Ολα αυτά τα αυτονόητα, εγώ δεν τα έζησα ποτέ. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να τον χαρώ. Αυτό που θυμάμαι είναι τον πατέρα μου να λείπει από το σπίτι για ατελείωτες περιόδους ή να είναι σπίτι αλλά να κρύβεται, να μην μπορεί να βγει έξω, να μην μπορεί να μας πάει μια βόλτα. Θυμάμαι τη μητέρα μου, να μας παίρνει από το χέρι και να μας πηγαίνει σε διάφορα άγνωστα ή φιλικά σπίτια για να τον δούμε λίγο, μέσα στο πιο σκοτεινό και μικρό δωμάτιο του σπιτιού ή στην κρυφή αποθήκη.
Κι όμως, ο πατέρας μου θα ήθελε πολύ να είναι μαζί μας. Το νιώθω κάθε φορά που τον βλέπω. Και η μητέρα μου θα ήθελε να είναι μαζί μας. Ούτε καμιά περίεργη δουλιά κάνει. Ούτε έχει κάνει ποτέ κακό σε κάποιον, για να καταλάβω, έστω, γιατί δεν μπορεί να κυκλοφορήσει ποτέ στο δρόμο. Το μόνο που έχει κάνει είναι ότι έχει άποψη και την εκφράζει. Και η άποψή του δε συνάδει με τη θέληση του καθεστώτος. Και αυτό, όπως συνειδητοποίησα τώρα μεγαλώνοντας, είναι, ίσως, αυτονόητο σε κάποιες άλλες χώρες, αλλά είναι έγκλημα στη χώρα μου, την Τυνησία.
Εγκλημα, προφανώς, ήταν ότι στις 27 Φεβρουαρίου του 1998 βγήκε να μας ψωνίσει τρόφιμα και δε γύρισε ποτέ πια. Εχουν περάσει δύο χρόνια και δεν τον έχω δει καθόλου. Καταδικάστηκε, το 1999, ερήμην σε 9 χρόνια και 3 μήνες φυλάκισης στην απομόνωση. Την απορία, τη θλίψη και το ακαθόριστο συναίσθημα αδικίας, των παιδικών μου χρόνων, έχει διαδεχτεί, πια, η οργή και η πίστη ότι το δίκιο είναι με το μέρος του πατέρα μου που αγωνίζεται για τα αυτονόητα αλλά και το δικό μας που έχουμε δικαίωμα στο αυτονόητο της παρουσίας του δίπλα μας. Επειδή, ακριβώς, είμαι περήφανη γι' αυτόν και επειδή δε θέλω οι δύο μικρότερες αδελφές μου να μεγαλώσουν χωρίς αυτόν, αποφάσισα να σταματήσω και εγώ κάτι αυτονόητο. Είμαι σε απεργία πείνας από τις 28 Ιουνίου και δεν προτίθεμαι να σταματήσω, αν δεν τον δω»