Σάββατο 18 Φλεβάρη 1995
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 28
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Ο Ελατος της Χρυσούλας

Εμείς εκεί πάνω στο πατάρι (που εργαζόμαστε για τη διάσωση του αρχείου του ΚΚΕ) δεν κουβεντιάζουμε για τον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου, δε συντηρούμε καταλόγους προεδρολογίας και μήτε δεκαρολογούμε πάνω στο αλισβερίσι του κρατικού κορβανά.

Το πατάρι είναι στέκι συνάθροισης και προβληματισμού ανθρώπων που αγωνίστηκαν, πόνεσαν και μάτωσαν για το καλό αυτού του άμοιρου τόπου κι ο λόγος τους είναι ώριμος, μεστός και πικραμένος, καθώς μέσα απ' τα βάθια της ψυχής τους μια μια οι μνήμες ξεπηδούν στο φως! Εξανεμίζονται στον αγέρα και καταλαγιάζουν στις δικές μας ευαισθητοποιημένες χορδές σαν μικρές κρυστάλλινες δροσοσταλίδες δείχνοντάς μας πεντακάθαρους δρόμους.

***

Μιλά και διηγείται η συντρόφισσα Ελένη Τσιόκα. Ετσι αργά, μια μια σμιλεμένες από βασανιστικούς ήχους, βασανιστικών χρόνων, αγέρωχων ρυτίδων και συγκρατημένου πάθους βγαίνουν οι λέξεις. Απέραντο φως όλων των αποχρώσεων χρωματίζει τη φωνή της.

Καρυά Ολύμπου 1946. Τότε ακόμη δεν υπήρχαν ούτε λόχοι ούτε τάγματα. Ημασταν μικρές μικρές ομάδες. Εμείς κοριτσόπουλα στο χωριό Νιζερό, έξω από το Λιτόχωρο, φυλάγαμε τα υψώματα της Λάρισας. Εκεί έμενε μια συναγωνίστρια, Χρυσούλα τη λέγανε, Χρυσούλα Παπαϊωάννου. Ανταρτομάνα, έτσι την ξέρανε, έτσι τη φωνάζανε όλοι. Είχε τρία ή τέσσερα παιδιά. Δε θυμάμαι καλά. Το ένα κορίτσι το συνάντησα αργότερα στην Πολωνία.

Φτωχή γυναίκα κι όμως, πάντα κάτι θα 'φερνε να μας φιλέψει. Ψωμί, ελιές, τυρί, καμιά ντομάτα, κανένα κρεμμύδι. Ο,τι βρισκότανε. Ολοι οι αντάρτες την αγαπούσανε πολύ και πολλοί βρίσκανε στο σπίτι της καταφύγιο, ξεκούραση και ζεστασιά. Πάω στη μάνα λέγανε. Με κάλεσε και μένα. Ετσι, καλοσυνάτη πάντα, με την ιδιόρρυθμη θεσσαλική της προφορά. Πήγα. Νοικοκυρά, πεντακάθαρη, χαμογελαστή. Ημουν περίεργη. Αφού τόσο καλά μας φέρνεται αυτή η γυναίκα και τόσα πράματα μας φέρνει, αναρωτιόμουνα αν ο άντρας της θα ήταν κάποιος σπουδαίος καπετάνιος.

"Ο άντρας μου: χα χα - Γέλασε ειρωνικά - Στο μαντρί μέσα είναι, φυλάει τα πρόβατα. Δε σκοτίζεται και δε σκαμπάζει από τέτοια".

***

Αργότερα, ύστερα από έξι μήνες, όταν άρχισαν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και μπήκαμε στην παρανομία, η Χρυσούλα έφυγε από την Καρυά και πήγε να κρυφτεί σε κάτι συγγενείς της στο χωριό Παντελεήμονας. Πιάσανε τον άντρα της οι ασφαλίτες και του είπανε: Πήγαινε να τη φέρεις και εμείς δε θα την πειράξουμε. Σου δίνουμε το λόγο μας.

Πήγε ο αφελής κι έπεισε τη Χρυσούλα να γυρίσει και δε θα την πειράξει κανείς. Πήρανε τη Χρυσούλα - μαζί με ένα άλλο παλικάρι από τη Σκαμνιά - την κατεβάσανε χαμηλά σε μια χαράδρα και κάτω από ένα μεγάλο έλατο τούς έκοψαν κομμάτια. Την εποχή εκείνη κάηκε όλο το δάσος και μόνο εκείνος ο έλατος δεν κάηκε. Στέκει ολόρθος και στητός να θυμίζει το μεγάλο έγκλημα. Οι χωρικοί έλεγαν πως έγινε θαύμα. Κάθε χρόνο πηγαίνοντας σε μια εκδήλωση που γίνεται για την ορκωμοσία των πρώτων ανταρτών, περνούν, ανάβουν ένα κερί και προσκυνούν στον έλατο τον τραγικό χαμό της Χρυσούλας.

Τέτοιες κουβέντες στο πατάρι, λόγια ζωντανά, αστραφτερά λόγια.

Βασίλης ΛΙΟΓΚΑΡΗΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ