Κυριακή 20 Αυγούστου 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 5
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Πατριδογνωμόνιο
Τα ζώα και τα κτήνη μας, Βασίλη

Τσιμπολογούσε κι έπινε το κρασάκι του με μέτρο ο φίλος μου ο Βασίλης ο Εφραιμίδης στη γιορτή του ΚΚΕ λίγο πριν από τις εκλογές. Ηταν άνοιξη ακόμη. Εσκυψε στην καρέκλα για ν' ακούγεται καλύτερα η έτσι κι αλλιώς δυνατή φωνή του και μου είπε μ' εκείνον τον επιτακτικό, του σοφού, τόνο: «Ελα δω εσύ. Ακου με καλά. Να μιλάς. Να μιλάς πολύ με τους ανθρώπους. Πόρτα πόρτα. Σπίτι σπίτι. Στα καφενεία και τις καφετέριες. Να μπαίνεις στη συζήτηση σα σε μάχη. Κι όταν οι άλλοι κουράζονται εσύ να μην αποκάμεις. Εγώ άντεχα να παλεύω με επιχειρήματα μέχρι τις έξι και τις εφτά το ξημέρωμα. Οι άνθρωποι δε συζητάνε πια κι αυτό πονάει. Ομως, παιδί μου, μόνον έτσι γίνεται δουλιά...». Υστερα πήραμε να λέμε ιστορίες από τα τέλη της δεκαετίας του '80 όταν γνωριστήκαμε χάρη στο γιο του, στενό μου συνεργάτη στο ραδιοφωνικό σταθμό «TOP FM».

Θα λείψεις σε πολλούς. Η αντοχή σου. Η συνέπειά σου. Η αγωνιστικότητα. Το ήθος και το ύφος μιας σπάνιας λαϊκής αλλά ποτέ λαϊκίστικης διαλεκτικής. Τα συνεχώς υγρά από τη θέρμη μάτια. Κι αναρωτιόμουνα με οργή γιατί σε τόσα και τόσα κανάλια, όπου κόσμησες με την παρουσία σου απόπειρες πολιτικού διαλόγου, δεν παίχτηκε, αναφέροντας το μακρύ σου οριστικό ταξίδι, ούτε μια εικόνα σου, σε θέση αξιοπρεπή, όπως αρμόζει στις ειδήσεις τις όντως θλιβερές, όπως αρμόζει στην ουσιαστική απώλεια για τους πολλούς ο θάνατος ενός γενναίου και καλού κι ανδρείου άνδρα και κομμουνιστή. Οχι πως δεν ξέρω τις ταχύτητες και τα μεγέθη με τα οποία αναπαράγεται το κλισέ της αδικίας και της ασέβειας, Βασίλη μου. Αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις οδυνηρές σε μας τους νεότερους σαν να τελειώνουν μεμιάς τα... επιχειρήματα και έρχεται το αίμα στο κεφάλι και θες να πάρεις ένα στειλιάρι και να κάνεις τα γυαλιά λαμπόγυαλο.

Ομως, είναι προτιμότερη καμιά φορά η φυγή του μυαλού όταν πονάει στον ίσκιο των αποχωρισμών, να σκέφτεται κανείς και ν' αναπολεί μικρά κι ωραία καθημερινά πράγματα, την ουσία της ζωής που συνεχίζεται σε καλά γερά πατήματα και χνάρια. Αν τώρα, καλέ μου Βασίλη, κουβεντιάζαμε για τις... ψευτοειδήσεις που κοιμίζουνε τον κόσμο ή τον φανατίζουν έντεχνα για τα τιποτένια, τι θα σου 'λεγα; Πως στήθηκε ντίσκο δίπλα από το Αουσβιτς εκεί που οι ναζί φύλαγαν τα ρούχα και τα τιμαλφή των οδευόντων στα κρεματόρια; Θα αναλύαμε μήπως την επιχειρηματολογία του δημάρχου του Αουσβιτς, ότι «οι νέοι πρέπει να ζήσουν και δεν έχω νόμο για να σταματήσω την ντίσκο»;

Στ' αλήθεια, Βασίλη μου, τώρα που αναπολώ την ένταση και το βάθος των λόγων σου, μου 'ρχεται στο μυαλό το παγερό ερώτημα που έθεσε στο κοινό το έγκριτον «Βήμα». Μήπως, λέει, θα πρέπει να πληρώνουμε τα έξοδα στο κράτος όταν κινητοποιούμε ως πολίτες «άσκοπα» τις υπηρεσίες του; Αντε τώρα να συγκρατήσεις το θυμό όταν σου πετάνε στα μούτρα τέτοια ερώτηση. Να χάνεις το παιδί, το φίλο, το σύντροφό σου σε μια θάλασσα ή σε μια χαράδρα κι άμα ειδοποιείς τις αρχές και τον βρουν ολοζώντανο να πληρώνεις τα... έξοδα για τη μέριμνα. Αστική ερώτηση. Βάρβαρη ερώτηση. Τόσο βάρβαρη όσο και η ιδιωτικοποίηση της ζωής και η εκμετάλλευση του θανάτου.

Ετσι λοιπόν σαν κατευόδιο λέω να σου πω μια ιστορία που δεν πρόλαβα. Για το γιο σου το Μιχάλη. Να γελάσει γλυκόπικρα το χείλι σου με τις μικροαστικές μικρότητες των καλών υπηρετών των αφεντάδων.

Μου τηλεφωνάει ο Μιχάλης σπίτι αργά ένα βράδυ αναστατωμένος, για να μου πει πως μια μαύρη αλανιάρα γάτα, που μας είχε γίνει συγκάτοικος στο ραδιοσταθμό, η Τόπσι, βρέθηκε με σπασμένα τα δυο της πόδια καθώς κάποιος «άγνωστος» συνεργάτης μας την έκλεισε με τη βαριά ηχομονωτική πόρτα του στούντιο. Είχε αφήσει το γατί να σφαδάζει κι έφυγε σαν κύριος να πάει να κοιμηθεί. «Δεν έχω άλλο αμάξι από την κινητή μονάδα του σταθμού, ρε Λιάνα», μου είπε. «Να τη στείλω τη γάτα μ' αυτό στο γιατρό;». «Αμέσως τώρα», απάντησα για να πάρω και τη... διευθυντική μου ευθύνη. Η γάτα έγινε καλά. Το βαν το οδήγησε ο Μιχάλης γιατί δεν υπήρχε οδηγός.

Πέρασε καιρός. Και μια μέρα, το μεγάλο αφεντικό, που έλαχε ν' αγαπάει τις γάτες, με ρώτησε «τι έγινε με κείνο το γατί». Παραξενεύτηκα. Τότε μου είπε πως ένας συνεργάτης μας, μας «κάρφωσε» γραπτώς, τον Μιχάλη κι εμένα, γιατί, λέει, είχαμε καταχρασθεί την εξουσία (!) μας, σπαταλώντας καύσιμα και μηχανήματα για μεταφορά μιας μαύρης ψωρόγατας στο κτηνιατρείο... Ο ρουφιάνος έγινε μεγάλος και τρανός σήμερα, Βασίλη. Και πολιτικός μάλιστα.

Εσύ, καλέ μου σύντροφε, δώσε χαιρετίσματα στη μαύρη γάτα. Αγωνιστικά κι ανθρώπινα. Και χαμογέλα της για χάρη της ζωής και των μικρών και μεγάλων αποφάσεων που τη συνθέτουν.


Της Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ