Ετσι μάθαμε, λοιπόν, ότι στην ιεράρχηση, στο ζύγιασμα των αξιών, των αναγκών, των αγωνιών, των φόβων και των ελπίδων μας είμαστε λειψοί κι άφρονες.
Χάνεται η κυριαρχία στο Αιγαίο. Βραχονησίδες κι ίσως και νησιά μπαίνουν στη λοταρία κηδεμονευόμενων διαπραγματεύσεων. Φεύγουν στρατεύματα για το Αφγανιστάν και πολεμικά πλοία για τον Περσικό. Στα Σκόπια το όνομα γίνεται πάλι παντιέρα αναταραχής. Οι νηφάλιοι προειδοποιούν ότι η Χάγη μπορεί να είναι και λαιμητόμος, ή ότι η ελληνική οικονομία γέρνει ολοένα και κοντύτερα προς το μοντέλο κατάρρευσης της Αργεντινής.
Κι εμείς ανοίγουμε συζήτηση, πλατιά, πολιτική και φιλοσοφική, κοινωνιολογική, ψυχαναλυτική, για τον τζόγο, τα φρουτάκια, τα μηχανάκια, τις καταστραμμένες από τα πάθη οικογένειες, τα καζίνο στο διαδίκτυο, τη διαπλοκή στα επαρχιακά Λας Βέγκας. Λες και τα πρώτα βάσανα αφορούν σε ποντίκια που νοιάζονται για τις βραχονησίδες, ενώ τα δεύτερα βάσανα, οι κουλοχέρηδες ας πούμε, αφορούν σε ανθρώπους σύγχρονους, Ευρωπαίους, Δυτικούς, προοδευτικούς... Ανθρωποι πρέπει να νοιάζονται για την αρπαχτή, τη βρισιά, την έκθεση, τη βρώμα, τη δυσωδία που θεριεύει μόλις αγγίξει πολιτική - πολιτικούς. Και τα ποντίκια πρέπει να περιοριστούν και να φυλάνε τις τρύπες του Ασφαλιστικού που άνοιξε και δε συγκινεί τις μάζες, του αρρώστου που χάνεται ξεχασμένος από τις κάμερες στο άθλιο νοσοκομείο, του εννιάχρονου παιδιού που βαράει ενέσεις ηρωίνης την ώρα που οι πολιτικοί του αντιπρόσωποι διαγκωνίζονται για χωρισμούς σε μαλακά - σκληρά των ουσιών θανάτου.
Από τότε, χωρίς να το δείχνει η τηλεόραση, έμειναν ποντίκια στα καρνάγια και τις ναυπηγοεπισκευαστικές να δουλεύουν ροκανίζοντας τη φτώχεια και την ανεργία. Οι... άνθρωποι ασχολήθηκαν με ευγενέστερες αναπτυξιακές παραμέτρους, ρουλέτες, φρουτοκλέφτες κι άλλα αστραφτερά του άνομου κέρδους.
Τα ...ποντίκια περιχαρακωθήκαμε στο ΠΑΜΕ, στην ΕΕΔΥΕ, στα οδοφράγματα των ΝΑΤΟικών εισβολέων, στην ΚΝΕ και τα γεροντάκια της ΕΠΟΝ που γεμίζουν τις σελίδες του «Ριζοσπάστη», είτε γράφοντας, ακόμη ζωντανοί, ή με μια αποχαιρετιστήρια φωτογραφία κηδείας. Περιχαρακωθήκαμε, λοιπόν, σε συνάξεις αγωνιστικές σίγουρα όχι τόσο πολυάνθρωπες όσο οι τηλεθεατές κι οι εραστές του μπαρ και του μεγάλου αδελφού ή του κόκκινου κωδικού των χρηματιστηρίων.