Πέμπτη 22 Δεκέμβρη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Πολιτισμικά

Το καλοκαίρι του 2003 με είχε πιάσει τρέλα με το Seabiscuit -Σίμπισκιτ ή Σιμπίσκουιτ (η προφορά εξαρτιόταν από τι αγγλικά μιλούσες), για πολλούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι το βιβλίο το είχε γράψει, με τρομερούς πόνους, μια νέα γυναίκα, άλλοτε αθλητικογράφος, η Λόρα Χίλενμπραντ -Laura Hillebrand - όντας κατάκοιτη από μια σπάνια ασθένεια.

Πρόκειται για το ομώνυμο άλογο, έγινε και ταινία, που κέρδιζε όλες τις ιπποδρομίες και η ιστορία του τζόκεΐ του ήταν δραματική. Οι νίκες του και η συρροή του κόσμου απ' όλες τις Πολιτείες, όπου και αν γινόταν η ιπποδρομία, εξηγήθηκε σαν ένα ξέσπασμα τον καιρό του μεγάλου κραχ του 1929.

Το διάβαζα και ανακάλυπτα την άγνοιά μου σχετικά με αυτό το όμορφο τετράποδο και τις αρετές του, τις φυσικές του αντοχές και τη νοημοσύνη του, παρά το στερητικό του α. Ανοιγα λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και ρωτούσα σχετικούς και άσχετους φίλους να μου δώσουν διάφορες επεξηγήσεις και απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Εμενα ανικανοποίητη.

Μια Κυριακή που βρισκόμουν σ' ένα καζίνο στο Ατλάντικ Σίτι, για τις δικές μου παρατηρήσεις, μπήκα σ' ένα χώρο, όπου άνθρωποι κάθονταν μπροστά στη δική τους οθόνη και φώναζαν έξαλλοι στην εικόνα κάποιου αλόγου, από αυτά που έτρεχαν, να τρέξει πιο γρήγορα και να κερδίσει. Ηταν μια ψευδαίσθηση ότι βρίσκονταν ζωντανά στον ιππόδρομο. Τα στοιχήματα είχαν παιχτεί προκαταβολικά. Κάποιοι θα έβγαιναν χαμένοι και κάποιοι κερδισμένοι.

Ορθιος και περιφερόμενος ήταν κάποιος ψηλός και εκπαιδευμένος που φαινόταν κάπως ιδιαίτερος. Τον πλησίασα και τον ρώτησα, αν ήταν ο «μάνατζερ» και αν μπορούσε να μου δώσει μια εφημερίδα από αυτές που είχαν οι «παίκτες» δίπλα τους. Και ήταν και μπορούσε.

Η εφημερίδα κόστιζε πέντε δολάρια. Οι άγνωστες λέξεις επανεμφανίστηκαν. Τηλεφώνησα στον Χριστόφορο και εκείνος, καθότι κομπιουτεροφάγος, μου έστειλε από το Νιου Τζέρσι περίπου δέκα σελίδες που επεξηγούσαν με λέξεις και σχήματα τους διάφορους όρους.

Ξαναδιάβασα το βιβλίο. Είδα την ταινία. Στην τηλεόραση είδα εκείνη τη μικρή ταινία για το άλογο που είχε προβληθεί τη δεκαετία του '30, μαζί με άλλες μικρές ειδησεογραφικές ταινίες που προβάλλονταν τότε πριν το κύριο έργο. Με είχε πιάσει τρέλα με την ιστορία του αλόγου, του τζόκεϊ και την άγνοιά μου.

Ολα αυτά μου ήρθαν στο νου με μια τελευταία δημοσκόπηση για το πολιτιστικό επίπεδο του λαού μας. Απλούστατα δεν ξέρουμε τίποτε. Μόνο ταβέρνες και καφετερίες, ξέρουμε. Μόνο να περνάμε τις ώρες μας στις καρέκλες των υπαίθριων ή μη καφέ ή μπαρ, ξέρουμε. Δεν ξέρουμε από λογοτεχνία, από θέατρο, από τέχνες, δεν πηγαίνουμε στα μουσεία, δεν μπαίνουμε στις γκαλερί ζωγραφικής. Δεν ξέρουμε τίποτε από τα καλλιτεχνικά ρεύματα της λογοτεχνίας ή του θεάτρου ή των εικαστικών. Δε μας αφορούν.

Το ποσοστό μας που αντιστοιχεί στον πολιτισμό είναι πολύ χαμηλό. Ο πολιτισμός είναι μακριά μας. Τόσο μακριά που δεν μπορούμε να τον εξερευνήσουμε. Και άλλα πολλά που μου θύμισαν εκείνον τον «μάνατζερ», όταν του είπα ότι ήθελα να μεταφράσω τους όρους στα ελληνικά. «Καλά που υπάρχουν και οι Ελληνες», είπε. «Είναι οι καλύτεροί μας πελάτες. Χωρίς αυτούς δε θα είχα αυτή τη δουλιά».

Τον πίστεψα.


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ