Οι ΟΕ ορίζονται ως «συμβουλευτικά σώματα που βοηθούν την Κομισιόν και τις υπηρεσίες της στην προετοιμασία νομοθετικών προτάσεων και πολιτικών πρωτοβουλιών». Οπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Κομισιόν, η συλλογή εξειδικευμένης γνώσης είναι κρίσιμο ζήτημα στην εξασφάλιση καλύτερων πολιτικών. Ετσι, χρησιμοποιεί «εξωτερικούς συνεργάτες» για αυτό το σκοπό.
Μια ΟΕ δημιουργείται είτε με μια νομοθετική πράξη ή μια επίσημη γραπτή απόφαση της Κομισιόν, είτε με πρωτοβουλία κάποιας από τις Γενικές Διευθύνσεις της Κομισιόν (π.χ. ΓΔ Γεωργίας, ΓΔ Ερευνας κλπ.), χωρίς δημόσια ανακοίνωση. Μέλη μιας Ομάδας μπορεί να είναι κυβερνητικά στελέχη, επιστήμονες, ακαδημαϊκοί, επαγγελματίες ή εκπρόσωποι εμπλεκόμενων φορέων (εκπρόσωποι εταιρειών, συνδικαλιστικών ενώσεων, επαγγελματικών ομοσπονδιών, βιομηχανικών επιχειρήσεων, καταναλωτικών οργανώσεων, ΜΚΟ κλπ).
Στην πράξη, η λειτουργία τους δε συνίσταται στο να παρέχουν «ουδέτερη» εξειδικευμένη γνώση, όπως διατείνεται η Κομισιόν, αλλά στο να της επιτρέπουν να αναπτύσσει πολιτικές προτάσεις, οι οποίες θα είναι εκ των προτέρων αποδεχτές από τα κράτη - μέλη, αλλά και τα μεγάλα μονοπώλια. Είναι σχεδόν «κοινό μυστικό», όπως αναφέρεται, ότι υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στον επίσημα θεσπισμένο ρόλο των ΟΕ και στο ρόλο που παίζουν στην πράξη: Επίσημα, «οι ΟΕ δεν παίρνουν πολιτικές αποφάσεις». Ωστόσο είναι κοινώς αποδεκτό από πολιτικούς επιστήμονες, ότι «οι πραγματικές αποφάσεις συχνά παίρνονται στα πρώτα στάδια της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων. Οι ΟΕ έχουν τη δικαιοδοσία να καθορίζουν τα πλαίσια στα οποία θα συζητηθεί ένα θέμα, καταθέτουν προτάσεις και προτείνουν λύσεις».