Τρίτη 23 Δεκέμβρη 1997
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Τα ωραιότερα κάλαντα

Φτωχά και δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη λήξη του πολέμου κι εμείς, τα παιδιά εκείνης της εποχής, που πηγαίναμε με μπαλωμένα ρούχα στο σκολειό και "συμπληρώναμε" τη διατροφή μας με το σταφιδόψωμο και το συμπυκνωμένο γάλα των μαθητικών συσσιτίων, περιμέναμε πώς και πώς τις μέρες των Χριστουγέννων. Τις περιμέναμε για το κρέας που θα 'χε το γιορτινό τραπέζι, για τα μελομακάρονα, για τη βασιλόπιτα, μα, πάνω απ' όλα, τις προσδοκούσαμε για τα κάλαντα που θα λέγαμε και τις δραχμές που θα μαζεύαμε στις τσέπες μας, μέσα στις οποίες όλον τον καιρό ούτε ένα "πενηνταράκι" για κουλούρι δεν υπήρχε...

Οι χορωδίες, λοιπόν, για τα κάλαντα άρχιζαν να συγκροτούνται απ' τις αρχές του Δεκέμβρη και για να έχεις θέση σ' αυτές έπρεπε να διαθέτεις κάποια "προσόντα". Να παίζεις, ας πούμε, κανένα μουσικό όργανο - φυσαρμόνικα, φλογέρα, τουμπελέκι - δεδομένου ότι τα κάλαντα με συνοδεία οργάνων έκαναν πιο ανοιχτοχέρηδες τους νοικοκύρηδες των σπιτιών. Η, εν πάση περιπτώσει, αν δεν έπαιζες όργανο, έπρεπε οπωσδήποτε να έχεις μεγάλο σόι για να συνεισφέρεις, έτσι, ικανοποιητικά έσοδα στο κοινό ταμείο της κομπανίας. Αν, ο καημένος, δεν είχες ούτε οργανάκι ούτε πολλούς συγγενείς, ε, τότε, ή δεν έλεγες τα κάλαντα ή έβγαινες μόνος κι έρημος στη "γύρα" και μάζευες "ψίχουλα".

Σ' αυτήν ακριβώς τη δύσκολη τη θέση, να λέει, δηλαδή, μόνος του τα κάλαντα και να μαζεύει πενταροδεκάρες ήταν κάθε χρόνο ο συμμαθητής μου ο Βασίλης. Και τόσο είχε απελπιστεί ο φουκαράς από τις φτωχές μονωδίες του, ώστε αποφάσισε να μην τραγουδήσει εκείνη τη χρονιά. "Μεγάλωσα και δε θέλω να λέω πια τα κάλαντα", μου δήλωσε κοφτά μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, αλλά εγώ κατάλαβα πως δε μου έλεγε την αλήθεια. Το κατάλαβα από τα μάτια του που πήγαν να βουρκώσουν κι από τη δικαιολογία ότι, τάχα, μεγάλωσε. Σιγά μη μας είχαν πάρει τα χρόνια! Πέμπτη δημοτικού πηγαίναμε κι απ' την αδυναμία, μάλιστα, μόλις που μοιάζαμε για "πρωτάκια"...

Ολη εκείνη τη μέρα, λοιπόν, σκεφτόμουν τον Βασίλη, που τον ρίχναμε κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα η παραμονή των Χριστουγέννων να είναι μάλλον μέρα θλίψης γι' αυτόν. Γι' αυτό ίσως και στα λιγοστά σπίτια που του άνοιγαν την πόρτα να τραγουδήσει, όταν έφτανε στο σημείο που λέει "οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ' η φύσις όλη...", η φωνή του τσάκιζε κι ακουγόταν περίπου σαν λυγμός. Α, τον καημένο, τον Βασίλη...

Την άλλη μέρα, βρήκα τον συμμαθητή μου στο σχολείο και τον πήρα παράμερα. "Βασίλη - του είπα - σου ζητάω ν' αλλάξεις γνώμη και να 'ρθεις να πούμε μαζί τα κάλαντα εφέτος...". Το πρόσωπο του παιδιού έλαμψε μονομιάς και ταυτόχρονα άπλωσε το χέρι του και έσφιξε το δικό μου σαν να μου έλεγε "εντάξει, φίλε" κι "ευχαριστώ".

Την παραμονή, λοιπόν, των Χριστουγέννων, ξεκινήσαμε εγώ κι ο Βασίλης από τα χαράματα και αλωνίσαμε το συνοικισμό μας. "Καλήν ημέραν άρχοντες..." και "ντιν", "νταν" τα τριγωνάκια μας να συνοδεύουν μελωδικά το τραγούδι. Οταν τελειώσαμε, μετρήσαμε τις εισπράξεις και τις μοιραστήκαμε. Επεφταν από εννιάμισι δραχμές στον καθένα. Για μένα, το ποσόν ήταν μικρότερο από άλλες χρονιές. Για τον Βασίλη όμως, που μέχρι τώρα μάζευε πενταροδεκάρες και εμείς τον περιγελούσαμε, οι εννιάμισι δραχμές ήταν ποσό μυθώδες. Κουδούνιζε μες την τσέπη του τα κέρματα και έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Κι εγώ που τον έβλεπα ευτυχισμένο μπροστά μου, μακάριζα τη στιγμή που του είπα να τραγουδήσουμε τα κάλαντα μαζί. Συνειδητοποιούσα, φαίνεται, εκείνη τη στιγμή πόσο πλουταίνει η ψυχή του ανθρώπου, όταν προσφέρει κάτι στον άλλον, έστω και έναν κόκκο χαράς. Και τώρα, τόσα και τόσα χρόνια από τότε, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως εκείνα τα κάλαντα που τραγούδησα μαζί με το συμμαθητή μου τον Βασίλη ήταν τα ωραιότερα των παιδικών μου χρόνων.

Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ