Τετάρτη 7 Φλεβάρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 19
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Μάθημα ταξικής πάλης

Αν βάλεις το χέρι σου για διορθώσεις θα είναι νόθευση. Αν προσαρμόσεις το κείμενο στους συντακτικούς κανόνες θα χάσει την αγνότητά του. Θα αφήσουμε λοιπόν το κείμενο όπως γράφτηκε. Μόνο ο τίτλος είναι δικός μας κι η αποκάλυψη ότι γράφτηκε από τον σ. Μιχάλη Σάρδη, παλιό ναυτεργάτη:

«

Βρέθηκα στο Hallifax του Καναδά ξέμπαρκος το 1942. Επιασα το "Αννα Τεγιάζου". Ηταν ένα σαπιοβάπορο όπως τα λέγαμε τότες Κουρέλες. Τα διαμερίσματα πλώρα. Ναύτες δεξιά, θερμαστές αριστερά. Τα ένωνε ένας μικρός διάδρομος. 4 κρεββάτια διόροφα σε απόσταση 30 εκατοστών από τη γυμνή λαμαρίνα, που έπιανε πολλές φορές πάγο ως και 3 εκατοστά. Αγωνιζόμαστε να ζεσταθούμε μ' ένα μικρό κολωνάκι που το ταΐζαμε με κάρβουνο.

Η δουλειά μας ήτανε να ανοίγωμε και να κλείνωμε τ' αμπάρια. Να σκουπίζουμε κάρβουνο και νάχομε ένα μπουγέλο νερό την ημέρα για όλες τις λάτρες μας. Ο μάγειρας ήτανε κατά λάθος μάγειρας. Οταν ήτανε να μας ψήσει μπριζόλες δεν τον αφήναμε, τις ψήναμε μόνοι μας. Ψυγείο δεν είχε, έτσι, το κομάτι το κρέας που κρεμότανε κάτω από τη γέφυρα, ήταν παιδικός σταθμός για τα σκουλίκια της μύγας. Ο μάγειρας είχε μια τρυπητή κουτάλα και μ' αυτή τα ψάρευε και τάριχνε στο μπουγέλο. Οι ναύτες και οι θερμαστές ήτανε αγανακτησμένοι μ' αυτές τις συνθήκες. Υπερωρίες, ο καπετάνιος δεν πλήρωνε, ούτε βατσμανιλίκι.

Εγώ μικρός, ανίδεος, ενός χρόνου ναυτάκι, είχα τρομοκρατηθεί, δεν ήξερα τί να κάνω. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιά στάση θάπρεπε να κρατήσω. Ο Νικόλας, ένας Χιώτης 35 χρονώ, μου είπε:

- Εσύ μικρέ μπορείς να μην πάρεις μέρος στην απεργία. Δεν θα σε κατηγηρήσει κανείς.

Σκέφτηκα το μπλέξιμο με την αστυνομία κλπ. Σε μια φωτεινή στιγμή σκέφτηκα να καταγγείλω την υπόθεση στον τύπο. Μια μέρα έκοψα ένα κομάτι σκουλικιασμένο κρέας και το πήγα στο Κρατικό Χημείο να πει, μπορεί να τρώγεται τέτοιο κρέας; Δούλεψα 16 ώρες με τη μέθοδο και το λειξικό και έγραψα μια σοβαρή καταγγελία: 1) για τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης, 2) για την κατακράτηση των υπερωριών, 3) την ελεεινή κουζίνα απο ζήτημα υλικών και παρασκευής. Τα ναυτάκια με κοιτάζανε, αλλά δεν θυμάμαι αν κανείς τους μου είπε πως κάνω καλά ή άσχημα. Σκέφτηκα όταν τέλειωσα το γράψιμο να αποτανθώ σ΄ένα δικηγόρο να μου πει τη γνώμη του πάνω σ΄αυτό. Καταλάβαινα πως η θέση μου από κείνη την ώρα ήτανε κρεμασμένη απομια κλωστή, που όταν σπάσει θα βρεθώ φυλακή. Πλοίαρχος νταής με το λοστρόμο και τον τροφοδότη δικούς του ανθρώπους... Ητανε εκεί η γραμματέας του Δικηγόρου μια σαραντάρα:

- Λείπε ο δικηγόρος, τί θέλετε; Της δίνω το γραπτό. Πρόφτασε να διαβάσει 2-3 αράδες και κάνει:

- Πω! Πω! Ποιός τόγραψε;

- Εγώ, της λέω. Μου το δίνει. Γιατί, λέω, τί δεν σας αρέσει; Δεν μίλησε, γύρισα κι έφυγα. Πάω σ΄ένα καφενείο και συναντώ ένα γεροντάκι γύρω στα 70. Κάθομαι στο τραπέζι του.

- Κοίτα, του λέω, αυτό το γράμμα. Το διαβάζει και μου λέει μπράβο εσύ τόγραψες; Εγώ, του απαντώ.

- Το κρατώ και θάναι στην επόμενη έκδοση στην πρώτη σελίδα, μου λέει. Μείνε ήσυχος θα του βάλω εγώ τη γραμματική.

Πήγα στο Χημείο το κρέας με τα σκουλίκια. Θα το ελέγξουμε λέει ο προϊστάμενος!

Ετσι λοιπόν ξημερώνει η επόμενη μέρα. Ερχεται ο καμαρώτος και λέει Σάρδη σε ζητάει ο πλοίαρχος. Αμάν, λέω, Μιχαλάκη μου ετοιμάσου ν΄αποθάνεις! Ολο το πλήρωμα είναι συγκεντρωμένο. Εγώ ξεκινώ να συναντήσω το τέρας που ακούει στο όνομα Μπελεσιώτης. Ο Λεωνίδας ο Παπαδόπουλος, ένας γερός και ψηλός θερμαστής μου λέει:

- Τράβα Μικράκι κι έρχομαι μαζί σου! Ημουνα 14 χρονώ. Μπαίνω στο διάδρομο. Μέσα στο σαλόνι κάθονται 3-4 άντρες, δεν τους γνώρισα ήτανε σκοτεινά (ίσως επίτηδες). Αυτός μου φωνάζει να μπω μέσα. Εγώ αντί να μπω στο σαλόνι, βγαίνω στην κουβέρτα. Ελα εσύ έξω του φωνάζω. Πραγματικά βγαίνει έξω. Εδώ έγινε το θαύμα της ναυτικής αλληλεγγύης. Ολο το πλήρωμα ήταν εκεί! Ο Κωσταντής ο Μπουσές βγαίνει μπροστά, σηκώνει τη χερούκλα και του λεει:

- Μωρέ Π..., αν χτυπήσεις το Μικράκι θα σε κάνω ένα με τη λαμαρίνα! Επεμβαίνω και τραβώ τον Κωσταντή πίσω, γιατί δεν θάπρεπε να ρθούμε στα χέρια.

Το ηφαίστειο είχε εκραγεί, όλοι παρόντες να συναγωνίζονται ποιός θα του πει τα σχολιανά του.

Ετσι, χωρίς χειροδικίες του «σπάσαμε τον τσαμπουκά». Απο κείνη την ώρα όλοι αυτοί οι αγανακτησμένοι γίνανε μια γροθιά. Πολύ λίγα βαπόρια θα μπορούσανε να καυχηθούν για μια τέτοια οργάνωση. Ετσι χωρίς να το καταλάβω έγινα ο πνευματικός καθοδηγητής...

Από την εφημερίδα πήρα 10 κομάτια. Με κόκκινο μολύβι εσώκλεισα το μέρος που αναφερότανε στο βαπόρι μας και σε κάθε ελληνικό καφενείο άφηνα στον πάγκο του καφετζή κι ένα αντίγραφο. Η εφημεριδούλα λεγότανε «Still Workers and Miners».

Ο τρομερός αυτός νταής ξεφτιλίστηκε στην ελληνική παροικία. Τη δεύτερη μέρα μας απολύει όλους 16 νομάτους. Αυτός ξεμπαρκάρισε "λόγω ασθένειας". Υστερα απο 5 μέρες βάζουν μέσα άλλο πλοίαρχο και όλους εμάς μας ξαναστέλνουν στις θέσεις μας...».

Εδώ τελειώνει το γραφτό. Δυο λέξεις μόνο! Σ' ευχαριστούμε σ. Μιχάλη Σάρδη για το «μάθημα» .


Δημήτρης ΣΕΡΒΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ