Σάββατο 22 Ιούνη 2024 - Κυριακή 23 Ιούνη 2024
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΠΟΛΕΜΟΣ - ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗ
Ιστορική αναδρομή στις ρίζες και την εξέλιξη του Παλαιστινιακού ζητήματος

(Μέρος 11ο)

Ο αντίκτυπος του Πολέμου των 6 Ημερών στο παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα

1. Σύνοδος του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου
1. Σύνοδος του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου
Η ήττα των αραβικών κρατών κατά τον Πόλεμο των 6 Ημερών είχε καταλυτικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος του Παλαιστινιακού λαού, καθώς συνέτριψε τις επί χρόνια καλλιεργούμενες προσδοκίες περί «έξωθεν σωτηρίας» και έστρεψε το κέντρο βάρους της πάλης (και της ελπίδας για απελευθέρωση) στις δυνάμεις των ίδιων των Παλαιστινίων.

«Η συντριπτική ήττα του Ιούνη του 1967», ανέφερε σχετικά έκδοση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης - PLO - το 1969, «απέδειξε πως η εναπόθεση (της υπόθεσης) της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης στις αραβικές κυβερνήσεις και τους στρατούς τους δεν οδηγούσε πουθενά. Απέδειξε πως η ιδέα της αραβικής ενότητας, που θεωρούνταν ως ο δρόμος για την Παλαιστίνη, ήταν ανέφικτη στις δοσμένες συνθήκες». Ετσι, «οι Παλαιστίνιοι το πήραν πάνω τους να δράσουν, συνεχίζοντας τον πόλεμο κατά του εχθρού». Πράγματι, «αμέσως μετά τον πόλεμο διεξήχθησαν μια σειρά από συναντήσεις» μεταξύ των διαφόρων παλαιστινιακών απελευθερωτικών οργανώσεων «προκειμένου (...) να καταληχθεί με ποιον τρόπο θα απαντούσαν στην ήττα. Η μόνη αποδεκτή επιλογή (δράσης) υπήρξε εκείνη του ένοπλου αγώνα». Ακολούθως, «η Αλ-Φατάχ επανεκκίνησε τις στρατιωτικές της επιχειρήσεις τον Αύγουστο του 1967» και «το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (...) στις 6 Οκτώβρη 1967». Παράλληλα, άρχισαν να αναζητούνται τρόποι συντονισμού της πάλης των διαφόρων οργανώσεων1.

6. Ο Γιάσερ Αραφάτ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ
6. Ο Γιάσερ Αραφάτ στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ
Τα επόμενα χρόνια, το ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, έλαβε μαζικά χαρακτηριστικά και έγινε πιο συστηματικό και οργανωμένο.

Σημαντικό βήμα σε αυτήν την εξέλιξη αποτέλεσε η αλλαγή στην ηγεσία και στη γενικότερη κατεύθυνση της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Η αρχή έγινε κατά την 4η Σύνοδο του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου (10 - 17 Ιούλη 1968), όταν η ενισχυμένη παρουσία της Φατάχ, του Λαϊκού Μετώπου και άλλων απελευθερωτικών οργανώσεων επέφερε την αναθεώρηση του καταστατικού της PLO σε αντιστοιχία με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του αγώνα προς την ένοπλη πάλη. Στην επόμενη - 5η - Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου (1 - 4 Φλεβάρη 1969) ο ηγέτης της Φατάχ, Γ. Αραφάτ, αναδείχθηκε στο τιμόνι της οργάνωσης, επισφραγίζοντας την αλλαγή στον προσανατολισμό της2.

Κύρια κέντρα στρατολόγησης μαχητών και διεξαγωγής των αντάρτικων επιχειρήσεων αποτέλεσαν οι προσφυγικοί καταυλισμοί, στους οποίους - όπως είδαμε ήδη σε προηγούμενο άρθρο του αφιερώματός μας - είχαν δημιουργηθεί από καιρό διάφορες εστίες αντίστασης και αγώνα, δίκτυα αλληλεγγύης, κ.λπ.

Στην αρχική ανάπτυξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στους προσφυγικούς καταυλισμούς συνέβαλε και το γεγονός πως τα αραβικά κράτη που τους φιλοξενούσαν, χαλάρωσαν - έστω και πρόσκαιρα - τους περιορισμούς που είχαν επιβάλει στο παρελθόν σε κάθε μορφής οργάνωση και δράση των Παλαιστινίων (απελευθερωτική, συνδικαλιστική, πολιτική, κ.λπ.). Η χαλάρωση αυτή οφειλόταν τόσο στη στρατιωτική και ηθική-πολιτική αποδυνάμωσή τους μετά την ήττα στον πόλεμο με το Ισραήλ, όσο και στη «χρησιμότητα» που είχε ο αγώνας των Παλαιστινίων ως μέσο «εκτροπής της κοινής γνώμης» από τις συνέπειες του πολέμου στο εσωτερικό τους3.

2. Μάχη του Καρεμέ
2. Μάχη του Καρεμέ
Οι φτωχές εργατικές-λαϊκές μάζες των προσφύγων - και ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές - αγκάλιασαν την υπόθεση του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα, ενισχύοντας τις γραμμές του, με τη δύναμη και αισιοδοξία ενός λαού που έπαιρνε την τύχη στα χέρια του. Ο Γ. Αραφάτ, σε λόγο του το 1971, αναφέρθηκε σε αυτόν τον «νέο λαό» που σφυρηλατούνταν μέσα από τις φλόγες της μάχης: «Ημασταν πρόσφυγες», τόνισε. «Τώρα είμαστε μαχητές, μαχητές της ελευθερίας»4.

Ενα 18χρονο αγόρι, που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην προσφυγιά, σημείωνε χαρακτηριστικά στη μαρτυρία του: «Είμαι περήφανος που είμαι Παλαιστίνιος, κομμάτι ενός λαού επαναστάτη. (...) Με την Επανάσταση (σ.σ. τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα) σπάσαμε τα δεσμά μας. Πριν ζούσα σε έναν καταυλισμό προσφύγων, τώρα αισθάνομαι πως ζω σε ένα κέντρο εκπαίδευσης μαχητών». Μια νεαρή Παλαιστίνια θα προσθέσει στη δική της μαρτυρία: «Ο κύκλος του φόβου είχε τελειώσει και τώρα υπήρχε πια ένα ενεργό κίνημα στον καταυλισμό. Για πρώτη φορά στην ιστορία μας οι γυναίκες ανέλαβαν έναν μαχητικό ρόλο (...) Υπήρχε στρατιωτική εκπαίδευση τόσο για τα κορίτσια όσο και για τα αγόρια. Αισθανθήκαμε πως ξανακερδίζαμε την ταυτότητά μας, όχι μόνο ως Παλαιστίνιοι αλλά ως άνθρωποι»5.

3. Μάχη του Καρεμέ
3. Μάχη του Καρεμέ
Στον ρόλο των γυναικών στον απελευθερωτικό αγώνα αναφέρθηκε επίσης και το ηγετικό στέλεχος της PLO Αμπ. Ιγιάντ, σημειώνοντας μεταξύ άλλων: «Ενα ακριβώς από τα σημαντικότερα αποτελέσματα του ένοπλου παλαιστινιακού αγώνα υπήρξε η ανάδειξη της Παλαιστίνιας γυναίκας και του ρόλου της ως αντάρτισσας στο ίδιο ύψος με τον Παλαιστίνιο άντρα στην ένοπλη δράση και την αυτοθυσία (...) Η Παλαιστίνια γυναίκα μπόρεσε, μέσα από τον ένοπλο αγώνα, να ξεπεράσει όλα τα στερεότυπα με τα οποία είχε μεγαλώσει στην παλιά Παλαιστίνη. Τίποτα πια δεν μπορεί να σταθεί στο διάβα της για την απελευθέρωση της πατρίδας της, ούτε οι φυλακές ούτε τα βασανιστήρια ούτε ο θάνατος»6.

Το ταξικό στοιχείο, παρότι δεν μπόρεσε να μετουσιωθεί σε διακριτή αυτόνομη επαναστατική στρατηγική και αυτοτελή επαναστατική πολιτική οργάνωση και δράση, ήταν έντονο στις γραμμές του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Οπως επισημαίνει η ερευνήτρια του παλαιστινιακού κινήματος R. Saying, «οι νέοι εργάτες και μαθητές των προσφυγικών καταυλισμών ήταν εκείνοι που έγιναν φενταγίν (σ.σ. μαχητές) (...) Οι Παλαιστίνιοι που προέρχονταν από τα μεσαία κοινωνικά στρώματα εντάχθηκαν σε πιο "υπαλληλικού τύπου" θέσεις πάλης: Στην οργάνωση, στη διπλωματία, στην πληροφόρηση. Η ιδέα (σ.σ. του απελευθερωτικού αγώνα) τους κινητοποιούσε και αυτούς, ωστόσο δεν είχαν την ίδια ετοιμότητα να θυσιάσουν τη ζωή τους όπως είχαν οι (εργατικές - λαϊκές) μάζες των καταυλισμών»7.

5. «Μαύρος Σεπτέμβρης» Ιορδανία 1970
5. «Μαύρος Σεπτέμβρης» Ιορδανία 1970
«Η σύγχρονη Ιστορία του Παλαιστινιακού λαού», σημειωνόταν αντίστοιχα σε έκδοση της PLO, «καταδεικνύει πως αυτοί που είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα και να διεξαγάγουν έναν μακρόχρονο πόλεμο (...) είναι οι τάξεις των εργατών και των αγροτών». Σε αντίθεση «με τους γιους των μεγαλοαγροτών και των καπιταλιστών που είναι άφαντοι από τα πεδία του ένοπλου αγώνα»8.

Η ανάπτυξη του απελευθερωτικού κινήματος διευκόλυνε σε έναν βαθμό τη ζύμωση και διάδοση ριζοσπαστικότερων θέσεων και ιδεών στις γραμμές των Παλαιστινίων. «Μετά το 1967», ανέφερε ένας παλαίμαχος μαχητής στη μαρτυρία του, «οι αριστερές ιδέες άρχισαν να εξαπλώνονται στους καταυλισμούς και στην ίδια την Επανάσταση (σ.σ. το ένοπλο απελευθερωτικό κίνημα). Στο παρελθόν (οι ιδέες αυτές) δεν μπόρεσαν να γίνουν δεκτές στη συντηρητική κοινωνία μας - οι κομμουνιστές το προσπάθησαν μετά το 1948, αλλά κατηγορήθηκαν ως άθεοι και αυτό ήταν αρκετό για να τελειώσει εκεί (η όλη προσπάθεια). Μετά το 1967, η αριστερή σκέψη ήρθε σε μας μέσα από βιβλία, εφημερίδες, οργανώσεις και επισκέψεις Ευρωπαίων αριστερών (σ.σ. π.χ. αντιπροσωπείες από τα ΚΚ της Ιταλίας, της Γερμανίας, κ.ά.]. Ο κόσμος άρχισε να λέει: "Οι αριστεροί είναι εκείνοι που έρχονται και αγωνίζονται για εμάς"»9.

4. Χουσεΐν της Ιορδανίας
4. Χουσεΐν της Ιορδανίας
Ο «φόβος» εξάπλωσης του «πολιτικού ριζοσπαστισμού» στις προσφυγικές μάζες - και «ιδιαίτερα του κομμουνισμού» - υπήρξε μόνιμη επωδός στις εκθέσεις και τις εκτιμήσεις του Οργανισμού του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες - UNRWA (στην ευθύνη του οποίου ήταν οι προσφυγικοί καταυλισμοί) καθώς και των καπιταλιστικών κρατών, από τη χρηματοδότηση των οποίων εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό η συνέχιση ή μη της λειτουργίας του. Ετσι, παρά το γεγονός ότι σε μια πορεία οι προσφυγικοί καταυλισμοί μετατράπηκαν εν πολλοίς σε κέντρα στρατολόγησης και εκπαίδευσης μαχητών του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος (τους οποίους ΗΠΑ και Βρετανία χαρακτήριζαν τότε «τρομοκράτες»), οι χορηγίες και το έργο του UNRWA δεν διακόπηκαν. Αν μη τι άλλο, η συνέχιση της λειτουργίας του UNRWA εξασφάλιζε (από την οπτική των καπιταλιστικών κρατών που τον στήριζαν) μια ορισμένη εποπτεία επί των καταυλισμών, ένα μέσο πίεσης και ενσωμάτωσης (όταν απαιτούνταν) αλλά και μια «ασφαλιστική δικλίδα» απέναντι σε μια περαιτέρω εξαθλίωση των προσφυγικών μαζών (η οποία θεωρούνταν βασικός παράγοντας ριζοσπαστικοποίησής τους). Οπως παραδέχονταν Βρετανοί αξιωματούχοι το 1974, οι λόγοι της συνεχιζόμενης βρετανικής στήριξης στο έργο του UNRWA ήταν «ουσιαστικά πολιτικοί» και κατά δεύτερο λόγο ανθρωπιστικοί10.

Η μάχη του Καραμέ (1968)

Πρώτη μεγάλη μάχη - τόσο από την άποψη των εμπλεκόμενων δυνάμεων όσο και από την άποψη του συμβολισμού - του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος υπήρξε η μάχη του Καραμέ. Η μάχη του Καραμέ διεξήχθη στις 21 Μάρτη 1968, όταν ο ισραηλινός στρατός πέρασε τα σύνορα με την Ιορδανία με σκοπό να επιτεθεί και να καταστρέψει τις βάσεις των ανταρτών στην περιοχή. Η αντίσταση που αντέταξαν οι Παλαιστίνιοι μαχητές υπήρξε σθεναρή και επίμονη, καταφέροντας ασυνήθιστα μεγάλες απώλειες στους επιτιθέμενους (32 νεκρούς και 70 τραυματίες). Βεβαίως, εντέλει, οι ισχυρότερες ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν να επικρατήσουν (παρά και την επέμβαση του ιορδανικού στρατού εναντίον τους) καταστρέφοντας την αντάρτικη βάση του Καραμέ, όχι όμως και την παλαιστινιακή αντίσταση, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των ανταρτών κατάφερε να ελιχθεί με ασφάλεια.

Η σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν οι Παλαιστίνιοι μαχητές και η αποτυχία του ισραηλινού στρατού να τους καταστρέψει εμψύχωσαν και κινητοποίησαν τον Παλαιστινιακό λαό. Μετά τη μάχη του Καραμέ, αναφέρει ο Παλαιστίνιος Φ. Τούρκι, «όλοι μας (στους προσφυγικούς καταυλισμούς) θέλαμε να ενταχθούμε στην αντίσταση και στον αγώνα για λευτεριά. Και πράγματι, οι περισσότεροι από εμάς το κάναμε». Πράγματι, χιλιάδες Παλαιστίνιοι έσπευσαν να ενταχθούν στις γραμμές του απελευθερωτικού κινήματος (σύμφωνα με μία εκδοχή, μόνο τις πρώτες 48 ώρες μετά τη μάχη του Καραμέ, παρουσιάστηκαν για στρατολόγηση σχεδόν 5.000 άτομα, από τα οποία έγιναν δεκτά μόλις τα 900 λόγω αδυναμίας απορρόφησης του συνόλου των εθελοντών). Μεταφέροντας το κλίμα που επικρατούσε τότε στον καταυλισμό του Ρασίντιε στον Λίβανο ένας Παλαιστίνιος πρόσφυγας, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Λαχταρούσαμε την ένοπλη εξέγερση, όπως η έρημος τη βροχή». Η γοργή ανάπτυξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος μετά το 1968 αποτυπώθηκε και στη συχνότητα των αντάρτικων επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις της Φατάχ π.χ. αυξήθηκαν από 12 το 1967 σε 279 το 197011.

Ο αντίκτυπος της αντάρτικης δράσης όχι μόνο μεταξύ των Παλαιστινίων αλλά και γενικότερα μεταξύ των αραβικών λαών, έγινε αισθητός και στην «άλλη πλευρά». Οπως χαρακτηριστικά τόνισε ο κυβερνητικός βουλευτής Α. Ελιάβ από το βήμα της ισραηλινής Βουλής το 1972, οι αντάρτες είχαν καταφέρει «εδώ και καιρό να ανυψώσουν το ηθικό των Αράβων, γενόμενοι σύμβολα ηρωισμού και αυτοθυσίας»12.

Η εξέλιξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος σε Ιορδανία και Λίβανο

Παρά την αρχική ανοχή, η ανάπτυξη της επιρροής και της δυναμικής του ένοπλου παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος άρχισε σύντομα να αποτελεί παράγοντα προβληματισμού και ανησυχίας για τις αστικές τάξεις των αραβικών κρατών όπου δρούσε, καθώς λειτουργούσε ολοένα και περισσότερο ως καταλύτης αποσταθεροποίησης, τόσο στο εξωτερικό (αναφορικά με τις σχέσεις τους με το Ισραήλ και κατά προέκταση με τις ΗΠΑ) όσο και στο εσωτερικό (ενθαρρύνοντας τις τάσεις ριζοσπαστικοποίησης και αμφισβήτησης μεταξύ των ντόπιων πληθυσμών).

Οι αντιθέσεις αυτές εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη οξύτητα στην Ιορδανία και στον Λίβανο, λαμβάνοντας τη μορφή ανοιχτής σύγκρουσης.

Στην Ιορδανία, όπου οι Παλαιστίνιοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης είχε μετεξελιχθεί σε ένα περίπου «κράτος εν κράτει», με ίδιες δομές διοίκησης, Πρόνοιας, Εκπαίδευσης - και βεβαίως ένοπλες δυνάμεις. Αν και η μεγαλύτερη συνιστώσα της PLO, η Φατάχ, ακολουθούσε πολιτική «μη ανάμειξης» στα εσωτερικά των αραβικών κρατών, δεν ίσχυε το ίδιο για μια σειρά από άλλες απελευθερωτικές οργανώσεις, όπως π.χ. το Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο όχι μόνο προσέδιδε και κοινωνικοταξικά χαρακτηριστικά στην απελευθερωτική πάλη του Παλαιστινιακού λαού, αλλά και τη συνέδεε ευθέως με την αντίστοιχη πάλη των άλλων αραβικών λαών (βλ. και στη συνέχεια). Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη σχεδόν 15.000 - 20.000 πλέον μαχητών «φενταγίν» (διαφόρων οργανώσεων) επί ιορδανικού εδάφους προκαλούσε εύλογη ανησυχία στον βασιλιά Χουσεΐν για τη σταθερότητα και το μέλλον του καθεστώτος του13.

Επιπλέον, οι διαρκώς αυξανόμενες και κλιμακούμενες συγκρούσεις των ανταρτών με τις ισραηλινές δυνάμεις (όπως στη μάχη του Καραμέ) αλλά και οι αεροπειρατείες αεροσκαφών με ξένους υπηκόους (με τις οποίες η PLO αποσκοπούσε στη διεθνή προβολή των αιτημάτων της), λειτουργούσαν υπονομευτικά ως προς τις συνεχιζόμενες προσπάθειες της Ιορδανίας για επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ (με τη διαμεσολάβηση των ΗΠΑ) και αποκατάσταση της κυριαρχίας της επί της Δυτικής Οχθης. Η επιδίωξη αυτή (που διατηρήθηκε έως τη δεκαετία του 1980) ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την υπόθεση συγκρότησης ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, τοποθετώντας αντικειμενικά το ιορδανικό κράτος σε τροχιά σύγκρουσης με το απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων. «Δεν μπορώ να παραιτηθώ από τη Δυτική Οχθη», είχε δηλώσει το 1969 ο βασιλιάς Χουσεΐν, σημειώνοντας ταυτόχρονα πως «η ιδέα μιας (χωριστής παλαιστινιακής κρατικής) οντότητας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα»14.

Τον Σεπτέμβρη του 1970 οι εν λόγω αντιθέσεις κλιμακώθηκαν σε ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση. Στις 15 του μηνός επιβλήθηκε στρατιωτικός νόμος και δύο μέρες αργότερα ισχυρές δυνάμεις του ιορδανικού στρατού (που όλο το προηγούμενο διάστημα είχε ενισχυθεί σημαντικά με τη συνδρομή ΗΠΑ και Βρετανίας) περικύκλωσαν τα σημαντικότερα κέντρα της παλαιστινιακής αντίστασης στις πόλεις και στους προσφυγικούς καταυλισμούς, εξαπολύοντας εναντίον τους επίθεση με βαρύ πυροβολικό, άρματα μάχης και αεροπλάνα. Επειτα από πολλές μέρες «σφοδρών μαχών σώμα με σώμα (...) οι ιορδανικές δυνάμεις πήραν το πάνω χέρι». Η βοήθεια που ανέμεναν οι Παλαιστίνιοι από τα γειτονικά κράτη της Συρίας και του Ιράκ υπήρξε πολύ μικρή ώστε να γείρει την πλάστιγγα της μάχης υπέρ τους. Η ισχυρή κινητοποίηση του αμερικανικού στόλου στην περιοχή έπαιξε καταλυτικό ρόλο ως προς αυτό (λειτουργώντας ως μέσο πίεσης και αποθάρρυνσης μιας περαιτέρω εμπλοκής). Στην περίπτωση της Συρίας (που αρχικά έστειλε στρατό και άρματα μάχης υπέρ των Παλαιστινίων) αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι εσωτερικές αντιθέσεις στο κυβερνών κόμμα του Μπ'άαθ και ειδικότερα η αρνητική στάση του τότε υπουργού Αμυνας (και κατοπινού Προέδρου της χώρας), Χ. Ασσαντ, έναντι μιας ενεργότερης στήριξης του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος (σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ)15.

Οι συγκρούσεις, που διακόπηκαν προσωρινά τον Οκτώβρη του 1970 και επαναλήφθηκαν τον Γενάρη του 1971, έληξαν τελικά με την ήττα των δυνάμεων του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος και τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της δράσης του από την Ιορδανία στον Λίβανο. Μαζί με τους μαχητές διέφυγαν προς τον Λίβανο και περίπου 100.000 άμαχοι, που ουσιαστικά ξαναέγιναν πρόσφυγες. Τουλάχιστον 3.000 - 4.000 Παλαιστίνιοι «φενταγίν» και αδιευκρίνιστος αριθμός αμάχων έχασαν τη ζωή τους κατά τις συγκρούσεις με τις ιορδανικές δυνάμεις. Τα γεγονότα αυτά αποτέλεσαν για πολλούς Παλαιστινίους «την πιο τραυματική εμπειρία στη σύγχρονη Ιστορία τους», ενώ καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη του Παλαιστινιακού λαού ως «Μαύρος Σεπτέμβρης»16.

Στον Λίβανο, το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα διέθετε σημαντικά ερείσματα πολύ πριν μετατραπεί στο επίκεντρο της οργάνωσης και δράσης του. Σε αυτό είχαν συντελέσει μια σειρά από παράγοντες, που, ιδιαίτερα μετά το 1969, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη γοργή ανάπτυξή του (πέραν των εξελίξεων στην Ιορδανία). Ενας εξ αυτών υπήρξε το ορεινό και δύσβατο ανάγλυφο των εδαφών κατά μήκος των νότιων συνόρων της χώρας με το Ισραήλ, το οποίο αποδείχθηκε ιδιαίτερα πρόσφορο για την ανάπτυξη αντάρτικης δράσης. Ο φιλικά διακείμενος ντόπιος πληθυσμός (φτωχοί αγρότες στην πλειοψηφία τους) αλλά και η γειτνίαση με την ισραηλινή περιφέρεια της Γαλιλαίας (όπου ο παλαιστινιακός πληθυσμός πλειοψηφούσε) λειτούργησαν επίσης ευνοϊκά για την ανάπτυξη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος στην περιοχή17.

Η λιβανική κυβέρνηση προσπάθησε να ελέγξει και να περιορίσει την ανάπτυξη του κινήματος, αξιοποιώντας προς αυτόν τον σκοπό ακόμη και τον πρώην Μεγάλο Μουφτή της Ιερουσαλήμ - και πολέμιο της PLO - Α. αλ-Χουσεϊνί, στον οποίο είχε παραχωρήσει άσυλο από το 1959. Το 1969 οι λιβανικές αρχές προχώρησαν σε μέτρα πιο κατασταλτικού χαρακτήρα, με αλλεπάλληλες επεμβάσεις της αστυνομίας, της κρατικής ασφάλειας και του στρατού στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Δίχως ωστόσο αποτέλεσμα. Οι Παλαιστίνιοι, με την υποστήριξη και αλληλεγγύη των ντόπιων πληθυσμών (που προσέφεραν στους αντάρτες στέγη, τροφή, αλλά και μαχητές), κατάφεραν έως τον Οκτώβρη του ίδιου έτους να εκδιώξουν τις δυνάμεις καταστολής από το σύνολο των προσφυγικών καταυλισμών (17 στον αριθμό). Τον Νοέμβρη του 1969 το λιβανικό κράτος αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την PLO ως διοικούσα αρχή στους προσφυγικούς καταυλισμούς (Συμφωνία του Καΐρου, 2.11.1969). Ακολούθως, η διοίκηση και οργάνωση των καταυλισμών πέρασε στις «λαϊκές επιτροπές», που συγκροτήθηκαν από τους αντάρτες και τις οργανώσεις τους. Εκτοτε, οι προσφυγικοί καταυλισμοί μετατράπηκαν κυριολεκτικά «σε εργοστάσια παραγωγής μαχητών του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος»18.

Η πολιτική της Φατάχ και της PLO

Η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), όπως και το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα γενικότερα, δεν είχε συμπαγή οργανωτική και ιδεολογικοπολιτική συνοχή. Απεναντίας, αποτελούνταν από μια σειρά οργανώσεις, με διαφορετικές - και συχνά αντικρουόμενες - θέσεις και στόχους. Η μεγαλύτερη (και κυρίαρχη) οργάνωση της PLO υπήρξε η Φατάχ, υπό την ηγεσία του Γ. Αραφάτ. Ακολουθούσαν - από την άποψη της μαζικότητας - το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, υπό την ηγεσία του Γ. Χαμπάς, το Λαϊκό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (διάσπαση του Λαϊκού Μετώπου), υπό την ηγεσία του Ν. Χαγουάτμεχ, και άλλες οργανώσεις.

Στον πυρήνα των προγραμματικών στόχων της Φατάχ - και κατά προέκταση της PLO - υπήρξε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας για τη συγκρότηση ενός ενιαίου και ανεξάρτητου «δημοκρατικού κράτους» επί του συνόλου των εδαφών της «ιστορικής» Παλαιστίνης (δηλαδή στα όρια που καταλάμβανε πριν το 1948, επί βρετανικής κυριαρχίας). Καθώς οριζόταν στην «Εθνική Χάρτα» της PLO (1968), «οι Εβραίοι (...) που ζούσαν στην Παλαιστίνη έως τις απαρχές της σιωνιστικής εισβολής (σ.σ. του εποικιστικού ρεύματος) θα θεωρούνταν Παλαιστίνιοι», χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται το τι θα γινόταν με τους υπόλοιπους (που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των κοντά 2.500.000 Εβραίων πολιτών του Ισραήλ τότε). Σε μετέπειτα επεξεργασίες και τοποθετήσεις της Φατάχ και της PLO ξεκαθαριζόταν πάντως ότι ο απελευθερωτικός αγώνας των Παλαιστινίων «δεν διεξαγόταν με σκοπό την εκδίκηση ή την προξένηση κακού στους Εβραίους», έχοντας ως γνώμονα «το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης για όλους τους λαούς».19

«Φυσικά και αποδεχόμαστε τους Εβραίους ως ισότιμους πολίτες με τους Αραβες στα πάντα», θα τονίσει σε συνέντευξή του το 1969 ο Αμπ. Ιγιάντ, ηγετικό στέλεχος της Φατάχ και της PLO. «Το νόημα ενός Παλαιστινιακού δημοκρατικού κράτους», πρόσθεσε, «είναι ξεκάθαρο. Μοναδικός του στόχος είναι η εξάλειψη της σιωνιστικής ρατσιστικής (σ.σ. κρατικής) οντότητας στην Παλαιστίνη (...). Με εξαίρεση την ηγεσία (σ.σ. του κράτους του Ισραήλ), που λειτουργεί στο πλαίσιο της υλοποίησης των σχεδίων του σιωνιστικού εποικιστικού κινήματος (...) ο (σ.σ. μέσος) πολίτης του Ισραήλ (...) ακόμα και ο στρατιώτης (...) δεν είναι υπέρ του πολέμου, παρά μόνο όταν πρόκειται για αυτοάμυνα. Αν μπορέσουμε μέσα από τη στάση μας να αγγίξουμε την καρδιά αυτού του ανθρώπου και να τον πείσουμε πως δεν είμαστε πράγματι χασάπηδες που θέλουν να τον σφάξουν και να πετάξουν τη γυναίκα και τα παιδιά του στη θάλασσα, όπως μας παρουσιάζει σε αυτόν ο Σιωνισμός, τότε μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον σιωνιστή, ανάμεσα στον Εβραίο στρατιώτη και το σιωνιστικό εποικιστικό καθεστώς».20

Απευθυνόμενος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 13 Νοέμβρη 1974, ο Γ. Αραφάτ υπογράμμισε σχετικά με το ποιους θα περιλάμβανε το μελλοντικό κράτος της Παλαιστίνης, καθώς και για τον χαρακτήρα και τους σκοπούς της PLO (απαντώντας ταυτόχρονα στη μαύρη προπαγάνδα του Ισραήλ, των ΗΠΑ και άλλων καπιταλιστικών κρατών):

«Εκείνοι που μας αποκαλούν τρομοκράτες θέλουν να εμποδίσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη από το να ανακαλύψει την αλήθεια για εμάς, από το να δει το δίκαιο στα πρόσωπά μας. Επιδιώκουν να αποκρύψουν την τρομοκρατία και την τυραννία πίσω από τις δικές τους πράξεις και τη δική μας στάση αυτοάμυνας.

Η διαφορά μεταξύ του επαναστάτη και του τρομοκράτη έγκειται στον σκοπό για τον οποίο πολεμά. Οποιος ορθώνει ανάστημα για έναν δίκαιο σκοπό και αγωνίζεται για την ελευθερία, για την απελευθέρωση της γης του από τους εισβολείς, τους εποικιστές και τους αποικιοκράτες, δεν μπορεί να αποκαλείται τρομοκράτης. Αλλιώς τότε και οι Αμερικανοί που αγωνίστηκαν για την ελευθερία τους από τους Βρετανούς αποικιοκράτες θα ήταν τρομοκράτες. Οι Ευρωπαίοι που αντιστάθηκαν στους ναζί θα ήταν τρομοκράτες. Η πάλη των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής θα ήταν τρομοκρατική (...)

Είμαι αντάρτης και σκοπός μου είναι η ελευθερία (...).

Με την επίσημη ιδιότητά μου ως πρόεδρος της PLO και ως ηγέτης του παλαιστινιακού απελευθερωτικού αγώνα, δηλώνω ενώπιόν σας πως όταν μιλάμε για τις κοινές ελπίδες της Παλαιστίνης του αύριο, συμπεριλαμβάνουμε από τη σκοπιά μας και όλους τους Εβραίους που σήμερα ζουν στην Παλαιστίνη και επιθυμούν να ζήσουν μαζί μας ειρηνικά και χωρίς διακρίσεις. (...) Τους προσφέρουμε αυτήν την εξαιρετικά γενναιόδωρη λύση: Να ζήσουμε μαζί στο πλαίσιο μιας δίκαιης ειρήνης στη δημοκρατική μας Παλαιστίνη (...).

Σήμερα έρχομαι εδώ κρατώντας έναν κλάδο ελαίας και το όπλο ενός μαχητή της ελευθερίας. Μην αφήσετε τον κλάδο ελαίας να πέσει από τα χέρια μου. Επαναλαμβάνω: Μην αφήσετε τον κλάδο ελαίας να πέσει από τα χέρια μου. (...) Σας καλώ να δώσετε τη δυνατότητα στον λαό μου να αποκτήσει την εθνική του ανεξαρτησία στη γη του».21

Η Φατάχ προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στη διεθνοποίηση του Παλαιστινιακού ζητήματος, τονίζοντας - σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο - τη διεθνή διάσταση του απελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων (ως οργανικό - αναπόσπαστο «τμήμα του παγκόσμιου απελευθερωτικού κινήματος και της κοινής πάλης» των λαών) και διευρύνοντας - όσο το δυνατόν περισσότερο - τις διεθνείς συμμαχίες του. Η «υποστήριξη και συμμετοχή των αραβικών δυνάμεων, καθώς και των προοδευτικών δυνάμεων του κόσμου (...) υπό την ηγεσία των κρατών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού υπήρξε πράγματι κεντρική επιδίωξη της Φατάχ, και κατ' επέκταση της PLO. Τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα απελευθερωτικά κινήματα όπου ηγήθηκαν και πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές (όπως της Κούβας και του Βιετνάμ) και γενικότερα το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα προσέφεραν αναμφίβολα σημαντικότατη πολιτική, ηθική και υλική στήριξη στο απελευθερωτικό κίνημα των Παλαιστινίων, ενώ ιδιαίτερα ξεχωριστός σε αυτό (τόσο ως προς το εύρος όσο και τη βαρύτητά του) υπήρξε ο ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης.22

Παράλληλα, όμως, η αστική ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, ο διαχωρισμός του εθνικοαπελευθερωτικού στόχου από τους όποιους κοινωνικούς και η πολιτική μη ανάμειξης στα εσωτερικά (βλ. στα κοινωνικοταξικά προβλήματα και τους αγώνες) των άλλων αραβικών λαών επέτρεψαν στη Φατάχ να έχει σχέσεις και με κράτη όπως η Σαουδική Αραβία. Η Σαουδική Αραβία, από τη μεριά της, στήριξε τη Φατάχ «ως μια συγκριτικά μετριοπαθή» δύναμη (σε σχέση με τις άλλες απελευθερωτικές οργανώσεις των Παλαιστινίων), που «δεν αποτελούσε ένα επικίνδυνο ριζοσπαστικό ρεύμα», είχε «εθνικιστικούς στόχους και δεν λειτουργούσε υποκινητικά για άλλες εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο».23

Για τη Φατάχ «η θεμελιώδης αντίθεση» στον απελευθερωτικό αγώνα του Παλαιστινιακού λαού ήταν η αντίθεση «με τον Σιωνισμό». Ως εκ τούτου, «όλες οι άλλες εσωτερικές αντιθέσεις (σ.σ. κοινωνικοταξικές - πολιτικοϊδεολογικές) όφειλαν να μπουν στο ράφι, όντας δευτερεύουσες». Ερωτηθείς γιατί η Φατάχ δεν πρόβαλε κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό πρόγραμμα - ιδεολογία, ο Αμπ. Λουτφ (μέλος της ΚΕ της οργάνωσης) θα απαντήσει πως κάτι τέτοιο «δεν ήταν εύκολο (...) την ώρα που διεξαγόταν η πάλη κατά των δυνάμεων κατοχής. Στην παρούσα φάση», τόνισε, «ο αγώνας πρέπει να είναι εθνικός. Αυτό σημαίνει πως όλες οι κοινωνικές τάξεις που είναι ενάντια στον Σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό πρέπει να σχηματίσουν μια συμμαχία προκειμένου να συντριβεί η σιωνιστική ιμπεριαλιστική κατοχή της Παλαιστίνης. (...) Η πρόταξη ενός κοινωνικού προγράμματος θα είχε άμεσες συνέπειες σε αυτήν τη συμμαχία, σπέρνοντας τη διχόνοια ανάμεσα στα μέλη της». Για να υποστηρίξει δε περαιτέρω την παραπάνω θέση, ο Αμπ. Ιγιάντ ανέφερε ως ιστορικό παράδειγμα την περίπτωση της Κίνας και «τη συμμαχία του Μάο Τσε Τουνγκ (σ.σ. ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος) με τον Τσιάνγκ Κάι Σεκ (σ.σ. ηγέτη των αστικών δυνάμεων), ο οποίος ήταν εξαιρετικά αντιδραστικός, ακριβώς επειδή ήταν στη φάση του εθνικού αγώνα».24

Ολα αυτά εδράζονταν στην αστική αντίληψη της Φατάχ για τον χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος. Για τη Φατάχ «η εργατική τάξη, ιδιαίτερα στις λιγότερο ανεπτυγμένες (σ.σ. καπιταλιστικά) χώρες, αποτελούσε μια αδύναμη και αναποτελεσματική τάξη, στην οποία δεν μπορεί κανείς εύκολα να βασιστεί». Ειδικότερα δε στην περίπτωση της Παλαιστίνης, θεωρούνταν ότι ο ξεριζωμός είχε οδηγήσει στη δημιουργία μιας «νέας τάξης», της «τάξης των προσφύγων», όπου ο θεμελιώδης κοινωνικοταξικός διαχωρισμός σε αστούς και εργάτες δεν ίσχυε: «Δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει αστική τάξη (σ.σ. στους Παλαιστινίους) από τη στιγμή που δεν υπάρχει εργατική τάξη». Για τη Φατάχ, λοιπόν, βασική κινητήρια δύναμη του παλαιστινιακού απελευθερωτικού αγώνα (που ήταν εθνικός και προϋπέθετε την «εθνική ενότητα») ήταν η λεγόμενη «τάξη των προσφύγων», της οποίας εμφανιζόταν ως ο βασικός οργανωτικός εκπρόσωπος.25

Κριτική στη Φατάχ από άλλες απελευθερωτικές οργανώσεις (το Λαϊκό Μέτωπο και το Λαϊκό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης)

Το Λαϊκό Μέτωπο και το Λαϊκό Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης άσκησαν κριτική σε μια σειρά θέσεις και πολιτικές της Φατάχ. «Είναι σωστό», σημείωνε το Λαϊκό Μέτωπο, «πως η φάση που διάγουν οι Αραβες είναι μία της εθνικής απελευθέρωσης και όχι της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ωστόσο, η εθνική απελευθέρωση περιλαμβάνει ταυτόχρονα την ταξική πάλη. Ποιες τάξεις είναι στο πλευρό της εθνικής επανάστασης και ποιες απέναντί της σε κάθε της φάση; Η εθνική επανάσταση δεν σημαίνει ακύρωση των τάξεων και της ταξικής πάλης. Οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι είναι ταυτόχρονα και ταξικοί πόλεμοι. (...) Το να λέει κανείς πως αυτοί οι πόλεμοι διαφοροποιούνται από την έννοια της ταξικής πάλης μεταξύ των εκμεταλλευτών και των εκμεταλλευομένων είναι λάθος. (...) Το να λέει πως όλες οι τάξεις των Παλαιστινίων βρίσκονται στην ίδια επαναστατική κατάσταση απέναντι στο Ισραήλ (...) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. (...) Δεν ζουν όλοι οι Παλαιστίνιοι υπό τις ίδιες συνθήκες (...). Κάθε τάξη έχει διαφορετική στάση απέναντι στην κίνηση της Ιστορίας και την (σ.σ. εθνικοαπελευθερωτική) επανάσταση».26

Αντίστοιχα, το Δημοκρατικό Λαϊκό Μέτωπο κατήγγειλε «την εθνική ενότητα», που πρόβαλλε και προωθούσε η Φατάχ, ως «έννοια (...) που σχηματοποιήθηκε υπό την ηγεσία των φεουδαρχικών στοιχείων, των τραπεζιτών, των μεγαλεμπόρων και τους αντιδραστικούς Παλαιστινίους». Μόνο οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες «αποτελούσαν επαναστατικές τάξεις (...) ικανές να ηγηθούν του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος», καθώς «δεν έχουν τίποτε να χάσουν αν πάρουν τα όπλα και πολεμήσουν μέχρι θανάτου, αντιθέτως, έχουν να κερδίσουν τα πάντα - τη γη και τα σπίτια τους».27

Η αποσύνδεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα από τις κοινωνικοταξικές του διαστάσεις (και στόχους) οδηγούσε - κατά την ίδια κριτική - αναπόφευκτα σε επικράτηση της αστικής τάξης στο κράτος που θα συγκροτούνταν ως αποτέλεσμα της πάλης αυτής, όπως συνέβη π.χ. στην περίπτωση της Αλγερίας. Ως αντίπαλο δέος και εναλλακτική στρατηγική προοπτική προβάλλονταν τα παραδείγματα της Κούβας και του Βιετνάμ.28

Κριτική στη Φατάχ ασκήθηκε επίσης αναφορικά με την πολιτική της περί «μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις των αραβικών κρατών», εκτιμώντας πως η πάλη του Παλαιστινιακού λαού ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την πάλη των άλλων αραβικών λαών και τις γενικότερες πολιτικές - κοινωνικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, γινόταν η εκτίμηση ότι η συμμαχία του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος με άλλα αντίστοιχα απελευθερωτικά - κοινωνικά κινήματα στην περιοχή θα ήταν πολύ πιο στέρεη και αποτελεσματική για τον αγώνα του απ' ό,τι μια συμμαχία με τις αραβικές κυβερνήσεις, οι οποίες εκπροσωπούσαν συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα και επομένως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν έναν ειλικρινή και αξιόπιστο υποστηρικτή της παλαιστινιακής υπόθεσης. «Οι αντιδραστικές κυβερνήσεις στις αραβικές χώρες», υπογραμμιζόταν σχετικά, «εκπροσωπούν και προστατεύουν τα συμφέροντα (...) του αραβικού καπιταλισμού. (...) Ο προσδιορισμός της αραβικής αντίδρασης ως κομματιού των εχθρικών (σ.σ. προς το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα) δυνάμεων είναι εξαιρετικής σημασίας. (...) Δεν μπορεί να υπάρξει νίκη χωρίς καθαρή εικόνα των διαφορετικών τμημάτων αυτού του στρατοπέδου».29

Βασικός - αν όχι ο βασικότερος - λόγος για τον προσανατολισμό και την πολιτική που ακολουθούσε η Φατάχ (και κατ' επέκταση η PLO) υπήρξε, σύμφωνα με το Λαϊκό Μέτωπο, η μικροαστική σύνθεση της ηγεσίας της. «Η μικροαστική τάξη», επεσήμανε σχετικά, «μπορούσε να είναι σύμμαχος» στον απελευθερωτικό αγώνα των Παλαιστινίων, ωστόσο δεν μπορούσε να αποτελεί τη «βασική ηγέτιδα τάξη»: Αυτή μπορούσε να είναι μόνο η εργατική τάξη και η φτωχή αγροτιά. «Η εφαρμογή αυτού του κανόνα όμως είναι πολύ ευαίσθητη και δύσκολη. Η μικροαστική τάξη, πέρα από το αριθμητικό της μέγεθος, διαθέτει επίσης δύο σημαντικά προσόντα: Συνείδηση και μόρφωση. Αν οι εργάτες και οι αγρότες δεν είναι συνειδητοποιημένοι, οργανωμένοι και ικανοί να ηγηθούν της απελευθερωτικής πάλης», τότε «την ηγεσία της» θα αναλάμβανε αναπόφευκτα «η μικροαστική τάξη», προωθώντας «το δικό της πρόγραμμα και στρατηγική».30

Βεβαίως, όλη αυτή η ιδεολογικοπολιτική κριτική (και διαπάλη) δεν αποτυπώθηκε στον διαχωρισμό με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις που ηγούνταν του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος.

Ειδικό ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει η συζήτηση που αναπτύχθηκε στις γραμμές των δύο οργανώσεων (του Λαϊκού Μετώπου και του Λαϊκού Δημοκρατικού Μετώπου) σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης επαναστατικού κόμματος με επαναστατική οργάνωση και ιδεολογία.

«Η παρούσα πολιτική οργάνωση του Λαϊκού Μετώπου», σημειωνόταν αυτοκριτικά, «δεν διαθέτει ακόμη την ταξική συγκρότηση που απαιτείται ως αντικειμενική υλική βάση για την επαναστατική μορφή της οργάνωσης και την ικανότητά της να φέρει εις πέρας την επανάσταση». Ωστόσο, η ύπαρξη «μιας επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης, οπλισμένης με επαναστατική ιδεολογία - την ιδεολογία της εργατικής τάξης (...) τη μαρξιστική - λενινιστική ιδεολογία» θεωρούνταν «ο μόνος δρόμος για την εργατική τάξη ώστε να οργανώσει τον εαυτό της, να ενώσει και να κινητοποιήσει τις δυνάμεις της, και να προσδιορίσει τη στρατηγική της στη μάχη». Η ύπαρξη «ενός επαναστατικού κόμματος που κινεί και ηγείται του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου προς τη νίκη», καταληγόταν, «αποτελεί βασική προϋπόθεση για κάθε ριζοσπαστική και αληθινή επανάσταση στον καιρό μας».31

Το ζήτημα βεβαίως που αναδεικνύεται εδώ έχει να κάνει με το κομβικό όσο και κρίσιμο ζήτημα της αναγκαιότητας μιας αυτοτελούς πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης (ενός Κομμουνιστικού Κόμματος), που θα πρωτοστατούσε και θα ηγούνταν του απελευθερωτικού κινήματος των Παλαιστινίων, συνενώνοντας και καθοδηγώντας τις δυνάμεις του Παλαιστινιακού εργαζόμενου λαού σε ταξική - επαναστατική κατεύθυνση.

Δυστυχώς, οι παραπάνω - σωστές - διαπιστώσεις, καθώς και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε πάνω σε αυτές, δεν μετουσιώθηκαν στο ζητούμενο. Γεγονός που αναμφίβολα είχε αντίκτυπο και στην εξέλιξη του απελευθερωτικού αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.

(Συνεχίζεται)

1. PLO, Basic political documents of the armed Palestinian resistance movement, εκδ. PLO Research Center, Beirut, 1969, σελ. 23 - 24

2. PLO, ό.π., σελ. 28 - 29

3. Anne Elizabeth Irfan, Internationalizing Palestine, PhD Thesis, LSE, London, 2018, σελ.121 και Rosemary Sayigh, The Palestinians, εκδ. Zed Books, London, 2007, σελ. 149

4. Στο Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 133

5. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 175 και 177

6. PLO, ό.π., σελ. 73

7. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 161

8. PLO, ό.π., σελ. 163

9. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 191 και Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 132

10. Βλ. Letter to UN Department of FCO, 14/11/1974 κ.ά., στο Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 187 - 188

11. Fawaz Turki, Exile's return, εκδ. Free Press, NY, 1994, σελ. 110, Abu Iyad, My home, my land: A narrative of the Palestinian struggle, εκδ. Times Books, NY, 1981, σελ. 60, Abdel Bari Atwan, A country of words, εκδ. Saqi, London, 2008, σελ. 73, και Rosemary Sayigh, ό.π., σελ. 158

12. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 120 - 121

13. Bruce Riedel, «Fifty years after «Black September» in Jordan», στο Studies in Intelligence, vol. 64, no. 2, June 2020, σελ. 35 - 37

14. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 173

15. Bruce Riedel, ό.π., σελ. 36 - 39

16. Fawaz Turki, Soul in Exile, εκδ. Monthly Review Press, NY, 1988, σελ. 120, Milton Viorst, UNRWA and peace in the Middle East, εκδ. Middle East Institute, Washington, 1984, σελ. 86, και Bruce Riedel, ό.π., σελ. 40

17. Rosemary Sayigh, ό.π., σελ.163 - 164

18. Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 130 - 131, 162 και 166.

19. PLO, ό.π., σελ. 129, 137

20. PLO, ό.π., σελ.75 και 98

21. UN General Assembly, Official Records, 29th Session, 2282 Plenary Meeting, σελ. 861 - 868 (https://digitallibrary.un.org/record/743671?v=pdf)

22. Raphael Israeli, PLO in Lebanon: Selected Documents, εκδ. Weidenfeld & Nicolson, London, 1983, σελ. 23, PLO, ό.π., σελ. 120, και Anne Elizabeth Irfan, ό.π., σελ. 276

23. William Quandt, Saudi Arabia in the 1980s: Foreign policy, security and oil, εκδ. Brookings Institution, Washington, 1981, σελ. 32

24. PLO, ό.π., σελ. 29 - 30, 104

25. PLO, ό.π., σελ. 102

26. PLO, ό.π., σελ. 191 - 193

27. PLO, ό.π., σελ. 162

28. PLO, ό.π., σελ. 105 και 153

29. PLO, ό.π., σελ. 159 - 160, 187-188

30. PLO, ό.π., σελ. 195 - 196

31. PLO, ό.π., σελ. 203, 228, 233 - 234


Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Ενταση της καταστολής στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη(2022-04-05 00:00:00.0)
Συνεχίζονται οι μάχες(2007-06-13 00:00:00.0)
Αδιάλειπτο σφυροκόπημα του στρατού κατά της «Φάταχ αλ Ισλάμ»(2007-06-02 00:00:00.0)
Προεκλογικές περιοδείες και εισβολές(2004-12-31 00:00:00.0)
Νέα ισραηλινή εισβολή στην Τουλκαρέμ(2003-04-03 00:00:00.0)
Αναμενόμενη επικράτηση του Αραφάτ(1996-01-23 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ