Σάββατο 22 Ιούνη 2024 - Κυριακή 23 Ιούνη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
«Στα κακά στενά» από τα αδιέξοδα και τους ανταγωνισμούς

Στην πρόσφατη ανακοίνωση για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών η ΚΕ του ΚΚΕ επισημαίνει ανάμεσα σε άλλα ότι «ενισχύονται τα αδιέξοδα του συστήματος (...) οξύνονται οι ανταγωνισμοί - και στο εσωτερικό της ΕΕ - και η ΕΕ περνά σε συνθήκες "πολεμικής οικονομίας", για την αντιμετώπιση της διαφαινόμενης νέας οικονομικής κρίσης, διαδικασία στην οποία πρωτοστατούν οι σοσιαλδημοκρατικές και "φιλελεύθερες" αστικές δυνάμεις», όπως και φασιστικές - εθνικιστικές δυνάμεις ως «εφεδρείες» του συστήματος.

Τονίζει επίσης ότι «σε αυτές τις συνθήκες οι όποιοι συμβιβασμοί θα είναι προσωρινοί και οι συγκρούσεις θα επανέρχονται οξυμένες, δημιουργώντας τριγμούς στη σταθερότητα της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, ανοίγοντας νέες δυνατότητες για την πάλη εργατικών - λαϊκών δυνάμεων».

Ορισμένα στοιχεία των εξελίξεων του τελευταίου διαστήματος έρχονται να επιβεβαιώσουν τις εκτιμήσεις αυτές, με τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα στις οικονομίες της ΕΕ να αντανακλώνται και στις διεργασίες στο πολιτικό σύστημα σε μια σειρά χώρες, στην κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, συνολικά στην προσπάθεια να φορτωθούν τα νέα αδιέξοδα στις πλάτες των λαών. Ορισμένα από τα στοιχεία αυτά καταγράφουμε παρακάτω.

«Καμπάνες» για τη γαλλική οικονομία


Μια από τις σημαντικές οικονομικές ειδήσεις της βδομάδας που πέρασε ήταν αναμφίβολα η ανακοίνωση από την Κομισιόν ότι ξεκινάει για 6 χώρες, ανάμεσά τους τη Γαλλία και την Ιταλία, η λεγόμενη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος».

Η διαδικασία προβλέπει (επί ποινή μείωσης της χρηματοδότησης) διαρθρωτικές αντιλαϊκές «μεταρρυθμίσεις» και την υποχρέωση των κρατών - μελών να παρουσιάσουν σχετικό «σχέδιο δράσης» προκειμένου το δημοσιονομικό έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) και το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, ή τουλάχιστον να μειώνεται με «ικανοποιητικό» ρυθμό.

Είχε προηγηθεί η υποβάθμιση του αξιόχρεου της Γαλλίας από την «S&P Global», ενώ σύμφωνα με τις πρόσφατες προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας θα κινηθεί στο 4,9% επί του ΑΕΠ το 2024 και το 2025, και δεν θα μειωθεί κάτω από το 4% ...πριν το 2029.

Τα παραπάνω αποτυπώνουν και ότι το βαθύτερο πρόβλημα της καπιταλιστικής οικονομίας, αυτό της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία οδηγεί στην κρίση, προφανώς δεν λύνεται με τα «γιατροσόφια» που επιστρατεύουν, όπως τα τεράστια πακέτα ενίσχυσης των επιχειρηματικών ομίλων, που στην πραγματικότητα οξύνουν τα αδιέξοδα.


Οπως εκτιμά ο αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών (OFCE) του Πανεπιστημίου Sciences Po, M. Plane, «μεταξύ 2020 και 2023 έχουν διοχετευτεί στην οικονομία 300 δισ. ευρώ» από τη γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να στηριχθεί η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, όπως και για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων (π.χ. της «Amazon»).

Το ίδιο διάστημα το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί από το 97,4% του ΑΕΠ το 2019 στο 111,6% ή 2,95 τρισ. ευρώ το 2022. Μόνο για τους τόκους του χρέους η Γαλλία έχει πληρώσει 35 δισ. το 2021 και περίπου 50 δισ. το 2022.

Στην άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος που πληρώνει ακριβά ο γαλλικός λαός βρίσκονται οι αντιασφαλιστικές ανατροπές και όλα τα άλλα αντεργατικά μέτρα που έβγαλαν στον δρόμο εκατομμύρια Γάλλους το προηγούμενο διάστημα.

Οπως έλεγε μέσα στη βδομάδα ο πρώην πρωθυπουργός Εντ. Φιλίπ, οι πολιτικές του Μακρόν «ήταν οι πιο φιλοεπιχειρηματικές που έχει δει η Γαλλία» και «ένα από τα πράγματα που διακυβεύονται στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου είναι αυτές οι πολιτικές από την πλευρά της προσφοράς».

Ενδεικτικό είναι πως η Γαλλία μπόρεσε τα προηγούμενα χρόνια να «προσπεράσει» τη Γερμανία σε ό,τι αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων (βλ. σχετικό γράφημα), ενώ οξύνονται και οι ήδη μεγάλες αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ.


Χαρακτηριστικά είναι π.χ. όσα έλεγε σε πρόσφατη έκθεσή του ο F. Escalle, πρώην εισηγητής του Ελεγκτικού Συνεδρίου της Γαλλίας, ότι «το γαλλικό δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο» και ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραπέρα ρήγματα στην ΕΕ, με ενδεχόμενη άρνηση κρατών - μελών να διασώσουν μέσω της ΕΚΤ τη γαλλική οικονομία, ακόμα και επιλέγοντας την αποχώρηση από την ΕΕ αν «ο κόμπος φτάσει στο χτένι».

Προφανώς όλα αυτά αποτελούν «συγκοινωνούντα δοχεία» με την πολιτική κατάσταση στη χώρα. Σημειωτέον, πριν την προκήρυξη των εκλογών η κυβέρνηση Μακρόν είχε δρομολογήσει περικοπές ύψους 25 δισ. ευρώ, ενώ οι φερόμενοι ως διεκδικητές για την πρωθυπουργία από την «Εθνική Συσπείρωση» (RN) και το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» «περικόπτουν» ήδη τις προηγούμενες οικονομικές «μεγαλοστομίες» τους, προς τις γνωστές, πιο «ρεαλιστικές» θέσεις.

Για παράδειγμα ο Jean-Philippe Tanguy, βουλευτής του κόμματος της Λεπέν και ένας από τους υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική, μίλησε για επαφές με λομπίστες, επενδυτές και εταιρείες που ήθελαν να «κατανοήσουν» τα σχέδια του κόμματος. «Τους είπαμε ότι η RN θα κρατήσει τη γραμμή για τα ελλείμματα και θα παρουσιάσει ένα αξιόπιστο σχέδιο», ανέφερε, προσθέτοντας ότι «οι αγορές θα είναι αυστηρές εναντίον μας, επομένως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να το κάνουμε».

«Εμφαση» στη στασιμότητα για τη γερμανική οικονομία

Την ίδια ώρα, ο υψηλός πληθωρισμός και η επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής συνεχίζουν να κρατάνε την ισχυρότερη καπιταλιστική οικονομία της ΕΕ, τη γερμανική, «με το ένα πόδι» σε κρίση, με τις αντανακλάσεις να είναι εμφανείς και στο πολιτικό σύστημα.

Τις μέρες αυτές μάλιστα η διαπάλη οξύνεται στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP), με επίκεντρο την κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2025 και τη σχετική συζήτηση, που πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι 3 Ιούλη.

Οπως έγραφε η «Suddeutsche Zeitung» μέσα στη βδομάδα, «αυτές οι συνομιλίες θα κρίνουν τη συνέχιση της παρουσίας του συνασπισμού στην εξουσία». Η δε «TAZ» σημείωνε ότι στόχος είναι να αποτραπεί «η μετατροπή της δημοσιονομικής κρίσης σε κρίση εμπιστοσύνης», η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες εκλογές.

Βασικός «κόμπος» των αντιθέσεων είναι το ζήτημα της αύξησης των πολεμικών δαπανών και η συνεπακόλουθη αύξηση του χρέους. Ο υπουργός Αμυνας, Πιστόριους, ζητά αύξηση του προϋπολογισμού του υπουργείου του και να μην καλύπτονται οι στρατιωτικές δαπάνες από το «φρένο χρέους», ενώ η υπουργός Εξωτερικών Μπέρμποκ (από τους Πράσινους) λέει ότι «θα ήταν καταστροφικό να πρέπει να πούμε σε λίγα χρόνια: Σώσαμε το φρένο χρέους εις βάρος της Ουκρανίας και της ευρωπαϊκής τάξης ασφαλείας».

Την ίδια ώρα ο «δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo», ένα βασικό βαρόμετρο της «οικονομικής υγείας» της γερμανικής οικονομίας, αναμένεται τον Ιούνη να υποχωρήσει για δεύτερο μήνα, στις 105,9 μονάδες, από 106,9 μονάδες τον Μάη, ενώ μέσα στη βδομάδα το Ινστιτούτο αύξανε μεν την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, στο 0,4% από 0,2% τον Μάρτη, διαπίστωνε όμως ότι «βγαίνουμε σιγά σιγά από την κρίση. Η έμφαση δίνεται στο αργά».

Η «έμφαση» στη στασιμότητα και την ύφεση της γερμανικής οικονομίας δίνεται παράλληλα και στις οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία σημειώνει πως «μετά την ύφεση του 2023, η οικονομική δραστηριότητα στη Γερμανία αναμένεται να παραμείνει στάσιμη το 2024 (...) Οι επενδύσεις αναμένεται να παραμείνουν αρκετά κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα, περιοριζόμενες από το συνεχιζόμενο υψηλό κόστος χρηματοδότησης. Οι εξαγωγές προβλέπεται να παραμείνουν υποτονικές το 2024 και να ανακάμψουν αργά το 2025».

Μπλεγμένοι στα αδιέξοδα...

Με φόντο και αυτές τις εξελίξεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σημείωνε μέσα στη βδομάδα ότι η γήρανση του πληθυσμού, οι πολεμικές δαπάνες και η λεγόμενη «κλιματική αλλαγή» αποτελούν «μεγάλες προκλήσεις από μόνες τους και οι χώρες θα τις αντιμετωπίσουν όλες ταυτόχρονα», τονίζοντας πως «πρέπει να αναληφθεί δράση σήμερα - ειδικά σε χώρες με υψηλό χρέος».

Απ' όπου κι αν πιάσει κανείς την «εξίσωση», τα μεγάλα αδιέξοδα για την ευρωενωσιακή οικονομία δεν κρύβονται:

  • Τα επιτόκια δανεισμού της ΕΚΤ παραμένουν σε ιστορικά υψηλά (3,75%, παρά την ελάχιστη μείωση κατά 0,25% τον προηγούμενο μήνα) και είναι αβέβαιο το πώς και πότε θα αποκλιμακωθούν παραπέρα, με τη διαπάλη σε κάθε περίπτωση να μαίνεται για το ποιος και πώς πρέπει να στηρίξει το χαμηλότερο κόστος δανεισμού.
  • Το «Σύμφωνο Σταθερότητας» επανέρχεται δριμύτερο, όπως και οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες που ανάμεσα στα άλλα προβλέπουν «ταβάνι δαπανών» για τα κράτη - μέλη, όπως τους παρουσίασε για πρώτη φορά η Κομισιόν την Παρασκευή.
  • Το κόστος της Ενέργειας, που εκτοξεύτηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια, ελέω «πράσινης μετάβασης» και ιμπεριαλιστικού πολέμου, όχι μόνο δεν γυρνά στα προηγούμενα (επίσης υψηλά) επίπεδα αλλά αυξάνεται περαιτέρω τους τελευταίους μήνες, κάτι που επιβαρύνει και τη βιομηχανία της ΕΕ (βλ. και σχετικό γράφημα), προκαλώντας αντιδράσεις από τις ενεργοβόρες - κυρίως - επιχειρήσεις. Ενδεικτικά, τον περασμένο Γενάρη οι τιμές ρεύματος σε Γερμανία και Γαλλία ήταν στα 50 και 58 ευρώ ανά μεγαβατώρα αντίστοιχα, και προ ημερών στα 97 και 82 ευρώ. Και έπεται συνέχεια, όπως δείχνει π.χ. η απόφαση της ΕΕ προ ημερών να απαγορεύσουν στα λιμάνια της ΕΕ να μεταπωλούν το (φτηνότερο) ρωσικό υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ) μετά την άφιξή του, καθώς και να μπλοκάρουν τη χρηματοδότηση των σχεδιαζόμενων τερματικών σταθμών ΥΦΑ της Ρωσίας στην Αρκτική και στη Βαλτική, μία μέχρι πρότινος «αδιανόητη» ενέργεια.
  • Τα νέα επεισόδια στους «εμπορικούς πολέμους», με την ΕΕ να ανακοινώνει προ ημερών δασμούς μαμούθ στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που προέρχονται από την Κίνα, και την Κίνα να ανταπαντά τη βδομάδα που πέρασε ξεκινώντας «έρευνα» για το χοιρινό που προέρχεται από την ΕΕ, έναν τομέα όπου οι εξαγωγές της Ευρώπης μόνο πέρυσι ξεπέρασαν τα 3 δισ.
  • Η κλιμάκωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με τις πρόσφατες Εαρινές Προβλέψεις της ΕΕ να λένε ότι «η αβεβαιότητα και οι καθοδικοί κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές έχουν αυξηθεί περαιτέρω τους τελευταίους μήνες, κυρίως λόγω της εξέλιξης του παρατεταμένου επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Οι ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις εξακολουθούν επίσης να εγκυμονούν κινδύνους».
Μνημόνια διαρκείας και «πολεμική οικονομία»

Οπως έλεγε μέσα στην εβδομάδα ο Ντομπρόβσκις παρουσιάζοντας το εαρινό πακέτο συστάσεων, «υπάρχουν ακόμα πολλές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, πολλές από τις οποίες είναι μακροχρόνια διαρθρωτικά ζητήματα. Εχουν άμεσο αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα και στην ανθεκτικότητα της ΕΕ», δείχνοντας προς την ένταση της εκμετάλλευσης με «αύξηση της παραγωγικότητας» και συνολικά τη «βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος».

Πρόσθετε δε πως «η ανταγωνιστικότητά μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την περαιτέρω ώθηση προς την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης, εντός και μεταξύ των κρατών - μελών», σηματοδοτώντας νέα μνημόνια για τους λαούς.

Επισήμαινε επίσης ότι από το Ταμείο Ανάκαμψης έχουν εκταμιευτεί περίπου 240 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και δάνεια στα κράτη - μέλη, που αντιπροσωπεύουν το 37% των συνολικών διαθέσιμων κεφαλαίων, τονίζοντας ότι «με την ημερομηνία λήξης του Ταμείου να πλησιάζει γρήγορα, στο τέλος του 2026, πρέπει να αντιμετωπίσουν επειγόντως τα ζητήματα αυτά. Η σημερινή δέσμη μέτρων περιέχει προσαρμοσμένες συστάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Επιπλέον, έχουν προκύψει νέες προκλήσεις και προτεραιότητες πολιτικής πέραν όσων αντικατοπτρίζονται στα εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας».

Αλλά και το ΔΝΤ σε έκθεση που δημοσιεύτηκε την Πέμπτη τονίζει ότι «το νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα απαιτήσει σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή σε πολλά κράτη - μέλη, καθώς και διαρκή πολιτική υποστήριξη, για να εφαρμοστεί όπως προβλέπεται», εστιάζοντας εμμέσως πλην σαφέστατα και στις βαριές θυσίες που θα πρέπει να καταβάλουν οι λαοί της Ευρώπης, καθώς και στις μεγάλες αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ.

Η επίθεση στους λαούς βέβαια που σηματοδοτούν τα παραπάνω δεν αρκεί, εξ ου και ο τόνος πλέον μπαίνει στις πολεμικές δαπάνες και στο πέρασμα σε καθεστώς «πολεμικής οικονομίας». Τα στοιχεία άλλωστε «μιλάνε» και αποτυπώνουν την εκτίναξη των πολεμικών δαπανών στην ΕΕ και το προαναφερθέν πέρασμα σε καθεστώς «πολεμικής οικονομίας».

Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που δημοσίευσε το ΝΑΤΟ τη βδομάδα που πέρασε (βλ. και γράφημα). Εκεί αποτυπώνεται η εκτίναξη κατά 42% των πολεμικών δαπανών των κρατών της ΕΕ - από τα 329,5 δισ. δολάρια το 2022 σε πάνω από 476 δισ. δολάρια - μέσα σε δύο μόλις χρόνια! Συνολικά μέσα σε μια δεκαετία η αύξηση αυτή ξεπερνάει το 75%, από τα 271 δισ. δολάρια το 2014.

Την ίδια ώρα η ΕΕ έχει στα σκαριά και νέα δάνεια και επιδοτήσεις της τάξης των 100 δισ. ευρώ προς τις πολεμικές βιομηχανίες και τους υπόλοιπους επιχειρηματικούς ομίλους, τα οποία θα τροφοδοτήσουν το νέο «αμυντικό ταμείο για τα ευρωπαϊκά έργα», ζητήματα που θα βρεθούν και στην ατζέντα του επερχόμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στις 27 και 28 Ιούνη.

Εκεί θα καταληχθεί και η λεγόμενη «στρατηγική ατζέντα» της ΕΕ για το διάστημα 2024 - 2029, θέτοντας σε προτεραιότητα (σύμφωνα με το προσχέδιο που έχει διαρρεύσει) τη «διασφάλιση της κυριαρχίας και της θέσης της Ευρώπης ως παγκόσμιου παίκτη στο νέο στρατηγικό - γεωπολιτικό - πολυπολικό πλαίσιο», με την «κινητοποίηση όλων των απαραίτητων μέσων για τη διασφάλιση της αμυντικής ετοιμότητας, της ικανότητας δράσης και της ασφάλειας».


Τ. Γαλ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ