Κυριακή 31 Αυγούστου 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΑΡΣΗ ΤΟΥ ΒΕΤΟ
Επικύρωση της ελληνικής "στροφής"

H άρση του δεκάχρονου ελληνικού βέτο για την Τελωνειακή Σύνδεση Ευρωπαϊκής Ενωσης - Τουρκίας στις 6 Μάρτη του 1995, όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα που ακολούθησαν, αποτελεί ένα σημαντικό σταθμό για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Κι αυτό γιατί η άρση του ελληνικού βέτο ήρθε να επικυρώσει τη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την αναθεώρηση πάγιων απόψεων και θέσεων για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Μετά τις 6 Μάρτη και ως αποτέλεσμα της άρσης του ελληνικού βέτο ακολούθησαν σημαντικά γεγονότα, με αποκορύφωμα την κρίση των Ιμίων, που οδήγησαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο ναδίρ και ενίσχυσαν την παρέμβαση της αμερικάνικης διπλωματίας στις εξελίξεις. Οι λόγοι που μετέτρεψαν μια "ρεαλιστική" κίνηση καλής θέλησης της Αθήνας, όπως προβλήθηκε από την κυβέρνηση η άρση του βέτο, σε όχημα για την προώθηση των τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο, είναι απλοί και είχαν έγκαιρα επισημανθεί - και - από το ΚΚΕ. Στις 17 Δεκέμβρη 1995 - λίγους μήνες μετά την άρση του βέτο και λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα της κρίσης των Ιμίων - ο "Κυριακάτικος Ριζοσπάστης" έγραφε:

"Είναι φανερό, πως η στροφή που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτη, ανοίγει τον δρόμο για εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτό κατ' ανάγκη δεν είναι αρνητικό, μια που το επίπεδο των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην κρίση και την ένταση. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα που δημιουργούν ανησυχίες. Πρώτα απ' όλα υπάρχει άραγε τεκμηριωμένη στρατηγική αντίληψη για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων από την κυβέρνηση, ή απλώς το βήμα καλής θέλησης (άρση του βέτο) έγινε αναγκαστικά ανατρέποντας και συντρίβοντας την υπάρχουσα πολιτική αντίληψη; Υπάρχει άραγε κάποια ένδειξη πως η καλή θέληση της Αθήνας εκτιμήθηκε από την Αγκυρα ή, αντίθετα, εκλήφθηκε ως αδυναμία και επιβεβαίωση του δίκαιου του ισχυροτέρου; Δυστυχώς, οι απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα δεν είναι δυνατό να είναι καθησυχαστικές, από τη στιγμή μάλιστα, που είναι ολοφάνερο πως οι πρωτοβουλίες για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων έχουν περάσει εξ ολοκλήρου στα χέρια της Ουάσιγκτον και κατά δεύτερο λόγο των Βρυξελλών".

Δυστυχώς, λίγες μέρες μετά, η "τυχαία" προσάραξη του τουρκικού εμπορικού πλοίου στα Ιμια, δικαιολόγησε απόλυτα τις ανησυχητικές επισημάνσεις του "Ρ".

Υποχωρήσεις βήμα προς βήμα

Οι λόγοι, λοιπόν, που η κίνηση καλής θέλησης της Αθήνας εκλήφθη ως αδυναμία είναι προφανείς: Η άρση του ελληνικού βέτο για την Τελωνειακή Σύνδεση ΕΕ - Τουρκίας ήταν απλώς ένα ακόμη βήμα της άτακτης υποχώρησης των ελληνικών κυβερνήσεων από "πάγιες" θέσεις της εξωτερικής πολιτικής τους. Η ελληνική υποχώρηση είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν, κάτω από το βάρος των ασφυκτικών και συντονισμένων πιέσεων του ξένου παράγοντα. Η αρχή έγινε το καλοκαίρι του 1992, επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων που πραγματοποιήθηκε στο Γκιμαράεζ της Πορτογαλίας. Εκεί ο τότε πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών Κ. Μητσοτάκης, συμφώνησε με τις απαιτήσεις των Βρετανών (οι οποίοι προωθούσαν την πολιτική της Ουάσιγκτον μέσα στους κόλπους της ΕΕ) για αναβάθμιση των τουρκοκοινοτικών σχέσεων. Το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου στο Εδιμβούργο, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ ο Κ. Μητσοτάκης αποδέχτηκε το σχέδιο του Ντ. Χερντ, υπουργού Εξωτερικών της Βρετανίας, με βάση το οποίο προωθήθηκε η διαδικασία της Τελωνειακής Σύνδεσης της Τουρκίας με την Κοινότητα.

Την πορεία αυτή, με αξιοσημείωτη συνέπεια ακολούθησε και η επόμενη ελληνική κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου. Τα "ανταλλάγματα" που ζήτησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη μετακίνηση από πάγιες θέσεις της χώρας, δεν είχαν να κάνουν με πολιτικούς σχεδιασμούς και στρατηγικές άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αναζήτηση προσχημάτων και "πυροτεχνημάτων" για εσωτερική κατανάλωση.Ετσι λοιπόν, η ΝΔ ζήτησε και πήρε "δυόμισι" όρους για την αναγνώριση των Σκοπίων από την Κοινότητα και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξαργύρωσε την άρση του βέτο με την απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ έξι μήνες μετά το τέλος της Διακυβερνητικής Διάσκεψης.

Ηδη γνωρίζει ο καθένας την αξία των "ανταλλαγμάτων" που έλαβε η ΝΔ για την υπόθεση των Σκοπίων. Εύκολα μπορεί επίσης ο καθένας να αντιληφθεί και την αξία του "ανταλλάγματος" που έλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για την Κύπρο, όταν ακούει Ευρωπαίους και Αμερικανούς όλο και πιο συχνά να επισημαίνουν πως "δε νοείται ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ πριν την επίλυση του πολιτικού προβλήματος".

Το αποτέλεσμα της υποχώρησης είναι και αυτό προφανές: Η Τουρκία έχοντας συνδεθεί τελωνειακά με την ΕΕ διαπραγματεύεται τη διαμόρφωση ειδικής σχέσης με την Κοινότητα. Την ίδια στιγμή τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής παραμένουν στην Κύπρο, επιβλέποντας τα κεκτημένα και η τουρκική διπλωματία έχει πετύχει την εκκίνηση μιας συζήτησης για το σύνολο των απαιτήσεων που έχει κατά καιρούς εγείρει στο Αιγαίο.

Ολα αυτά, που δεν είναι τίποτε περισσότερο από τα τρέχοντα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική εξωτερική πολιτική, είναι τα αποτελέσματα της πρόσδεσης των ελληνικών κυβερνήσεων στο άρμα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Είναι τα αποτελέσματα της υποτέλειας που χαρακτηρίζει τις ελληνικές κυβερνήσεις απέναντι στα ισχυρά κέντρα λήψης αποφάσεων, την Ουάσιγκτον και κάποιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αυτά τα ισχυρά κέντρα καθορίζουν, τελικά, με ακρίβεια την πορεία και η ελληνική κυβέρνηση αναλαμβάνει να βρει τον τρόπο να την ακολουθήσει εκτονώνοντας, με χοντρά ψέματα αν παραστεί η ανάγκη, τις όποιες εσωτερικές αντιρρήσεις και αντιδράσεις, όπως ακριβώς έκανε και στην υπόθεση των Ιμίων.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ