Θα λείψεις σε πολλούς. Η αντοχή σου. Η συνέπειά σου. Η αγωνιστικότητα. Το ήθος και το ύφος μιας σπάνιας λαϊκής αλλά ποτέ λαϊκίστικης διαλεκτικής. Τα συνεχώς υγρά από τη θέρμη μάτια. Κι αναρωτιόμουνα με οργή γιατί σε τόσα και τόσα κανάλια, όπου κόσμησες με την παρουσία σου απόπειρες πολιτικού διαλόγου, δεν παίχτηκε, αναφέροντας το μακρύ σου οριστικό ταξίδι, ούτε μια εικόνα σου, σε θέση αξιοπρεπή, όπως αρμόζει στις ειδήσεις τις όντως θλιβερές, όπως αρμόζει στην ουσιαστική απώλεια για τους πολλούς ο θάνατος ενός γενναίου και καλού κι ανδρείου άνδρα και κομμουνιστή. Οχι πως δεν ξέρω τις ταχύτητες και τα μεγέθη με τα οποία αναπαράγεται το κλισέ της αδικίας και της ασέβειας, Βασίλη μου. Αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις οδυνηρές σε μας τους νεότερους σαν να τελειώνουν μεμιάς τα... επιχειρήματα και έρχεται το αίμα στο κεφάλι και θες να πάρεις ένα στειλιάρι και να κάνεις τα γυαλιά λαμπόγυαλο.
Στ' αλήθεια, Βασίλη μου, τώρα που αναπολώ την ένταση και το βάθος των λόγων σου, μου 'ρχεται στο μυαλό το παγερό ερώτημα που έθεσε στο κοινό το έγκριτον «Βήμα». Μήπως, λέει, θα πρέπει να πληρώνουμε τα έξοδα στο κράτος όταν κινητοποιούμε ως πολίτες «άσκοπα» τις υπηρεσίες του; Αντε τώρα να συγκρατήσεις το θυμό όταν σου πετάνε στα μούτρα τέτοια ερώτηση. Να χάνεις το παιδί, το φίλο, το σύντροφό σου σε μια θάλασσα ή σε μια χαράδρα κι άμα ειδοποιείς τις αρχές και τον βρουν ολοζώντανο να πληρώνεις τα... έξοδα για τη μέριμνα. Αστική ερώτηση. Βάρβαρη ερώτηση. Τόσο βάρβαρη όσο και η ιδιωτικοποίηση της ζωής και η εκμετάλλευση του θανάτου.
Μου τηλεφωνάει ο Μιχάλης σπίτι αργά ένα βράδυ αναστατωμένος, για να μου πει πως μια μαύρη αλανιάρα γάτα, που μας είχε γίνει συγκάτοικος στο ραδιοσταθμό, η Τόπσι, βρέθηκε με σπασμένα τα δυο της πόδια καθώς κάποιος «άγνωστος» συνεργάτης μας την έκλεισε με τη βαριά ηχομονωτική πόρτα του στούντιο. Είχε αφήσει το γατί να σφαδάζει κι έφυγε σαν κύριος να πάει να κοιμηθεί. «Δεν έχω άλλο αμάξι από την κινητή μονάδα του σταθμού, ρε Λιάνα», μου είπε. «Να τη στείλω τη γάτα μ' αυτό στο γιατρό;». «Αμέσως τώρα», απάντησα για να πάρω και τη... διευθυντική μου ευθύνη. Η γάτα έγινε καλά. Το βαν το οδήγησε ο Μιχάλης γιατί δεν υπήρχε οδηγός.
Πέρασε καιρός. Και μια μέρα, το μεγάλο αφεντικό, που έλαχε ν' αγαπάει τις γάτες, με ρώτησε «τι έγινε με κείνο το γατί». Παραξενεύτηκα. Τότε μου είπε πως ένας συνεργάτης μας, μας «κάρφωσε» γραπτώς, τον Μιχάλη κι εμένα, γιατί, λέει, είχαμε καταχρασθεί την εξουσία (!) μας, σπαταλώντας καύσιμα και μηχανήματα για μεταφορά μιας μαύρης ψωρόγατας στο κτηνιατρείο... Ο ρουφιάνος έγινε μεγάλος και τρανός σήμερα, Βασίλη. Και πολιτικός μάλιστα.
Εσύ, καλέ μου σύντροφε, δώσε χαιρετίσματα στη μαύρη γάτα. Αγωνιστικά κι ανθρώπινα. Και χαμογέλα της για χάρη της ζωής και των μικρών και μεγάλων αποφάσεων που τη συνθέτουν.