνών. Οι πολιτικές συνέπειες της αποδοχής μιας τέτοιας αντίληψης είναι το αδυνάτισμα της πάλης στο εθνικό επίπεδο και, τελικά, η ενσωμάτωση στις επιδιώξεις των μονοπωλίων. Η μετατόπιση ορισμένων αρμοδιοτήτων του εθνικού κράτους σε διακρατικό επίπεδο δε συνιστά "διάλυση" του κράτους. Πρόκειται για κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, που γίνονται σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό επίπεδο, με διακρατική συμφωνία και εφαρμογή μέσω του εθνικού κράτους. Το ότι αυτές οι ρυθμίσεις δε γίνονται σε ισότιμη βάση, αλλά ηγεμονεύουν οι ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, δε σημαίνει διάλυση του εθνικού κράτους. Η ανισοτιμία, η επιβολή των συμφερόντων, κατά κύριο λόγο, του ισχυροτέρου, οι σχέσεις εξάρτησης των πιο αδύνατων κρατών, όλα όσα συνιστούν τα χαρακτηριστικά των σχέσεων μεταξύ εθνικών αστικών κρατών στον ιμπεριαλισμό και στους οργανισμούς του απορρέουν από την εσωτερική λειτουργία του αστικού κράτους. Οι εξωτερικές σχέσεις, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο, αποτελούν "προέκταση" των εσωτερικών ταξικών εκμεταλλευτικών σχέσεων και γι' αυτό δεν μπορεί παρά να έχουν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά.

Οι σχέσεις εξάρτησης από τις "μεγάλες δυνάμεις" συνοδεύουν το ελληνικό κράτος από τη δημιουργία του. Στο Πρόγραμμα του Κόμματος μιλάμε για την "ενδιάμεση και εξαρτημένη" θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, για περισσότερο οργανική προσαρμογή της χώρας σ' αυτό, μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και με τη συμμετοχή της σε διεθνείς διακρατικές συμφωνίες. Πρόκειται για σχέσεις που αντίκεινται στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεζομένων, αλλά όχι και στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Αντίθετα, το κεφάλαιο, μέσω της συμμετοχής της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς, αυξάνει τη δυνατότητα για κέρδη και στηρίζει την αναπαραγωγή του συστήματος στη χώρα μας. Το αστικό κράτος, στηριγμένο στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ενισχύεται ολόπλευρα απέναντι στις καταπιεζόμενες κι εκμεταλλευόμενες μάζες.

Εγκαιρα το ΚΚΕ απάντησε στο θέμα εθνικό κράτος - ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί που έθεσαν με μια νέα μορφή οι εξελίξεις στην ΕΕ. Το 1993 στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για την ΕΟΚ και την ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση επισημαίναμε ότι: "Η ΕΟΚ αποτελεί μια μορφή καπιταλιστικής ενοποίησης, με τάση μετατόπισης αρμοδιοτήτων από το εθνικό κράτος προς ένα υπερεθνικό κέντρο, με βάση τη διακρατική συμφωνία συνεργασίας.

Δεν απολυτοποιούμε τον όρο "υπερεθνικός". Δεν πρόκειται για κέντρο, μέσω του οποίου αναιρείται ο ρόλος του κράτους γενικά, αντίθετα, αυτός ενισχύεται σε ένα άλλο επίπεδο στα πλαίσια στης ΕΟΚ... Η έννοια του έθνους, της εθνικής πολιτικής, του εθνικού κράτους δεν έχει ξεπεραστεί. Ούτε διαφαίνεται τάση ότι έτσι θα εξελιχθεί στο ορατό μέλλον. Αντίθετα, οι δυσκολίες και αντιφάσεις της ενοποίησης δείχνουν ότι γίνονται και αντίθετες κινήσεις. Το ΕΟΚικό διακρατικό κέντρο έχει ανάγκη από την εθνική κρατική παρέμβαση. Γι' αυτό, άλλωστε, ασκούνται έμμεσες και άμεσες παρεμβάσεις για την πολιτική και κοινωνική συναίνεση, για την αναμόρφωση και ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος στις διάφορες χώρες, ώστε να εμποδιστεί η ανάπτυξη της ταξικής πάλης, η ριζοσπαστικοποίηση των μαζών" (Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη 10 - 11/4/93, Υλικά της ΠΣ, εκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 42 - 43).

Η συμμετοχή στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και τους άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, οι εξελίξεις στο ιμπεριαλιστικό σύστημα επιβάλλουν προσαρμογές και στο πολιτικό σύστημα στη χώρα μας, που η άρχουσα τάξη τις συνοψίζει με τον όρο "εκσυγχρονισμός".

Ο "εκσυγχρονισμός" του κράτους και των θεσμών

Οι κρατικοί θεσμοί κατοχυρώνουν μια ταξική κυριαρχία. Οι αστικοί θεσμοί μπορεί να έχουν λιγότερα ή περισσότερα στοιχεία δημοκρατισμού, κάτω από την επίδραση του ταξικού αγώνα της εργατικής τάξης, ενός συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων (π.χ. η ΤΑ σε παλιότερες περιόδους). Κανένας όμως αστικός θεσμός, όσο δημοκρατικός κι αν είναι, δεν αντίκειται και δεν ανατρέπει την ουσία των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Καμιά δημοκρατική μεταρρύθμιση δεν αλλοιώνει την ταξική ουσία του κράτους ως οργάνου της δικτατορίας της αστικής τάξης. Ιδιαίτερα οι λεγόμενοι "συμμετοχικοί" θεσμοί αξιοποιούνται από την άρχουσα τάξη για την ενσωμάτωση των εργαζομένων στο σύστημα (16). Οι δημοκρατικές διεκδικήσεις δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά πρέπει να εντάσσονται και να υποτάσσονται στην επαναστατική πάλη. Είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων να υπάρχουν, όσο το δυνατόν, περισσότερα στοιχεία δημοκρατισμού, στο βαθμό που αξιοποιούνται για την άνοδο της ταξικής πάλης, αλλιώς θα δημιουργούν εφησυχασμό, αυταπάτες και τελικά θα αναιρεθούν (17). Η αστική και μικροαστική ιδεολογία υιοθετεί την ιδέα ότι το πρωταρχικό είναι οι θεσμοί και όχι οι κοινωνικές σχέσεις. Οι πολιτικές δυνάμεις που υπηρετούν το κεφάλαιο προσπαθούν να πείσουν ότι αν "εκσυγχρονιστούν" οι θεσμοί θα μπούμε σε δρόμο επίλυσης των προβλημάτων.

Ο ΣΥΝ παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο στην προώθηση της θεσμολαγνίας. Θεωρεί όλα τα προβλήματα ζήτημα κατάλληλων ή όχι θεσμών, πέρα και έξω από κάθε ταξικό περιεχόμενο, ξεκομμένα από τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις (18).Η συζήτηση για εκσυγχρονισμό, που γίνεται από αυτούς, που, με τον έναν ή άλλο τρόπο, στηρίζουν την εξουσία του κεφαλαίου, δεν εξυπηρετεί μόνο το στοιχείο του πολιτικού και κοινωνικού ελιγμού, την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων και αυταπατών στους εργαζόμενους, αλλά και πραγματικές ανάγκες της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης.

Οι υποστηρικτές των νόμων της "οικονομίας της αγοράς", της απελευθέρωσης κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, ανθρώπων, επιδιώκουν να παραμεριστούν τα όποια θεσμικά, νομικά εμπόδια που δυσκολεύουν, έστω στο ελάχιστο, αυτήν την ελευθερία. Ορισμένα τέτοια εμπόδια υπάρχουν και στο σημερινό Σύνταγμα, που απαγορεύει, π.χ., τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αυτή η αντίφαση πρέπει, κατά τη γνώμη τους, να λυθεί. Τα τελευταία χρόνια προετοιμάζεται ποικιλότροπα το έδαφος. Βέβαια, όταν χρειάζεται, δε διστάζουν να τη λύσουν, παραβιάζοντας το ίδιο το αστικό σύνταγμά τους. Π.χ., το Σύνταγμα απαγορεύει την πρόσληψη αλλοδαπών στον κρατικό μηχανισμό, με μη αναθεωρητέα διάταξή του. Ομως η Βουλή ψήφισε, το καλοκαίρι '96, νόμο που επιτρέπει την πρόσληψη για λόγους εναρμόνισης με το κοινοτικό Δίκαιο. Ανάλογες προσπάθειες γίνονται για την ιδιωτικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης (π.χ. θέσεις Αρσένη για τη δήθεν ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια).

Σταδιακά αντικαθιστούν το κλασικό σύστημα κομματικών πελατειακών σχέσεων με ένα άλλο σύστημα, που θα απαιτεί τη γενικότερη συναίνεση, την πλήρη χειραγώγηση, αλλά, ταυτόχρονα, θα διασφαλίζει και ορισμένους κανόνες αξιοκρατίας, ιδιαίτερα για θέσεις εργασίας που απαιτούν γνώσεις και ειδίκευση.

To κλασικό σύστημα των πελατειακών σχέσεων δεν εξυπηρετεί τις ανάγκες της κυρίαρχης τάξης σήμερα, προχωρά προς το τέλος του, χωρίς να σημαίνει ότι θα καταργηθεί τελείως. To βλέπουμε να επιβιώνει μέσω της Τοπικής και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Παίζει ρόλο και το γεγονός ότι έχει διαβληθεί στα μάτια των εργαζομένων, ίσως όμως δεν είναι αυτός ο κυριότερος λόγος. Αλλοι είναι σημαντικότεροι.

Η συρρίκνωση της παραγωγικής κρατικής δραστηριότητας με τις ιδιωτικοποιήσεις, η χρεοκοπία χιλιάδων επιχειρήσεων, η συνολική μείωση των θέσεων εργασίας στερεί τα κυβερνητικά κόμματα από τη δυνατότητα να ρουσφετολογούν τόσο πλατιά και απροκάλυπτα. Ο βουλευτής δεν μπορεί να ικανοποιεί τα προσωπικά αιτήματα των ψηφοφόρων με τον ίδιο τρόπο, γιατί ο ιδιώτης έχει τους δικούς του μηχανισμούς. Οι νέες πελατειακές σχέσεις χτίζονται σε άλλη βάση και με τη βοήθεια των κοινοτικών κονδυλίων, που αποτελούν, εκτός των άλλων, ένα ισχυρό εργαλείο για την εξαγορά στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και τη χειραγώγηση του λαού. Ενα πυκνό και πλατύ δίχτυ εξαγοράς και εκμαυλισμού συνειδήσεων στήνεται μέσα από την Τοπική και Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα, γυναικείες οργανώσεις, άλλες οργανώσεις και ιδρύματα με βάση κυρίως τα προγράμματα της ΕΕ. Το αστικό κράτος προσπαθεί να εξαρτήσει και να αφυδατώσει από κάθε ριζοσπαστισμό κάθε κίνημα. Επιχειρεί να αντικαταστήσει τους φορείς του λαϊκού κινήματος με "θεσμούς" κάτω από την κρατική ομπρέλα, είτε να συμπεριλάβει τις μαζικές λαϊκές οργανώσεις σε "δίκτυα" που χειραγωγούνται από το κράτος ή μηχανισμούς της ΕΕ, για να χτυπήσει το διεκδικητικό τους χαρακτήρα και να τις μετατρέψει σε "εταίρους" του κεφαλαίου. Παραδείγματα τέτοιας προσπάθειας είναι το Youth Forum της ΕΕ, το ΕΣΟΝΕ (Εθνικό Συμβούλιο Οργανώσεων Νέων Ελλάδας), το υπό ίδρυση ΕΣΥΝ (Εθνικό Συμβούλιο Νεολαίας), η "Βουλή των εφήβων", το "Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών" κλπ.

Ιδιαίτερο ρόλο στη χειραγώγηση του εργατικού κινήματος έχουν οι πολυπλόκαμοι θεσμοί "ταξικής συνεργασίας", όπως η ΟΚΕ, ινστιτούτα μελετών συνδικαλιστικών οργανώσεων ή "τριμερούς συμμετοχής", που αναζητούν "λύσεις" για τα προβλήματα των εργαζομένων στα πλαίσια της "κοινωνικής συναίνεσης" και του "διαλόγου", που αναγορεύεται σε δρόμο επίλυσης των λαϊκών προβλημάτων, σε διάκριση και αντίθεση με την ταξική πάλη.

Στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος, κυριαρχεί μια ισχυρή γραφειοκρατία, εξαγορασμένη και υποταγμένη στο κεφάλαιο, στενά συνδεμένη με τα κόμματα που υπηρετούν την άρχουσα τάξη, με το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς της ΕΕ. Προδίδει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, προωθεί την ταξική συνεργασία, την "κοινωνική συναίνεση" στο όνομα του "εκσυγχρονισμού", της προσαρμογής στις αναπόφευκτες τάχα διεθνείς εξελίξεις, στο όνομα της "παγκοσμιοποίησης", της ΕΕ κ.ο.κ. Η αποκάλυψη αυτών των προδοτικών στοιχείων μπροστά σε όλη την εργατική τάξη είναι απαραίτητος όρος για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Ως εκσυγχρονισμός και εκδημοκρατισμός του κράτους μέσω της αποκέντρωσης προβλήθηκε και η θεσμοθέτηση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα πώς μια απαίτηση για δημοκρατική μεταρρύθμιση, ένα λαϊκό αίτημα μπορεί να κοπεί και να ραφτεί στα μέτρα των μονοπωλίων, και έτσι κουτσουρεμένο να προβάλλεται σαν κατάκτηση του λαού και βήμα προόδου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια προσαρμογή του αστικού κράτους για την προώθηση των γενικότερων αντιδραστικών αλλαγών. Πρόκειται για ένα νέο φορομπηχτικό μηχανισμό, δίοδο ιδιωτικοποιήσεων και αφαίρεσης κοινωνικών και εργασιακών κατακτήσεων του λαού.

Το αστικό κράτος στην εποχή του ιμπεριαλισμού

Το καπιταλιστικό κράτος είναι όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης, όργανο της δικτατορίας της. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, η δύναμη του αστικού κράτους συνενώνεται με τη δύναμη των μονοπωλίων (κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός) και επιβάλλει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, με μια ακόμη μεγαλύτερη ανάμειξη στην οικονομία και σε όλη την κοινωνική ζωή από ό,τι στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό. (10)

Στην Ελλάδα αυτή η διαδικασία, για ιστορικούς λόγους, έγινε αργότερα από τις ηγετικές καπιταλιστικές χώρες, πάνω σε μια πιο αδύνατη οικονομικά βάση και υπό καθεστώς εξάρτησης, σήμερα ωστόσο έχει ολοκληρωθεί. (11)

Τη συνένωση - συγχώνευση δεν πρέπει να την κατανοούμε με έναν απλουστευτικό τρόπο. Το κράτος διατηρεί μια σχετική αυτοτέλεια απέναντι στα ξεχωριστά μονοπώλια. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου εκπροσωπώντας τα γενικά καπιταλιστικά συμφέροντα έρχεται σε αντίθεση με συγκεκριμένα μονοπώλια. Για παράδειγμα οι ΗΠΑ το 1995 απαγόρευσαν προγραμματισμένες επενδύσεις αμερικάνικων επιχειρήσεων στο Ιράν παρά την αντίδραση των συγκεκριμένων εταιριών. Στην Ελλάδα στην περίοδο των κυβερνήσεων της ΝΔ (Καραμανλής) 1975 - '76 - '77 έγιναν μια σειρά κρατικοποιήσεις συγκρότημα επιχειρήσεων Ανδρεάδη - Εμπορική Τράπεζα και 17 επιχειρήσεις υπό τον έλεγχό της - Ολυμπιακή, αστικές συγκοινωνίες (ΕΑΣ), ηλεκτρικός σιδηρόδρομος (ΗΣΑΠ), Εταιρία Υδρευσης Αποχέτευσης (ΕΥΔΑΠ),που συνάντησαν την αντίδραση ισχυρών κύκλων της άρχουσας τάξης. Η τότε ηγεσία του ΣΕΒ κατηγόρησε την κυβέρνηση για "σοσιαλμανία".

H σχετική αυτοτέλεια του κράτους από την τάξη, της οποίας είναι όργανο εξουσίας, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αστικής τάξης για αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας της. Δημιουργείται μέσω του καταμερισμού εργασίας,με βάση τον οποίο την κρατική εξουσία καθοδηγεί όχι όλη η τάξη, αλλά ένα τμήμα της τάξης, η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία και οι αστοί πολιτικοί. Αυτός ο καταμερισμός δίνει τη δυνατότητα στο τμήμα της τάξης που ασχολείται με την πολιτική να βλέπει από μια ευρύτερη σκοπιά τα συμφέροντα της αστικής τάξης και επομένως να γενικεύει αυτά τα συμφέροντα και να σχεδιάζει στρατηγική για την εξυπηρέτησή τους. Στη λειτουργία του αυτή μπορεί να έρθει σε αντίθεση με τμήματα της ολιγαρχίας. Αυτό δεν είναι φαινόμενο της εποχής μας. Ηδη ο Κ. Μαρξ το εντοπίζει σαν δυνατότητα και πραγματικότητα από τον προηγούμενο αιώνα. (12) Βρίσκεται μέσα στη φύση της πολιτικής.

Στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, ωστόσο, εξαιτίας της σύμφυσης που προαναφέρθηκε, τα όρια ανάμεσα στο τμήμα της αστικής τάξης που ασχολείται με την πολιτική και στις μονοπωλιακές "κορυφές" - ιδιοκτήτες ή μάνατζερς - γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. Για παράδειγμα, έχουμε συνεχή μετακίνηση διευθυντικών στελεχών ιδιωτικών επιχειρήσεων σε ανώτερες κρατικές θέσεις, κρατικές επιχειρήσεις, σύμβουλοι κλπ. - και αντίστροφα. Τα λεγόμενα "διαπλεκόμενα" συμφέροντα είναι μια πλευρά, μια έκφραση της σύμφυσης. Επιφανή μέλη της διεθνούς ολιγαρχίας σε κοινές συσκέψεις με τους πολιτικούς, μέσα από διάφορες "λέσχες" (γνωστή η Μπίλντεμπεργκ) εκπονούν στρατηγικές του διεθνούς κεφαλαίου. Ενα γνωστό παράδειγμα από την ιστορία είναι ότι η άνοδος του Χίτλερ στην Καγκελαρία της Γερμανίας (30/1/1933) αποφασίστηκε σε κοινή σύσκεψη του Χίτλερ με εκπροσώπους των κορυφαίων γερμανικών μονοπωλίων, στις 4/1/1933.

Θεμελιακό στοιχείο της κρατικής λειτουργίας στο ιμπεριαλιστικό στάδιο είναι ο αντικομμουνισμός. Οι κρατικοί μηχανισμοί πάντα είναι έτοιμοι με μυστικά σχέδια να αντιμετωπίσουν τον "εσωτερικό εχθρό", τα ΚΚ. Οι αποκαλύψεις για τα πιο πολυδιαφημισμένα "κράτη δικαίου" της Δ. Ευρώπης, για να μην αναφέρουμε τις ΗΠΑ όπου τα πράγματα είναι προφανή, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Εχουμε τα παραδείγματα του σχεδίου "Κόκκινη Προβιά" στην Ελλάδα, "Ξίφος" ("Γκλάντιο") στην Ιταλία, τις μυστικές αποθήκες όπλων για δράση ενάντια στον "εσωτερικό εχθρό" στο Βέλγιο, την Αυστρία ("Ρ", 23/1/1996), την υπόθεση της Νορβηγίας ("Ρ", 21/7/96) κ. ά. Το κράτος επίσης δρα αντικομμουνιστικά αξιοποιώντας τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του και όχι μόνο (π.χ. υπόθεση Οργουελ και άλλων "αριστερών", σύνδεσή τους με ειδικό κλιμάκιο των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας που είχε σαν αποστολή την αξιοποίηση "προοδευτικών" διανοουμένων). Εκπαιδευτικό σύστημα, εκκλησία, ταινίες, σίριαλς, βιβλία, παρεμβάσεις στα ΜΜΕ από πλήθος διανοουμένων που πληρώνονται με τον ένα ή άλλο τρόπο από τον κρατικό κορβανά είναι μερικά από τα κανάλια του αντικομμουνισμού με εκλεπτυσμένη ή χοντροκομμένη παρέμβαση, ανάλογα με τις συνθήκες. Μια αιχμή της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας είναι τα πρώην σοσιαλιστικά καθεστώτα. Η φύση, η προσφορά, οι αιτίες ανατροπής τους. Αλλη αιχμή η ιστορία του κινήματός μας (αποτίμηση γεγονότων και προσώπων, Ζαχαριάδης, Βελουχιώτης, Πλουμπίδης κ. ά). Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης συνοδεύτηκε από έντονη προσπάθεια απόκρυψης του ηγετικού ρόλου του ΚΚΕ, διαστρέβλωσης και ευνουχισμού των στόχων της και ενσωμάτωσης των αγωνιστών της.

Κρατικοί μηχανισμοί, τα άλλα κόμματα με ιδιαίτερο τρόπο και τα ΜΜΕ συντονίζονται όσον αφορά την επιχειρηματολογία στην αντικομμουνιστική επίθεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος - "καρμπόν" που αντιμετώπισαν το 15ο συνέδριο. Ο ΣΥΝ παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο επεξεργαστή αντικομμουνιστικών ιδεών από τα "αριστερά", τις οποίες υιοθετούν και ακολουθούν και οι άλλοι.

Ωστόσο, τίθεται ένα ερώτημα: Γιατί οι εκμεταλλευόμενοι δεν κατανοούν τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, παρ' όλο που και στη χώρα μας τα στοιχεία είναι αρκετά;

Επιγραμματικά τρεις βασικές αιτίες
  • Από την ίδια τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, από την οικονομική βάση, δημιουργούνται αυταπάτες για ελευθερία και ισότητα, μια ψεύτικη συνείδηση που διαμορφώνεται αυθόρμητα και δεν ανταποκρίνεται στις εκμεταλλευτικές σχέσεις. Πρόκειται για τον ισχυρότερο αρνητικό παράγοντα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης από την αστική ιδεολογία και πολιτική.
  • Η λειτουργία της ενσωμάτωσης των καταπιεζομένων μαζών μέσα από μηχανισμούς διαμόρφωσης της συνείδησης, που διαθέτει η κυρίαρχη τάξη, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην απόκρυψη της φύσης και του πραγματικού ρόλου του κράτους. Η αποτελεσματικότητα αυτών των μηχανισμών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην αυθόρμητη ψεύτικη συνείδηση. Αν η εκμετάλλευση πρόβαλλε καθαρά στην κοινωνική επιφάνεια, όσο ισχυροί και αν ήταν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, δε θα μπορούσαν να επιδρούν στο βαθμό που το κάνουν σήμερα.

Το σχολείο, τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης και η Εκκλησία, που στην Ελλάδα είναι στενά δεμένη με το κράτος (το Σύνταγμα αναγνωρίζει επικρατούσα θρησκεία στο ελληνικό κράτος) (13) είναι τρεις ισχυρότατοι μηχανισμοί ιδεολογικής χειραγώγησης του λαού. Πρόκειται για σημαντικά κανάλια από τα οποία διοχετεύεται στους εργαζόμενους το συμφέρον της άρχουσας τάξης ως γενικό, "πανεθνικό" συμφέρον, με φρουρό το κράτος.

  • Το κράτος, παράλληλα με την κατασταλτική λειτουργία, εκπληρώνει οργανωτικές λειτουργίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για την κοινωνία (π.χ. δημόσια έργα υποδομών, παιδεία, υγεία, πρόνοια κλπ.), έστω και αν πολλά από αυτά τα αναλαμβάνει κάτω από την πίεση των αγώνων των εργαζομένων. Εδώ βρίσκεται μια αντικειμενική αιτία για τις ψευδαισθήσεις που έχουν πολλοί εργαζόμενοι ότι το αστικό κράτος είναι εκπρόσωπος του γενικού συμφέροντος. Ολοι έχουμε ακούσει εργαζόμενους που, όταν δεν ικανοποιούνται άμεσα αιτήματά τους, λένε "μα στην Ελλάδα δεν υπάρχει κράτος" και άλλα ανάλογα.

Πάντα το αστικό κράτος είχε τέτοιες δραστηριότητες. Από την αυγή του καπιταλισμού, και μάλιστα από την περίοδο της πρωταρχικής συσσώρευσης, όπως την εκθέτει ο Μαρξ για την Αγγλία, στο Κεφάλαιο, το κράτος εκπλήρωνε γενικά κοινωνικά καθήκοντα και υπηρεσίες "πρόνοιας" πέρα από την παρέμβαση στην οικονομία, πρώτα απ' όλα στην αγορά της εργατικής δύναμης, (π.χ. καθορισμός ανώτατου ορίου στο μεροκάματο πάνω από 400 χρόνια - ως το 1813 - για να γίνει η συσσώρευση και οργάνωση ενός γιγαντιαίων διαστάσεων και διεθνούς κλίμακας δουλεμπορίου. Αλλες κρατικές μεθόδους για την πρωταρχική συσσώρευση: αποικιακό σύστημα, σύστημα δημόσιων χρεών, φορολογικό και προστατευτικό σύστημα). Το έκανε βέβαια σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο και πάντα προς το συμφέρον των καπιταλιστών για τη διατήρηση της απαραίτητης εργατικής δύναμης. Στην Αγγλία, που πρώτα αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός, το κράτος δημιουργούσε υποδομές, νομοθετούσε για τη συμπλήρωση του μεροκάματου από το ταμείο για τους φτωχούς της ενορίας ως που να φτάνει ένα επίπεδο για μια απλή φυτοζωή του εργάτη, για την "εκπαίδευση" εργαζομένων παιδιών, τοποθετούσε επιθεωρητές εργασίας και δημόσιας υγείας, έφτιαχνε "σπίτια δουλιάς" και δημόσια έργα για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την αποφυγή της φυσικής εξόντωσης της εργατικής δύναμης από την πείνα και την παρεμπόδιση της μετανάστευσης που θα προξενούσε προβλήματα για το κεφάλαιο στην αγορά εργατικής δύναμης κ. ά. (14)

Εξαιτίας των τριών λόγων που εκθέσαμε η εργατική τάξη και οι φυσικοί σύμμαχοί της δεν μπορούν να αντιληφθούν αυτόματα την ουσία, το χαρακτήρα του αστικού κράτους. Χρειάζεται η ιδεολογικοπολιτική δουλιά του Κόμματος για την αποκάλυψη του ρόλου του αστικού κράτους, για την κατανόηση ότι δεν είναι "υπερταξικό", "ουδέτερος" ρυθμιστής των κοινωνικών αντιθέσεων, αλλά ότι έχει συγκεκριμένο ταξικό χαρακτήρα. Αλλά και παραπέρα να κατανοηθεί, τουλάχιστον από μια ισχυρή πρωτοπορία, ότι το αστικό κράτος δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και να αλλάξει την ταξική του ουσία. Προκειμένου να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός χρειάζεται να ανατραπεί, να "τσακιστεί" και, στη θέση του, να οικοδομηθεί το νέο κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Ο μαρξισμός - λενινισμός για την κοινωνία

Ο μαρξισμός - λενινισμός δίνει επιστημονικά κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα μιας κοινωνίας. Θα υπενθυμίσουμε ορισμένα βασικά στοιχεία της θεωρίας μας:

Κάθε κοινωνία δεν είναι ένα μηχανικό άθροισμα ατόμων, αλλά ένα σύνολο, ένας κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός (χρησιμοποιείται και ο όρος "σύστημα"), όπου οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με ένα πλήθος σχέσεων οικονομικών - παραγωγικών, πολιτικών, νομικών, ιδεολογικών. Από όλες αυτές τις σχέσεις οι πιο σημαντικές, με την έννοια ότι καθορίζουν σε τελευταία ανάλυση και τις άλλες, είναι οι σχέσεις παραγωγής που το σύνολό τους αποτελεί αυτό που ονομάζουμε οικονομική διάρθρωση ή οικονομική βάση του σχηματισμού. Πυρήνας των σχέσεων παραγωγής είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας.

Η έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού είναι μια τεράστια επιστημονική προσφορά των Μαρξ - Ενγκελς για την κατανόηση της κίνησης της κοινωνίας και το διαδοχικό πέρασμα από έναν κατώτερο σε έναν ανώτερο κοινωνικό σχηματισμό (πρωτόγονο κοινοτικό, δουλοκτητικό, φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, κομμουνιστικό - του οποίου πρώτη φάση είναι ο σοσιαλισμός). Επέτρεψε να κατανοήσουμε την κοινωνία, σαν ένα οργανικό σύνολο, όπου τον κινητήριο ρόλο παίζει η πάλη των τάξεων στη βάση των υλικών - ταξικών συμφερόντων των ανθρώπων που πηγάζουν από τη θέση που κατέχουν στην κοινωνική παραγωγή.

Ο Λένιν τη θεωρούσε σαν επιστημονική επανάσταση που "ανύψωσε για πρώτη φορά την κοινωνιολογία ως το επίπεδο της επιστήμης" γιατί "Ως τώρα για τους κοινωνιολόγους ήταν δύσκολο, μέσα στο πολύπλοκο δίχτυ των κοινωνικών φαινομένων, να κάνουν διάκριση ανάμεσα στα σπουδαία και τα μη σπουδαία φαινόμενα (αυτό ακριβώς είναι η ρίζα του υποκειμενισμού στην κοινωνιολογία) και δεν ήταν σε θέση να βρουν ένα αντικειμενικό κριτήριο για να κάνουν έναν τέτοιο διαχωρισμό. Ο υλισμός έδωσε ένα απόλυτο αντικειμενικό κριτήριο, ξεχωρίζοντας τις σχέσεις παραγωγής, σα διάρθρωση της κοινωνίας και δημιουργώντας τη δυνατότητα να εφαρμοστεί σε αυτές τις σχέσεις το γενικό εκείνο επιστημονικό κριτήριο της επανάληψης, που οι υποκειμενιστές αρνούνταν ότι μπορεί να εφαρμοστεί στην κοινωνιολογία" (Απαντα, τ. 1, σελ. 136). Η ανακάλυψη αυτή εκτός από τη μεγάλη επιστημονική σημασία, έχει και ανάλογη πολιτική σημασία. Εξοπλίζοντας την πρωτοπορία της εργατικής τάξης με ένα αντικειμενικό εργαλείο ανάλυσης, της επιτρέπει να σχηματίζει μια αληθινή και συνολική εικόνα της κοινωνικής πραγματικότητας ώστε να κατευθύνει ορθά την επαναστατική πράξη.

Οι σχέσεις παραγωγής διαμορφώνονται ανεξάρτητα από τη θέληση και τη συνείδηση των ανθρώπων και είναι αυτές που προσδιορίζουν, καθορίζουν το χαρακτήρα της κοινωνίας. Οι σχέσεις παραγωγής βρίσκονται σε αδιάσπαστη ενότητα με τις παραγωγικές δυνάμεις. Σε κάθε βαθμίδα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αντιστοιχούν ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Η ενότητα παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής αποτελεί τον τρόπο παραγωγής. Ο τρόπος παραγωγής καθορίζει τη φύση ενός κοινωνικού σχηματισμού. Φυσικά, σε μια ιστορικά καθορισμένη κοινωνία μπορεί να υπάρχουν και επιβιώσεις από προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Π.χ. στην Ελλάδα είχαμε ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μισοφεουδαρχικά υπολείμματα. Η φύτρα του επόμενου, π.χ. οι αστικές σχέσεις γεννήθηκαν μέσα στη φεουδαρχία.

Ολες οι υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις αποτελούν εποικοδόμημα πάνω στην οικονομική βάση και βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση αλληλεπίδρασης μαζί της. Το κράτος, η πολιτική, οι νόμοι, οι κάθε είδους θεσμοί και οργανώσεις (συνδικάτα, κόμματα, εκκλησίες, εκπαιδευτικό σύστημα κ. ά), οι ιδεολογίες, η τέχνη ανήκουν στο εποικοδόμημα. (1)

Το νομικοπολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα διαπερνάται από αντιφάσεις εφόσον "αντανακλά" μια οικονομική βάση που επίσης είναι αντιφατική. Παρόλο που σε αυτό κυριαρχεί η άρχουσα κάθε φορά τάξη, υπάρχουν επίσης οι οργανώσεις και οι ιδέες που εκφράζουν τις εκμεταλλευόμενες τάξεις και στρώματα.

Η αλλαγή της οικονομικής βάσης οδηγεί αναπόφευκτα στην αλλαγή του εποικοδομήματος. (2) Ομως το εποικοδόμημα δεν είναι μια παθητική αντανάκλαση της βάσης, αλλά βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με αυτήν, δηλαδή αντεπιδρά και επηρεάζει την οικονομική βάση. Ενα επίκαιρο παράδειγμα είναι η πολιτική της αλλαγής των εργασιακών σχέσεων η οποία επιδρά στην οικονομική βάση, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση των καπιταλιστικών κερδών. Ο Ενγκελς ιδιαίτερα αναφέρεται αρκετά στη σχέση οικονομικής βάσης - εποικοδομήματος. Τονίζει ότι η παραγωγή και αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής, η οικονομική βάση, είναι ο καθοριστικός παράγοντας σε "τελευταία ανάλυση" και όχι ο μοναδικός παράγοντας που επιδρά στην ιστορική κίνηση. (3) Το εποικοδόμημα που αντιστοιχεί σε μια ιστορικά καθορισμένη οικονομική βάση λειτουργεί με σχετική αυτοτέλεια για την ανάπτυξη ή τη διατήρησή της, ανάλογα με την ιστορική φάση της εξέλιξης του κοινωνικού σχηματισμού. Πολύ μεγαλύτερη επίδραση αποκτά ο πολιτικός παράγοντας κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, η οποία απαιτεί κατάκτηση της εξουσίας ώστε, μέσω της πολιτικής, να αλλάξει επαναστατικά - ριζικά η οικονομική βάση. (4)

Το βασικό στοιχείο του νομικοπολιτικού εποικοδομήματος είναι το κράτος.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Με αφορμή την επίθεση του κεφαλαίου εναντίον των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, ακούγονται πολύ συχνά οι όροι "κοινωνικό κράτος" και "κράτος πρόνοιας". (5) Γνωστός επίσης είναι ο όρος "κράτος ευημερίας", άλλοι μιλάνε για "σύγχρονο ανθρώπινο κράτος", "έντιμο κράτος" και άλλα ανάλογα. (6) Από την αρχή χρειάζεται να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η ορολογία δεν ανταποκρίνεται σε μια επιστημονική προσέγγιση του θέματος, συσκοτίζει τη φύση του κράτους γενικά, του αστικού κράτους ιδιαίτερα. Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να έχουμε υπόψη ορισμένα θεμελιακά σημεία της μαρξιστικής - λενινιστικής θεωρίας για το κράτος, που ισχύουν και για το περιεχόμενο, την ουσία του ελληνικού κράτους. Οπωσδήποτε όσον αφορά τη μορφή, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα αστικά κράτη στις διάφορες χώρες, μιας και αποτελούν προϊόντα συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης. Στη βάση αυτή το ελληνικό κράτος διαφέρει για παράδειγμα από το γαλλικό, όσον αφορά τους θεσμούς, τις δομές, τη θέση και τη δύναμη στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όμως δε διαφέρει όσον αφορά το ταξικό περιεχόμενο.

Για ποιο λόγο υπάρχει το κράτος και τι ρόλο παίζει στην κοινωνική ζωή, είναι ένα κεντρικό ζήτημα του ιδεολογικού αγώνα. Μεγάλη υπήρξε η επιστημονική προσφορά του Φ. Ενγκελς στη διερεύνηση αυτού του θέματος (μια βασική πηγή της έρευνάς του για την πορεία διαμόρφωσης της κρατικής εξουσίας αποτελεί η αρχαία Ελλάδα). (7)

Σύμφωνα με τη θεωρία μας, το κράτος δεν υπήρχε πάντα. Είναι φαινόμενο ιστορικό, με αρχή και τέλος. Οι ρίζες του βρίσκονται στην εποχή της διάλυσης του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος, όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ο καταμερισμός εργασίας επέτρεψαν τη δημιουργία ενός ορισμένου πλεονάσματος προϊόντων και τη συγκέντρωσή του σε ορισμένα χέρια. Εμφανίστηκε δηλαδή σαν νομοτελειακό αποτέλεσμα της γέννησης των τάξεων και της ταξικής πάλης.

Το κράτος προήλθε από την κοινωνία, από την ανάγκη του ελέγχου των ταξικών ανταγωνισμών για να μη διαλυθεί η κοινωνία, πράγμα που θα έβαζε σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου. Το κράτος θα πάψει να υπάρχει, θα "σβήσει", θα "απονεκρωθεί" με την εξάλειψη των τάξεων και των ταξικών αντιθέσεων, στον αναπτυγμένο κομμουνισμό. (8)

Οι αστοί υποστηρίζουν ότι το κράτος είναι ουδέτερος ρυθμιστής των κοινωνικών αντιθέσεων. Το κράτος όμως επειδή γεννήθηκε μέσα στην πάλη των τάξεων, δεν είναι ουδέτερο απέναντι στις τάξεις, αλλά αποτελεί το όργανο επιβολής της θέλησης της κυρίαρχης οικονομικά τάξης. (9) Είναι το όργανο επιβολής της πολιτικής της εξουσίας, της δικτατορίας της, περιφρουρεί ένα συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής. Αυτή είναι η ουσία του κράτους, επομένως είναι όργανο καταστολής, αλλά και οργάνωσης των συμμαχιών της άρχουσας τάξης. Στα εκμεταλλευτικά συστήματα, το κράτος επιβάλλει την κυριαρχία και τα συμφέροντα της μειοψηφίας πάνω στην εκμεταλλευόμενη πλειοψηφία. Το σοσιαλιστικό κράτος, η δικτατορία του προλεταριάτου διαφέρει ριζικά από το κράτος στα εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα, ως προς το ότι επιβάλλει την εξουσία της πλειοψηφίας των πρώην εκμεταλλευομένων πάνω στη μειοψηφία των εκμεταλλευτών τους.

Η δικτατορική ουσία, δηλαδή η διά της βίας επιβολή, φαίνεται πιο καθαρά σε περιόδους όξυνσης της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα όταν τίθεται το ζήτημα της εξουσίας, όχι φυσικά ότι δεν υπάρχει και στις άλλες περιόδους. Το αστικό κράτος σε τέτοιες καταστάσεις, όπως έχει δείξει η ιστορία, ακόμη και αυτό με τις πιο προωθημένες αστικοδημοκρατικές μορφές, παραμερίζει κάθε επίφαση δημοκρατίας και προτάσσει τη γυμνή βία των κατασταλτικών μηχανισμών του. Στη χώρα μας επανειλημμένα η άρχουσα τάξη έχει καταφύγει στην ανοιχτά δικτατορική άσκηση της εξουσίας, με τον παραμερισμό των αστικοδημοκρατικών θεσμών προκειμένου να περισώσει την εξουσία της. Η κρατική καταστολή σε οξυμένες στιγμές της ταξικής πάλης, πολύ περισσότερο σε περίπτωση επαναστατικής κατάστασης, επιδρά όχι μόνο κοντοπρόθεσμα, τη στιγμή που ασκείται για την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων αλλά και μακροπρόθεσμα. Η βία επιδρά βαθιά στην εργατική τάξη και το λαό, στη συνείδηση, στην απόφαση για αγώνα. Η εργατική τάξη γνωρίζει από την πείρα της, και οι νεότεροι διαισθάνονται, το κόστος μιας γενικότερης αναμέτρησης με την εξουσία. Το αστικό κράτος φροντίζει στις μέρες μας, όχι μόνο να χρησιμοποιεί αλλά και να προβάλλει τις "επιδόσεις" του κατασταλτικού μηχανισμού, να απειλεί όσους "προσβάλλουν την έννομη τάξη".

Βασικά γνωρίσματα του κράτους είναι:

  • Η δημόσια εξουσία: δηλαδή το σύστημα οργάνων και θεσμών που συγκροτούν τον κρατικό μηχανισμό και πρώτα απ' όλα οι μηχανισμοί καταστολής (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές).
  • Η ύπαρξη δικαίου, υποχρεωτικών δηλαδή κανόνων που έχουν καθιερωθεί και επικυρωθεί από το κράτος.
  • Η εδαφική αρχή: η κρατική εξουσία κατέχει κι ελέγχει ορισμένη, καθορισμένη γεωγραφική περιοχή.

Κάθε κράτος εκπληρώνει δυο βασικές λειτουργίες, την εσωτερική και τηνεξωτερική. Κύρια είναι η εσωτερική που αποβλέπει στην εξασφάλιση της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Η εξωτερική (σχέσεις με τα άλλα κράτη) λειτουργία απορρέει από την εσωτερική, τη συνεχίζει και τη συμπληρώνει.

Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Από την αστική πλευρά, πολύ συχνά χρησιμοποιούνται διάφοροι όροι, για να προσδιορίσουν τη σύγχρονη κοινωνία, όπως "κοινωνία της αλληλεγγύης", "κοινωνία των πληροφοριών", "κοινωνία της γνώσης", "μεταβιομηχανική κοινωνία", "κοινωνία των υπηρεσιών" κ.ο.κ. Οι κομμουνιστές υποστηρίζουμε ότι η ελληνική κοινωνία είναι καπιταλιστική και, μάλιστα, στην τελευταία βαθμίδα ανάπτυξης του καπιταλισμού, τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό (ΚΜΚ) (βλ. πρώτη διάλεξη). Είναι φανερό ότι τα κριτήρια προσδιορισμού του χαρακτήρα της κοινωνίας μας είναι διαφορετικά.

Φυσικά, η διαμάχη αστικής και κομμουνιστικής ιδεολογίας γύρω από το χαρακτήρα της κοινωνίας δεν είναι ελληνικό, ούτε σύγχρονο φαινόμενο. Χρονολογείται από την εμφάνιση του επιστημονικού σοσιαλισμού. Οι αστικοί χαρακτηρισμοί, που θέλουν να φαντάζουν καινούριοι, αναπαράγουν, στην πραγματικότητα, παλιές αστικές θεωρίες προηγουμένων αιώνων, με νέα, σε μερικές περιπτώσεις, μορφή. Επιδιώκουν να κρύψουν την εκμεταλλευτική ουσία του συστήματος. Επειδή ακριβώς το θέμα είναι γενικότερο, θα κάνουμε μια επιγραμματική αναφορά στις αστικές θεωρίες για την κοινωνία και στη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία, ώστε να δοθεί σε γενικές γραμμές η διαφορά στην προσέγγιση και διερεύνηση του ζητήματος "χαρακτήρας μιας κοινωνίας", επομένως και της ελληνικής κοινωνίας.

Οι αστικές θεωρίες για την κοινωνία

Οι αστικές θεωρίες για την κοινωνία προσδιορίζουν το χαρακτήρα μιας κοινωνίας, με βάση δευτερεύοντα ή και αυθαίρετα χαρακτηριστικά, είτε αποσπώντας βασικά χαρακτηριστικά από την ενότητά τους με τα υπόλοιπα. Πάνω απ' όλα αρνούνται ότι οι σχέσεις παραγωγής είναι το θεμελιακό στοιχείο προσδιορισμού μιας κοινωνίας. Αντικειμενικά, αποκρύπτουν έτσι την ταξική εκμεταλλευτική φύση της καπιταλιστικής κοινωνίας και παίζουν ρόλο απολογητή και υπερασπιστή της. Π.χ., στον προσδιορισμό "βιομηχανική" ή "μεταβιομηχανική" κοινωνία, αποσπώνται τα μέσα παραγωγής από τις σχέσεις παραγωγής και θεωρούνται το καθοριστικό στοιχείο. Στη βάση αυτή, μια κοινωνία καπιταλιστική εξισώνεται με μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η θεωρία για τη "βιομηχανική" κοινωνία (γνωστότεροι εκπρόσωποι Γκαλμπρέιθ, Ρόστοου, Μπελ, Βίνερ, Αρόν κ.ά.) και, στη συνέχεια, η "μεταβιομηχανική" κοινωνία και τα διάφορα παρακλάδια και αποχρώσεις ("κοινωνία των υπηρεσιών", της "γνώσης", "της πληροφορίας" κ.ο.κ.) έχουν μεγάλη διάδοση και ισχυρή επιρροή. Εμφανίζονται σε ντοκουμέντα κομμάτων, τοποθετήσεις πολιτικών, στα ΜΜΕ.

Οι αστικές θεωρίες για την κοινωνία δε δημιουργούνται στο "κενό", από την τυχαία έμπνευση του ενός ή του άλλου διανοητή. Αποτελούν μια συμπυκνωμένη και, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, παραμορφωμένη αντανάκλαση της υλικής ανάπτυξης του καπιταλισμού στην αστική συνείδηση και ακολουθούν την ιστορική άνοδο, σταθεροποίηση και παρακμή της αστικής τάξης. Μπορούμε σε χοντρές γραμμές να διακρίνουμε δυο περιόδους της ιστορικής ανάπτυξης των αστικών θεωριών για την κοινωνία: Μια περίοδο ακμής και μια παρακμής, χρονολογούμενες η πρώτη από τον 17ο αιώνα έως το 1830 και η δεύτερη από το 1830 ως σήμερα. Το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και η γενική κρίση του σήμανε την πλήρη αντιδραστικοποίηση της αστικής θεωρητικής σκέψης.

Οι αντιλήψεις των αστών διαφωτιστών του 17ου και 18ου αιώνα περί "κοινωνικού συμβολαίου" (κυρίως Χομπς, Σπινόζα, Λοκ, Μοντεσκιέ, Ρουσό, Καντ),έχουν βαθιά επιδράσει στην αστική θεωρητική σκέψη και αποτελούν τη βάση αστικών αντιλήψεων και σήμερα. Σύμφωνα με τη θεωρία του "κοινωνικού συμβολαίου", οι άνθρωποι είναι "από τη φύση τους ελεύθεροι" και συνενώνονται στην κοινωνία, σύμφωνα με τη θέλησή τους, εκχωρώντας, ταυτόχρονα, κατά ένα μέρος ή συνολικά, την ελευθερία τους, για να έχουν τα πλεονεκτήματα της συνένωσης σε κοινωνία ή σε "πολιτική κοινωνία" (δηλαδή, κοινωνία με ύπαρξη κράτους).

Ωστόσο, ο ακριβής προσδιορισμός των πηγών των σύγχρονων αστικών θεωριών για την κοινωνία είναι δύσκολος και γιατί υπάρχουν πολλές παραλλαγές κάθε θεωρίας και γιατί τα σύνορα ανάμεσα στις διάφορες αστικές θεωρίες είναι δυσδιάκριτα. Σε πολύ γενικές γραμμές, θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι παρακάτω παλιές θεωρίες αποτελούν τις βασικές πηγές των αστικών αντιλήψεων, που πλασάρονται σαν σύγχρονες και πρωτοποριακές:

1) Η θεωρία των τριών παραγωγικών συντελεστών, σύμφωνα με την οποία εργασία, φύση και κεφάλαιο δημιουργούν την αξία. Βασικός εκπρόσωπος, ο Σε Ζαν Μπαπτίστ (1767 - 1832), οπαδός του ελεύθερου εμπορίου και της μη επέμβασης του κράτους στην οικονομική ζωή, προπαγανδιστής της αρμονίας των ταξικών συμφερόντων. Ανάλογη είναι η θεωρία για την "κοινωνική αρμονία". Φρεντερίκ Μπαστιά (1801 - 1850) και Τζον Στιούαρτ Μιλ (1806 - 1873). Δεν υπάρχει αντίθεση συμφερόντων αστικής και εργατικής τάξης. Ο ελεύθερος συναγωνισμός είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εδραίωση της κοινωνικής αρμονίας. Ο δεύτερος θεωρούσε ότι με μεταρρύθμιση των σχέσεων διανομής θα ξεπερνιούνταν οι αντιθέσεις του καπιταλισμού. Αυτή η αντίληψη αναπτύχθηκε και από άλλους στη συνέχεια, όπως από τον κοινωνιολόγο T. A. Marshall στον 20ό αιώνα, από τον οποίο αντλούν πολλές από τις σύγχρονες αντιλήψεις, όπως αυτήν του "κοινωνικού αποκλεισμού", του "κοινωνικού κράτους", των "κοινωνικών δικαιωμάτων". Ο ίδιος στο έργο του αφήνει ανοιχτό το θέμα ως πού μπορούν να φτάσουν τα κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς να αμφισβητηθεί η ύπαρξη της "ελεύθερης αγοράς" και της αστικής "οικονομικής ελευθερίας".

2) Η τεχνοκρατική θεωρία. Βέμπλεν Θορνστάιν (1857 - 1929). Ξεχωρίζει σαν το καθοριστικό στοιχείο της κοινωνίας την τεχνολογία, αποσπασμένη από τις σχέσεις παραγωγής. Σε μερικές εργασίες του, πρότεινε να ανατεθεί η καθοδήγηση της κοινωνίας σε μηχανικούς και τεχνικούς, οι οποίοι, χρησιμοποιώντας την πολιτική εξουσία, θα αναπτύξουν την παραγωγή προς όφελός της. Αναλογίες με αυτήν παρουσιάζει η θεωρία της "διευθυντικής κοινωνίας". Τζέιμς Μπάρναμ(1905 -...) . Σύμφωνα με αυτήν, ο καπιταλισμός ξεπερνιέται και αντικαθίσταται από ένα νέο εκμεταλλευτικό σύστημα και το αντίστοιχό του κράτος, όπου κυρίαρχη τάξη είναι οι διευθυντές, οι τεχνοκράτες, οι μάνατζερς. Προχωρημένο στάδιο αυτής της κοινωνίας ήταν ο υπαρκτός σοσιαλισμός και το ναζιστικό/φασιστικό κράτος. Πρώιμη και όχι ολοκληρωμένη εμφάνιση της "διευθυντικής κοινωνίας" είναι τα καπιταλιστικά κράτη, με μεγάλη ανάμειξη του κράτους στην οικονομική ζωή (χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα το "New Deal" στις ΗΠΑ).

3) Η αστική θεωρία της ιδεολογίας, Καρλ Μανχάιμ (1893 - 1947), σύμφωνα με τον οποίο δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας στη γνώση των κοινωνικών φαινομένων. Η ιστορία της κοινωνικής σκέψης είναι ιστορία της σύγκρουσης ταξικών - υποκειμενικών κοσμοθεωριών, δηλ. διαστρεβλωμένων αντανακλάσεων της κοινωνικής πραγματικότητας.

4) Η θεωρία της εξελικτικής ανάπτυξης της κοινωνίας. Εντουαρντ Μπερνστάιν(1850 - 1932). Οι αντιλήψεις του Μπερνστάιν αποτελούν την έκφραση διείσδυσης στους κόλπους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της θετικιστικής θεώρησης της ιστορικής διαδικασίας. Ο θετικισμός εννοούσε την ιστορία μεταφυσικά, σαν μια διαδικασία ποσοτικής συσσώρευσης. Οι εξελικτικές θεωρήσεις του 19ου αιώνα έχουν την πηγή τους στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και σε φιλοσοφικά ρεύματα, όπως αυτό του χυδαίου υλισμού, το θετικισμό (Κοντ κ.ά.) και την εξελικτική θεωρία του Σπένσερ. Ο ίδιος ο Μπερνστάιν είχε βαθιά επηρεαστεί από τη νεοκαντιανή σχολή της φιλοσοφίας, αλλά και από την προσωπική του ενασχόληση με το έργο του Καντ. Τον αναφέρουμε ξεχωριστά, όχι γιατί η θεωρία του είναι αυτοτελής, αφού πρόκειται για αποτέλεσμα της επίδρασης της αστικής φιλοσοφίας και ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα, αλλά γιατί προβάλλεται σαν κατ' εξοχήν θεωρητικός της σοσιαλδημοκρατίας.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο κέντρο της ιδεολογικής διαπάλης βρίσκονται τα θέματα που αφορούν το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα στη χώρα μας (πολιτικό σύστημα). Ζητήματα όπως ο χαρακτήρας της κοινωνίας, του κράτους και των θεσμών και η "ανάγκη εκσυγχρονισμού" τους, γίνονται αιχμή στην ιδεολογική επίθεση που εξαπέλυσε η κυρίαρχη τάξη της χώρας μας για να πείσει τους εργαζόμενους ότι οι αντιδραστικές αλλαγές που προωθεί είναι μονόδρομος και προς το συμφέρον όλων. Πρόκειται βεβαίως για αναγκαίες για τα συμφέροντα της ολιγαρχίας και τη μακροημέρευση του καπιταλιστικού συστήματος προσαρμογές. Οι κομμουνιστές υπερασπίζουν όσα έχουν κατακτήσει οι εργαζόμενοι, αλλά γνωρίζουν ότι μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα η αμφισβήτηση κάθε κατάκτησης αργά ή γρήγορα είναι αναπόφευκτη. Γνωρίζουν επίσης ότι αυτές οι κατακτήσεις υπήρξαν αντανάκλαση του επαναστατικού αγώνα, όπως εκφραζόταν σε κάθε χώρα και διεθνώς με την ύπαρξη του σοσιαλιστικού συστήματος. Η ολιγαρχία εξαναγκάστηκε σε ελιγμούς και υποχωρήσεις. Ρόλο έπαιξε και η σχετικά ευνοϊκή μεταπολεμική οικονομική κατάσταση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Οι κομμουνιστές επιδιώκουν τη συγκέντρωση δυνάμεων με τη μορφή του Μετώπου για σύγκρουση με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό για το σοσιαλισμό. Από αυτή τη θέση εναντιώνονται στις αλλαγές που προωθεί η κυρίαρχη τάξη και οργανώνουν την πάλη για την απόκρουσή τους. Οχι για να "μείνουμε στα παλιά", αλλά για να συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι ότι δεν μπορούν να λύσουν τα ζωτικά προβλήματά τους στα πλαίσια του καπιταλισμού. Την αναγκαιότητα και δυνατότητα μιας διαφορετικής, ανώτερης οργάνωσης της κοινωνίας, της σοσιαλιστικής, όπου εκεί θα αντιστοιχηθεί η ζωή τους με τις δυνατότητες που παρέχουν τα επιτεύγματα της εποχής μας. Την αναγκαιότητα και δυνατότητα της δημιουργίας του δικού τους κράτους, μιας ανώτερης δημοκρατίας, εντελώς νέων θεσμών σε μορφή και περιεχόμενο, του σοσιαλιστικού κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Ο εξοπλισμός των κομμουνιστών με τις βασικές μαρξιστικές - λενινιστικές θέσεις για ορισμένα ζητήματα που αφορούν το πολιτικό σύστημα (νομικοπολιτικό εποικοδόμημα) και τα πορίσματα των επεξεργασιών μας για το χαρακτήρα των αλλαγών που προωθεί το κεφάλαιο σε αυτό το πεδίο υπό το γενικό όρο "εκσυγχρονισμός", είναι απαραίτητο όπλο για να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που θέτει ο ιδεολογικός και πολιτικός αγώνας για τη συγκρότηση του Μετώπου και για να κατευθυνθεί και διαδραματίσει το ρόλο που εμείς επιδιώκουμε. Αυτός είναι ο στόχος της 3ης διάλεξης στη "Σειρά διαλέξεων σε επίκαιρα ιδεολογικά και πολιτικά θέματα" της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ