Τετάρτη 13 Αυγούστου 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Μη σε γερνούν τα δύσκολα!

Σκέφτομαι τον άνθρωπο, χωρίς κουστούμι και γραβάτα, μόνο μ' ένα πουκάμισο λινό, να του πέφτει ίσαμε τα γόνατα, ξυπόλυτο, να περπατά στα βράχια και να νιώθει αλμυρό το νερό στα πόδια του, σαν πάντα η άμμος να 'τανε χρυσή. Σκέφτομαι τα χρόνια που περνούν, ίδια κι απαράλλακτα για όλους, αλλά και τόσο, μα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, στην πόρτα του καθενός όρθιο τ' όνειρο, σα ξένος χτυπά τα κουδούνια μας, την ώρα που βαρύς είναι ο ύπνος, πώς ν' ακούσεις. Σκέφτομαι την πόλη που αγάπησα, σαν πάντα να 'τανε δικιά μου, με τις φυλακές της απλωμένες ακριβώς στο σημείο όπου κάθε απόγευμα ο ήλιος κάνει θεαματικά τη βουτιά του και στην άλλη άκρη της δυο άνδρες, εξήντα χρονών και βάλε ο καθένας, να κρατούν τις γκλίτσες τους και να φυλούν μαζί ένα πρόβατο! Σκέφτομαι μετά τον κόσμο, πληγωμένο απ' άκρη σ' άκρη, από ανθρώπους κι εξουσίες, απ' την απληστία και την αδικία της, απ' τη δύναμη που συντρίβει κι απ' την αδυναμία που καθηλώνει. Και μετά τα παιδιά, χωρίς παρελθόν να βαραίνει, χωρίς ίχνη υποψίας για το μέλλον, να κυλιούνται στα χώματα, σα να προσπαθούν να συνηθίσουν τη λάσπη, αυτή που σε απροσδιόριστες ποσότητες θα «γευτούν» αργότερα, σαν ενήλικες, σαν εργαζόμενοι, σαν πολίτες.

Είναι όμορφο, μου 'πες τότε, όσο μεγαλώνεις να ονειρεύεσαι πιότερο κι από παιδί, να μη σε γερνούν τα δύσκολα κι ας ασπρίζουν τα μαλλιά σου, οφθαλμαπάτη είναι, στην ψυχή μετρά κανείς τις ρυτίδες του. Πέρασαν χρόνια που τα μάτια είχαν χάσει το δρόμο τους, καρφωμένα στους καθρέφτες κείτονταν, χωρίς να μπορούν να διακρίνουν την αλήθεια, αυτή τη μία και μοναδική για τον καθένα μας, κι αυτή την άλλη, τη μοναδική για όλους. Είναι σπάνιο, μου 'πες μετά, να μπορείς να ξεπερνάς τους ανθρώπους, τις μικρότητες και τις αδυναμίες τους, να καταφέρνεις να διακρίνεις πάντα πίσω απ' τις καταιγίδες τους το ουράνιο τόξο της ελπίδας, όλοι έχουν χρώματα και μόνο αν τα δεις θα δουν κι αυτοί τα δικά σου. Πέρασαν πάλι χρόνια, άλλα κόκκινα, κι άλλα πορτοκαλιά, άλλα πράσινα, κι άλλα κίτρινα, και άλλα μαύρα, κατάμαυρα σαν κατράμι. Πέρασαν κι άνθρωποι, πολύχρωμοι σαν όνειρο, κι άλλοι σκοτεινοί, που θύμιζαν κελί φυλακής που 'χει χάσει τα κλειδιά του. Πέρασαν και πνεύματα που 'χαν γίνει ένα με την ύλη, κι άλλα που κόλλησαν σε μια παράγραφο χωρίς να καταφέρουν να μάθουν ποτέ το τέλος μιας ιστορίας. Πέρασαν και τα πουλιά, μέρες φθινοπώρου ήταν, κι η βροχή με το ζόρι κράταγε τα δάκρυά της, λίγο πριν το τέλος πάντα η καταιγίδα. Είναι δύναμη, είπες πάλι, να καταφέρνεις να περπατάς πάντα ξυπόλυτος στη βροχή, χωρίς ομπρέλες κι αδιάβροχα, χωρίς στέγες γύρω σου έτοιμες πάντα να σε προφυλάξουν. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω το περιττό και το αναγκαίο...

Σκέφτομαι τον άνθρωπο, χωρίς τσέπες στο παντελόνι του, να χορεύει ρυθμικά το χορό της βροχής. Σκέφτομαι, πάλι, τον κόσμο, πληγωμένο απ' τους «σακάτηδες», να ψάχνει και να βρίσκει την παρηγοριά σε πέντε - έξι λέξεις. Ακριβές και σπάνιες, σαν τα λόγια σου. Θα βρω τρόπο να παλέψω...


Μπέρρυ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ