Η σαγήνη του πιστολιού του αστυνομικού πατέρα σου με την παγωμένη κάννη, πρόκληση κρυφής γοητείας σακατεμένου μυαλού; Η λύση λυτρωτική τρομαχτικών αδιεξόδων; 14 χρονών και πρόλαβε να γίνει άβυσσος η ψυχή σου; Και θα 'ρθουν Μάηδες πολλοί και συ δε θα υπάρχεις. Θέλησες να φύγεις, να χαθείς μια ώρα αρχύτερα απ' τη ζωή. Να ξημερώνει, να βραδιάζει. Να βρέχει, να χιονίζει, να φυσομανά και πάντρεμα και ζευγάρωμα κι ανάσταση να γίνεται και συ να μην υπάρχεις. Εκεί που θέλησες να πας τίποτα δεν μπορεί να σε συντροφέψει. Ούτε η απόγνωση, ούτε η διαμαρτυρία, ούτε η αμφισβήτησή σου. Θα μείνουνε εδώ ένοχες και κυριαρχημένες να κατατρώνε σπλάχνα άλλων παιδιών.
Δε ζήτησες το τέλειο, το καλύτερο ζήτησες, το πιο ανθρώπινο, το πιο εφικτό που λένε κι οι σπουδαίοι κι είχες αιτίες χίλιες δυο να κάνεις την επανάστασή σου. Με τη μαρτυρία σου ανέτρεψες την ισορροπία τού καλώς σε κακώς έχειν και αντέταξες την έλλειψη της κοινωνικής και οικογενειακής σου θωράκισης σε διαμαρτυρία. Τίμημα; Το Αναμορφωτήριο.
Πήρε μέρος σε μάχες πολλές και ενέδρες. Επίθεση και αντεπίθεση και άμυνα στο Μάλι Μάδι.
Μια μέρα πριν τη μάχη λέει στον ομαδάρχη της, Μιχάλη Νίκα, απ' το Λιτόχωρο: "Αν σκοτωθώ πάρε το μενταγιόν να το γυρίσεις στη μάνα μου". "Τι είναι αυτά που λες", την καθησύχασε ο ομαδάρχης.
Μετά τη μάχη βρήκανε το μενταγιόν να λαμποκοπάει στον ήλιο κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ν' ανθίζει στον κρόταφο της Χρυσούλας. Ηταν μόνο 15 χρονών.
Ο πατέρας της αντάρτης, αντάρτισσα και η μητριά, μα δεν ήθελαν το κορίτσι μαζί. Το άφησαν στο Λιδωρίκι στο Κ. Τσεκούρα που ήταν ΜΑΥΣ. Το κορίτσι δεν έμεινε λεφτό, βρήκε τις άλλες δυο κι έφυγαν για το βουνό.
"Πάρε τα κορίτσια να πας να τα ντύσεις", παράγγειλε ο καπετάνιος. Φύγαμε για το Βουλγαρέλι.
Πέρασαν τ' αεροπλάνα και ρίξαν προκηρύξεις να δει ο κόσμος τους μετανιωμένους, αυτούς που ξαναγύρισαν στην αγκαλιά της "μάνας - πατρίδας". Επεσε μια τέτοια προκήρυξη στα χέρια της Βούλας κι είδε τον πατέρα της προδότη και λιποτάχτη. "Δεν είναι δυνατόν", μουρμούρισε. Επαθε ένα κλονισμό, ένα τρομαχτικό σοκ κι έμεινε ακίνητη. Δεν άντεξε την προσβολή του πατέρα. Στάθηκε αδύνατο να τη συνεφέρουμε. Την πήγαμε στον Π. Κόκκαλη, το γιατρό. Ηταν αργά. Δεν έγινε τίποτα. Σε πέντε μέρες έσβησε η Βούλα μέσα στα χέρια μου κι ήταν μόνο 13 χρονών!
Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ