Τετάρτη 16 Γενάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 16
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ- ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ - ΕΜΠΟΡΟΙ
Θύματα της φιλομονοπωλιακής πολιτικής

Οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι μικρέμποροι βρίσκονται σε δεινή θέση, η οποία χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει. Το εισόδημά τους διαρκώς μειώνεται. Τα έξοδα αυξάνονται και αναγκάζονται να δουλεύουν όλο και περισσότερο για το ολοένα μικρότερο εισόδημα. Οι αιτίες γι' αυτή την κατάσταση πρέπει να αναζητηθούν στις ασκούμενες πολιτικές των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Πολιτικές που σχεδιάζονταν και εξακολουθούν να σχεδιάζονται με αποκλειστικό γνώμονα την ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου και των μονοπωλίων. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσονται το σύνολο των μέτρων που πάρθηκαν τη δεκαετία του '80 στο όνομα της ΕΟΚ, αργότερα της επονομαζόμενης «ελεύθερης αγοράς», μετά για την ένταξη στην ΟΝΕ και τώρα στο όνομα της περιβόητης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την ένταση της επίθεσης των μονοπωλίων στην κατεύθυνση των αναδιαρθρώσεων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων, την ένταση των μεθοδεύσεων για την αναδιανομή των αγορών προς όφελος των μονοπωλίων και την ανακατανομή του εισοδήματος υπέρ της ολιγαρχίας του πλούτου. Εξάλλου, και η καθιέρωση του ευρώ ως ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος εντάσσεται στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των μονοπωλίων, της διευκόλυνσης του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις συναλλαγές του, με στόχο τον περιορισμό του ρίσκου στην κίνηση κεφαλαίων για να γίνει πιο ευέλικτο στον οξυνόμενο ανταγωνισμό μεταξύ των πολυεθνικών.

Μέσα σ' αυτό το οικονομικό περιβάλλον οι μικρές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ και οι οικογενειακού χαρακτήρα επιχειρήσεις, μαζί με εκείνες που απασχολούν το πολύ μέχρι τέσσερις εργαζόμενους και αποτελούν την πλειοψηφία στη χώρα μας, βρίσκονται αντιμέτωποι με τη μονοπώληση της αγοράς από μια χούφτα ομίλους που διαμορφώνουν κανόνες ζούγκλας στην αγορά, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας από τον τζίρο που πραγματοποιείται. Σ' αυτό συνέτειναν πολιτικές όπως η «απελευθέρωση» της αγοράς, η απελευθέρωση ουσιαστικά της ασύδοτης δράσης των μεγάλων επιχειρήσεων των πολυκαταστημάτων και των σούπερ μάρκετ. Μια πολιτική που συνοδεύτηκε από μια σειρά άλλα επιμέρους μέτρα όπως είναι η «απελευθέρωση» του ωραρίου και της επαγγελματικής στέγης, η απελευθέρωση των τιμών και των εισαγωγών, η αύξηση της φορολογίας (κατά 335% στο διάστημα 1992-1998), η αποδυνάμωση και τελικά η κατάργηση στην πράξη της 197 ΑΝΕ, που μπορούσε να αποτελέσει μια χρηματοδοτική ανάσα για τη βιοτεχνία.

Αποψη από παλαιότερη κινητοποίηση των ΕΒΕ
Αποψη από παλαιότερη κινητοποίηση των ΕΒΕ
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι από τα μέσα της δεκαετίας του '80, που ξέσπασε η λαίλαπα σε βάρος των μικρών και των αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ, η όλη προσπάθεια των κυβερνήσεων συνοδεύτηκε από παχιά λόγια και κάλπικες υποσχέσεις για δήθεν ευκαιρίες που θα δημιουργούνταν για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την εφαρμοζόμενη πολιτική και από την προοπτική της ενσωμάτωσης αρχικά στην ΕΟΚ και μετέπειτα στην ΕΕ. Βέβαια, η συντριπτική πλειοψηφία των ΕΒΕ, αντί να δει να ανοίγονται προοπτικές, ήρθε αντιμέτωπη με μια πολιτική που άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές που εκτόπισαν από την αγορά μεγάλο κομμάτι της παραγωγής παραδοσιακών βιοτεχνικών κλάδων. Χαρακτηριστικά είναι ακόμα και τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία στη δεκαπενταετία 1985-1999 ο δείκτης της παραγωγής σε παραδοσιακούς κλάδους έχει πέσει κατακόρυφα. Για παράδειγμα στην ένδυση και την υπόδηση ο δείκτης στο διάστημα αυτό «έπεσε» κατά 53%, στο δέρμα κατά 63,1%, στο μέταλλο κατά 19,1%. Στο λιανεμπόριο μόνο στα χρόνια 1998 και 1999 το 47% του τζίρου που πραγματοποιήθηκε στην αγορά το καρπώθηκε μόλις το 1,4% των εμπορικών επιχειρήσεων, ενώ ειδικά στο χώρο της διατροφής το 70% των πωλήσεων πραγματοποιήθηκε από τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ. Αυτές οι πολιτικές, άλλωστε, είναι που οδήγησαν στο κλείσιμο πάνω από 15.000 μικρά παντοπωλεία από το 1980 μέχρι το 1998, σε λιγότερο από είκοσι χρόνια.

Γνωστή είναι και η ιστορία με τα περίφημα «ευρωπαϊκά προγράμματα», που χρησιμοποιήθηκαν για την ενίσχυση της κυβερνητικής προπαγάνδας και διαφημίστηκαν σαν «πακτωλός» για τις «μικρομεσαίες» επιχειρήσεις. Στην πράξη δεν ήταν τίποτα άλλο παρά κονδύλια που ροκανίστηκαν από ελάχιστες μεσαίες και κύρια μεγάλες επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα 445 δισ. δρχ. που διατέθηκαν στο διάστημα από το 1994 μέχρι το 1999 το 54,5% διατέθηκε σε επιχειρήσεις που καμία σχέση δεν έχουν με την ελληνική πραγματικότητα των μικρών επιχειρήσεων, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αυτοαπασχολούμενοι ΕΒΕ ή απασχολούν το πολύ μέχρι τέσσερις εργαζόμενους. Εξάλλου, τα κριτήρια που τίθενται εξαρχής από την ΕΕ για τη συμμετοχή σ' αυτά τα προγράμματα είναι τέτοια που αυτές τις επιχειρήσεις τις αποκλείουν «από χέρι». Ταυτόχρονα με την κατάργηση της βιοτεχνικής χρηματοδότησης εισήχθησαν τα «νέα χρηματοδοτικά εργαλεία», κύρια οι συνεταιριστικές τράπεζες και οι εταιρίες αμοιβαίων εγγυήσεων, που στην ουσία ισοδυναμούν με ένα είδος αυτοχρηματοδότησης και άλλα από αυτά «πέθαναν» πριν προλάβουν να γεννηθούν και άλλα «ψυχορραγούν», χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρουν κάποια ουσιαστική βοήθεια τόσο σε ποσά όσο και σε έκταση.


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ