Η θεσμοθέτηση της γενικευμένης κατάργησης του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου καθορίζει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, φτάνοντάς τη σε σημείο αδυναμίας κάλυψης στοιχειωδών αναγκών των εργατών, αλλά αυτό ποτέ δεν ενδιέφερε τους καπιταλιστές. Οι ανατροπές που προωθεί η κυβέρνηση ενισχύουν απόλυτα τη λογική του νόμου 2639/98 για τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου.
Ενα από τα ζητήματα που έθιγε ο συγκεκριμένος νόμος ήταν η θεσμοθέτηση της παράτασης του εργάσιμου χρόνου σε 9 και 10 ώρες δουλιάς ανά τρίμηνο ή εξάμηνο, αντίστοιχα, χωρίς πληρωμή υπερωρίας, γιατί ένα αντίστοιχο υπόλοιπο χρονικό διάστημα θα γίνεται ανάλογη μείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ή θα δίνονται ρεπό, ή μεγαλύτερες άδειες. Τα «νέα» μέτρα δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί. Αλλά ακόμη και αν σε διάστημα χρόνου, όπως, μήνα, τρίμηνο, εξάμηνο κλπ. διευθετείται ο εργάσιμος χρόνος έτσι που ο ημερήσιος να είναι ακανόνιστος, αλλά συνολικά σ' αυτά τα χρονικά διαστήματα να μην αυξάνεται η ουσία του προβλήματος, η ένταση στην εκμετάλλευση μεγαλώνει.
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η αυξομείωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, ανεξάρτητα αν ο συνολικός σε διάστημα π.χ. τρίμηνο, εξάμηνο, κλπ. δεν αλλάζει, όπως επίσης δεν αλλάζει και ο μισθός της εργασίας, είναι μια μορφή έντασης της εκμετάλλευσης, ακριβώς γιατί στη διάρκεια που ο εργάτης δουλεύει περισσότερες από την κανονική εργάσιμη μέρα ώρες, η αξία της εργατικής δύναμης μεγαλώνει πολλαπλάσια, αφού και η φθορά της μεγαλώνει. Αρα ένα μέρος της χάνεται χωρίς να αναπληρώνεται, καταστρέφεται δηλαδή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι σε άλλο χρονικό διάστημα δουλεύει λιγότερες ώρες τη μέρα.
Ολα αυτά δεν είναι καινούρια προβλήματα, αλλά τόσο παλιά όσο και η ηλικία του καπιταλισμού. Ο Μαρξ τα μελέτησε διεξοδικά στο "Κεφάλαιο", δίνοντας την ταξική τους ουσία και τις επιπτώσεις τους στην εργατική τάξη.
Οι ρυθμίσεις που επιδιώκονται με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας παραπέμπουν σ' αυτό που ο Μαρξ αναφέρει ότι «καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον του της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία».
Η αύξηση του χρόνου υπερεργασίας αυξάνει πολλαπλάσια την αξία της εργατικής δύναμης, τη φθορά της, σε σχέση με την αναπλήρωσή της, άρα εδώ έχουμε πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, πτώση που δεν αναπληρώνεται από την αντίστοιχη μείωση του εργάσιμου χρόνου.
Ο Μαρξ σ' αυτό το ζήτημα, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει:
«Οταν στο κλάσμα
ημερήσια αξία της εργατικής δύναμης
- - - - - - - - - - - - - - - - - -
εργάσιμη μέρα
μεγαλώνει ο παρονομαστής, μεγαλώνει ακόμα πιο γρήγορα ο αριθμητής. Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της». (σελ. 563 - 564)
«Οι εργάτες οικοδόμοι του Λονδίνου, κριτικάροντας πολύ σωστά την κατάσταση, δήλωσαν στη διάρκεια της μεγάλης απεργίας και του λοκ άουτ του 1860 ότι δέχονται το ωρομίσθιο μόνο με δυο όρους: 1) Μαζί με την τιμή της μιας ώρας εργασίας να καθοριστεί μια κανονική εργάσιμη μέρα 9 ή 10 ωρών και η τιμή της ώρας της δεκάωρης εργάσιμης μέρας να είναι μεγαλύτερη από την τιμή της ώρας της εννιάωρης εργάσιμης μέρας. 2) Κάθε ώρα πέρα από την κανονική εργάσιμη μέρα να πληρώνεται σαν υπερωρία σχετικά καλύτερα». (σελ. 565)