Πέμπτη 21 Φλεβάρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Ο θλιβερός Μιχαήλ

Κάθε φορά που βλέπω στις οθόνες της τηλεόρασης εκείνον τον πανάθλιο Γκορμπατσόφ, να περιφέρεται - θλιβερός και αξιολύπητος Καραγκιόζης - στις αυλές των ισχυρών της Δύσης, διαφημίζοντας πίτσες και προφυλακτικά, για να εισπράξει μερικά από τα αργύρια της προδοσίας του, μου έρχονται στο νου οι στίχοι από κάποιο ποίημα που απαγγέλλαμε, παιδιά, στο Δημοτικό σχολείο: «Γιάννη, γιατί έκοψες το πεύκο / γιατί; γιατί; Αγέρας θα 'ναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί».

Είχε κόψει με το τσεκούρι του ο Γιάννης ένα ωραίο, θεόρατο πεύκο, που ίσκιωνε την αυλή του και στόλιζε όλη τη γειτονιά, και πούλησε τα ξύλα του στο παζάρι, για λίγες δραχμές. Εβαλε τα χρήματα σε μια σακούλα, και την κρέμασε από το λαιμό του, για μεγαλύτερη σιγουριά. Ομως, όσο περνούσαν οι μέρες, η σακούλα βάραινε σα μολύβι μέσα στον κόρφο του. Ησυχία δεν εύρισκε, ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Ακουγε κάθε βράδυ στον ύπνο του φωνές, και έβλεπε χιλιάδες πουλιά, που τους χάλασε, μαζί με το πεύκο, τις φωλιές με τα μικρά τους, να τον κυνηγούν και να φωνάζουν όλα μαζί: «Φονιά! Φονιά! Γιατί έκοψες το πεύκο μας; Γιατί;». Και έτρεχε, λέει, ο Γιάννης, και γύριζε στις ερημιές, κυνηγημένος από τις τύψεις του. Πάει να σταθεί για λίγο κάτω από ένα δεντράκι, να προφυλαχτεί από τον καυτερό ήλιο, μα το δέντρο παίρνει τα πράσινα κλαδιά του και τον ίσκιο του, και φεύγει μακριά... Σκύβει σε μια βρυσούλα, να πιει λίγο νερό, να ξεδιψάσει, μα η βρυσούλα στερεύει αμέσως, για να μην πιει το νερό της ο φονιάς. Και ο Γιάννης, κυνηγημένος από τις Ερινύες και δαρμένος αλύπητα από τη συνείδησή του, πέφτει κάποια στιγμή στο δρόμο και πεθαίνει, ολομόναχος και περιφρονημένος απ' τους ανθρώπους.

Ομως, ο θλιβερός ετούτος «Γιάννης» που ακούει στο όνομα Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ούτε τύψεις έχει, ούτε Ερινύες βλέπει στον ύπνο του να τον κυνηγούν, για το ανόσιο έγκλημα που διέπραξε. Αντίθετα, νιώθει, λέει, υπερήφανος, που έφερε εις πέρας το μεγάλο έργο του. Και το... μεγάλο έργο, ο σκοπός της ζωής του, όπως δήλωσε ξετσίπωτα, μπροστά στις κάμερες, ήταν η καταστροφή του κομμουνισμού. Με τη βοήθεια δύο άλλων ντόπιων Ηρόστρατων και με τη «συμπαράσταση» των φίλων του ιμπεριαλιστών της Δύσης, υπονόμευσε (φρικτή και ανήκουστη δολιοφθορά), τα θεμέλια της ίδιας της πατρίδας του, και την παρέδωσε, ως άλλος Πήλιο-Γούσης, στα νύχια του αιμοβόρου Αλή Πασά, «που σήμερα στα Γιάννενα να ουρλιάξει απ' τη χαρά του / γιατί εξεδιάλυνε όνειρο, που τόσα χρόνια τώρα / σάλευε μες στον ύπνο του. Ποιος πίστευε ποτέ του / ότι ο ίδιος ο αρχηγός, προδότης θα γινόταν...».

Αυτόν, λοιπόν, το θλιβερό και κατάπτυστο Ιούδα, έφεραν και στην Αθήνα, τις προάλλες, οι ντόπιοι παρακεντέδες, να τον τιμήσουν, λέει, για την... ιστορική προσφορά του στην ανθρωπότητα. Τον έβαλαν, μάλιστα, να απονείμει και τα βραβεία σε κάποιες «εξέχουσες προσωπικότητες», του... ύψους ενός κυρίου Χατζηνικολάου ή μιας κυρίας Βίσση. Και ο Εφιάλτης ετούτος, ο μεγαλύτερος επίορκος και προδότης όλων των αιώνων, καμάρωνε πανευτυχής μπροστά στις κάμερες, χωρίς ίχνος ντροπής και φιλότιμου. «Σκέφτηκα» μου έλεγε στο τηλέφωνο ο φίλος μου ο Γιώργος, «να πάω κοντά, εκεί στην εξέδρα που στεκόταν, και να τον φτύσω στα μούτρα, αλλά πάλι το μετάνιωσα. Θα πάει, είπα, και το σάλιο μου χαμένο...».


Βασίλης ΦΥΤΣΙΛΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ