Μικροπαρέες μεροκαματιάρηδων, σκυθρωπά στεγνά πρόσωπα, σκληρά ροζιασμένα χέρια που σφίγγουν μ' αγάπη και τρυφεράδα το ποτήρι. Πίνουν την πρώτη γουλιά γεμάτοι πίκρα. Πέρασε ακόμα μια δύσκολη μέρα, γεμάτη καημούς και βάσανα. Το Σαββατόβραδο πηγή ανάσας και ξαστεριάς. Να πιεις ένα ποτήρι. Να δεις το φίλο, να δεις το διπλανό, να κουβεντιάσεις, ν' αδειάσεις την ψυχή σου. Παλιοζωή βρώμικη κι άδικη. Δεν ξέρεις αύριο τι μέρα ξημερώνει. Ο Μήτσος έμεινε χωρίς δουλιά. Τρία κουτσούβελα περιμένουν με το στόμα ανοιχτό. Η Ασημίνα, η γυναίκα του, θα βγει στο δρόμο. Πλένει τις σκάλες της απέναντι πολυκατοικίας να βάλει στο τσουκάλι μια μαγεριά φασόλια. Ο Ανέστης στο νοσοκομείο με εγκεφαλικό. Ο γιος του φαντάρος στη Λήμνο. Το κορίτσι χωρίς δουλιά. Να πιάσεις του καθενού τα βάσανα δε βγάζεις άκρη. Αχ και βαχ θα το πηγαίνεις.
«Μ' αίμα χτισμένο κάθε πέτρα και καημός». Και τσουγκρίζουν το ποτήρι να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μικροπαρέες αγνώστων ανταλλάσσουν φιλικές ματιές στο πρώτο άκουσμα του μπαγλαμά, και η σκυθρωπή διάθεση αλλάζει. Λίγο λίγο σβήνει στον αέρα ο κάματος της μέρας. Λίγο λίγο στο βάθος της καρδιάς ξεθαρρεύουν ανασκιρτήματα χαράς, λίγο λίγο σαν σύννεφο στο χάος διαλύονται οι μαύρες σκέψεις.
«Σε τούτο το στενό, σε τούτο το στενό, σε τούτο το δρομάκι».
Ελα να σμίξουμε, σύντροφε, έλα να σμίξουμε, γείτονα, και συ άγνωστε περαστικέ, πιες ένα ποτήρι κι έλα στη συντροφιά μας.
Ελληνα, το μεγαλείο σου. Ελληνα της λεβεντιάς και της αγάπης. Αγνωστοι μεταξύ αγνώστων πριν από λίγο, σμίξαν τις καρδιές, σμίξαν τη χαρά και τη λύπη. Εγιναν ένα και συμφιλιώθηκαν με μια κούπα κρασί, με μια νότα μουσικής, εκεί στο καπηλειό της Μαρίας.
Ελλάς, το μεγαλείο σου. Οι παλάμες μας σφίξαν, οι δρόμοι μας είναι ανοιχτοί, τα συμφέροντα μας κοινά, ας το συνειδητοποιήσουμε!