Κυριακή 2 Σεπτέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Στο χέρι μας» ν' ανατρέψουμε την αντιαγροτική πολιτική

Εκτενή αποσπάσματα από την εισήγηση του Βαγγέλη Μπούτα

Σκοπός της πανελλαδικής σύσκεψης, που έγινε λίγο πριν την έναρξη της εκκοκκιστικής περιόδου, τόνισε στην αρχή της ομιλίας του ο Βαγγέλης Μπούτας, είναι να καθοριστούν ενιαία αιτήματα σε πανελλαδικό επίπεδο και να επιτευχθεί ο συντονισμός των αγώνων που θα ακολουθήσουν, ώστε να υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα στο στόχο που μπαίνει για λύση των προβλημάτων και ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής.

Συνεχίζοντας, αναφέρθηκε στην υπάρχουσα κατάσταση λέγοντας πως το 95% από τους 100.000 βαμβακοπαραγωγούς είναι μικρομεσαίοι αγρότες που καλλιεργούν μέχρι 150 στρέμματα, ενώ η καλλιέργεια αυτή στους περισσότερους νομούς είναι η ατμομηχανή της οικονομίας τους. Αναφορά έκανε, επίσης, στους αγώνες των βαμβακοπαραγωγών που προηγήθηκαν, τονίζοντας ότι έφεραν τους κυβερνώντες σε δύσκολη θέση και παράλληλα έριξαν τις μάσκες σε όσους στηρίζουν την αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ, δηλαδή σε όσους στηρίζουν την ΟΝΕ, την «Ατζέντα 2000» και τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Αμστερνταμ. «Αυτή η πολιτική είναι που δημιουργεί τα προβλήματα στους μικρομεσαίους βαμβακοπαραγωγούς -σημείωσε - και όχι η ανυπαρξία πολιτικής, όπως λένε ορισμένοι για να καλύψουν τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της ΕΕ και της ΟΝΕ». Και πρόσθεσε: «Αυτό αποδεικνύεται από τα παρακάτω αριθμητικά στοιχεία που δείχνουν τις απώλειες των βαμβακοπαραγωγών της χώρας μας από την εφαρμογή του προηγούμενου κανονισμού, που είχε ισχύ για τις καλλιεργητικές περιόδους 1995 έως 2000. Η απώλεια από τη συνυπευθυνότητα ανέρχεται σε 550 δισ.».

Ακολούθως ο Β. Μπούτας μίλησε για τις επιπτώσεις των διοικητικών μέτρων περιορισμού της βαμβακοκαλλιέργειας, λέγοντας εκτός των άλλων: «Για δε τους νομούς όπου αναγκάστηκαν οι αγρότες να αλλάξουν καλλιέργεια λόγω των διοικητικών μέτρων και των χαμηλών εισοδημάτων από το βαμβάκι, όπως ο Νομός Καρδίτσας στον οποίο εγκαταλείφθηκαν 250 χιλιάδες στρέμματα με βαμβάκι και διπλασιάστηκαν τα στρέμματα των σιτηρών, είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθεί στους σιτοπαραγωγούς πρόστιμο 7.500 δρχ./στρέμμα, δηλαδή μεγαλύτερες απώλειες, και έτσι αποδείχτηκε ότι τα διοικητικά μέτρα περιορισμού που επέβαλε η κυβέρνηση το 1999 δεν έφεραν βελτίωση του εισοδήματος».

Κυβερνητική κοροϊδία

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο ομιλητής στην όλη πρακτική της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Γεωργίας, όσον αφορά στη διαπραγμάτευση του νέου κανονισμού για το βαμβάκι. Συγκεκριμένα, είπε:

«Η κυβέρνηση αθέτησε τις υποσχέσεις που λάμβανε έναντι των αγροτών για αλλαγή πολιτικής, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε ευρωπαϊκό, αποδεικνύοντας έτσι το μεγάλο βαθμό προσήλωσης στα συμφέροντα των πολυεθνικών και του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Ο Ελληνας υπουργός Γεωργίας, εφαρμόζοντας προφανώς τις οδηγίες και την κατεύθυνση της κυβέρνησης, πρότεινε ο ίδιος ένα σύστημα επιβολής προστίμου συνυπευθυνότητας σατανικής έμπνευσης, που φτάνει έως και τον εκμηδενισμό της επιδότησης. Στόχος αυτού του κανονισμού είναι να υπάρξει δημοσιονομική πειθαρχία, δηλαδή να μη γίνει σε καμιά περίπτωση υπέρβαση δαπανών από τα 770 εκατ. ευρώ που αποφασίστηκαν για την ενίσχυση της ΚΟΑ του βαμβακιού.

Εδώ ακριβώς φαίνεται ο χαρακτήρας της πολιτικής τόσο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης, γιατί σε ένα προϊόν, όπως είναι το βαμβάκι, που είναι ελλειμματικό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθηλώνουν τις δαπάνες στα 770 εκατ. ευρώ, όσο ήταν και το 1992, που η παραγωγή ήταν 815.000 τόνοι πανελλαδικά, ενώ σήμερα η παραγωγή είναι 1.274.000 τόνοι, όπως επίσης παγώνουν και το πλαφόν παραγωγής στα επίπεδα του 1995, στους 782.000 τόνους».

Σε αυτό το σημείο ο Β. Μπούτας επισήμανε και τα εξής: «Η ελληνική κυβέρνηση είχε στη συγκεκριμένη περίπτωση την πιο ευνοϊκή συγκυρία και δεν την εκμεταλλεύτηκε δείχνοντας την υποταγή της στα συμφέροντα των πολυεθνικών και του μεγάλου κεφαλαίου.

Είχε την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς την Επιτροπή, που κατόρθωσε να περάσει ο ευρωβουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας κ. Στρ. Κόρακας και πρότεινε:

  • Να αυξηθεί το πλαφόν από 782.000 τόνους που ήταν για την Ελλάδα στο 1.200.000.
  • Να αυξηθούν ανάλογα οι δαπάνες.
  • Να αυξηθεί η τιμή στόχου και παρέμβασης κατά 10%, δεδομένου ότι από το 1992 είναι καθηλωμένες οι τιμές στα ίδια επίπεδα, παρά το γεγονός ότι είχαμε μέσο ευρωπαϊκό πληθωρισμό 3%.

Αυτή την απόφαση του Ευρωκοινοβουλίου η κυβέρνηση και ο Ελληνας υπουργός Γεωργίας την αγνόησαν παντελώς.

Η ελληνική κυβέρνηση και ο υπουργός Γεωργίας παρά το γεγονός, όπως είπαμε πιο πάνω, πως επί έξι χρόνια διαβεβαίωναν ότι η πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης θα είναι για αύξηση του πλαφόν στους 1.200.000 τόνους και ανάλογη αύξηση των δαπανών, ότι θα υπερασπίσει τους μικρομεσαίους βαμβακοπαραγωγούς της χώρας, όχι μόνο δέχτηκε τον πιο καταστροφικό κανονισμό που υπήρξε μέχρι σήμερα για το βαμβάκι, αλλά τον πρότεινε η ίδια η ελληνική κυβέρνηση διά του υπουργού Γεωργίας, απορρίπτοντας πρόταση της Επιτροπής που ήταν πιο συμφέρουσα για τους Ελληνες βαμβακοπαραγωγούς και προέβλεπε συνυπευθυνότητα 0,6%».

Ολέθρια μέτρα

Αναφερόμενος στα μέτρα του νέου κανονισμού για το βαμβάκι, τον οποίο ο Β. Μπούτας χαρακτήρισε «σατανικής επινόησης», υπογράμμισε τα παρακάτω:

«1. Οι θεσμικές τιμές για το βαμβάκι παραμένουν στα ίδια επίπεδα που είναι εδώ και 12 χρόνια, δηλαδή 106,3 ευρώ στα 100 κιλά σύσπορου βαμβακιού για την τιμή στόχου και 100,99 ευρώ στα 100 κιλά σύσπορου βαμβακιού για την ελάχιστη τιμή.

2. Καθιερώθηκε ο κλιμακωτός συντελεστής συνυπευθυνότητας. Ετσι, ενώ με τον προηγούμενο κανονισμό (1553/95) η συνυπευθυνότητα αποτελούσε το 50% (0,5) του ποσοστού υπέρβασης της παραγωγής μας σε σχέση με τους 782.000, ανεξαρτήτως του ύψους της παραγωγής, με το νέο κανονισμό διαφοροποιείται σε συνάρτηση με το μέγεθος της παραγωγής. Ετσι, για παραγωγή μεγαλύτερη των 1.137.750 για κάθε 15.170 τόνους θα αυξάνει το πρόστιμο κατά 0,2% έως και στο 100% της επιδότησης.

3. Αποφάσισαν την καθήλωση των δαπανών στα 770 εκατ. ευρώ, γι' αυτό και επέβαλαν την κλιμακωτή αύξηση της συνυπευθυνότητας, για να αποφύγουν την υπέρβαση του δημοσιονομικού κόστους των 770 εκατ. ευρώ, τόσο που ήταν και το 1992, που η παραγωγή του βαμβακιού ήταν 815.000 τόνοι, δηλαδή λιγότερο κατά 459.000 τόνους.

4. Παραμένει το ίδιο πλαφόν των 782.000 τόνων στην εθνική παραγωγή.

5. Ενώ πριν η προκαταβολή στην τιμή του βαμβακιού που δινόταν στον παραγωγό προέκυπτε από την ελάχιστη τιμή μείον την προσωρινή συνυπευθυνότητα, με τον νέο κανονισμό δίνει την ευχέρεια στον εκκοκκιστή να διαμορφώνει αυτός την προκαταβολή σύμφωνα με το άρθ. 11 παράγρ. β του κανονισμού 1051/2001.

6. Παραμένει το πριμ στους εκκοκκιστές, που ενώ παίρνουν επιδότηση στην τιμή στόχου, δηλαδή 106,3 ευρώ στα 100 κιλά σύσπορου βαμβακιού, οι εκκοκκιστές στον παραγωγό δίνουν επιδότηση στην ελάχιστη τιμή των 100,99 ευρώ στα 100 κιλά σύσπορου βαμβακιού, δηλαδή λιγότερη κατά 5,31 ευρώ που αντιστοιχεί σε 18 δρχ. ανά κιλό βαμβακιού.

7. Διατηρείται η προσαρμογή βάρους στο σύνολο της παραγωγής, που μεγαλώνει το πρόστιμο συνυπευθυνότητας με την ίδια περσινή παραγωγή από 8 δρχ./κιλό στις 17,5 δρχ./κιλό και το 1/3 περίπου πηγαίνει στον εκκοκκιστή και το υπόλοιπο το ωφελείται η ΕΕ.

8. Ισχύει ο προκαθορισμός και ο μετακαθορισμός της επιδότησης και ροκανίζει ο εκκοκκιστής χρήματα από τα 770 εκατ. ευρώ που υποτίθεται ότι είναι για την ενίσχυση του παραγωγού.

9. Για πρώτη φορά μπαίνει διάταξη σε κανονισμό που προβλέπει περιορισμό της καλλιέργειας του βαμβακιού για αντικειμενικούς περιβαλλοντικούς λόγους.

10. Τελικά όλα τα παραπάνω μέτρα του νέου κανονισμού μειώνουν την ελάχιστη εγγυημένη τιμή του σύσπορου βαμβακιού κατά 32 δρχ./κιλό με παραγωγή ίδια της περσινής καλλιεργητικής περιόδου 2000-2001. Αυτός ο κανονισμός έχει διάρκεια αορίστου χρόνου».

Το «μάρμαρο»...

«Αυτός είναι ο δεκάλογος της καταστροφής των μικρομεσαίων βαμβακοπαραγωγών», τόνισε ο Β. Μπούτας, «και αυτό γιατί»:

«1. Καθηλώνονται οι θεσμικές τιμές στα ίδια επίπεδα με αυτά του 1990.

2. Αυξάνεται το πρόστιμο συνυπευθυνότητας απεριόριστα μετά τους 1.137.750 τόνους εθνικής παραγωγής έως και τον εκμηδενισμό της επιδότησης και καθηλώνονται οι δαπάνες της ΕΕ.

3. Αφαιρούνται 35,6 δρχ./κιλό από τα 770 εκατ. ευρώ και δίνονται στους εκκοκκιστές για πριμ ρίσκου 18,5 δρχ./κιλό και με την προσαρμογή του βάρους άλλες 17,5 αν η παραγωγή είναι ίδια με την περσινή, δηλαδή 1.272.000 τόνοι, που μέρος από αυτά πηγαίνουν στους εκκοκκιστές.

4. Συνεχίζει να ισχύει ο μετακαθορισμός και προκαθορισμός της επιδότησης από τους εκκοκκιστές αφαιρώντας πολλά δισ. που προορίζονται για τους αγρότες, αφού αφαιρούνται από τα 770 εκατ. ευρώ.

5. Η μείωση της καλλιέργειας για αντικειμενικούς περιβαλλοντικούς λόγους δίνει άλλοθι στην κυβέρνηση να μη φτιάξει τα αρδευτικά έργα του Αχελώου, του Σμόκοβου και άλλων φραγμάτων και αρδευτικά σε όλη την Ελλάδα, αλλά να λύσει τα προβλήματα που δημιουργούνται με δική της ευθύνη με τη μείωση της καλλιέργειας βαμβακιού και της αγροτικής παραγωγής γενικά. Ηδη προς τα εκεί προσανατολίζεται, αφού ο υπουργός Γεωργίας με τις τοποθετήσεις του μετά την ψήφιση του κανονισμού δείχνει να ικανοποιείται γιατί ο νέος κανονισμός ενισχύει το επιχείρημα "αν θέλετε καλές τιμές μειώστε την καλλιέργεια του βαμβακιού".

Αν δε μειώνετε μόνοι σας την καλλιέργεια, δίνετε στην κυβέρνηση το δικαίωμα να τη μειώσει με διοικητικά μέτρα τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές, όπως προβλέπει ο νέος κανονισμός.

Για τη νέα εκκοκκιστική περίοδο, αν έχουμε την ίδια παραγωγή με πέρσι, η τελική ελάχιστη τιμή θα κινηθεί στις 220 δρχ./κιλό περίπου και η προκαταβολή θα είναι πολύ χαμηλή, ανάλογη με το ύψος της προβλεπόμενης παραγωγής που θα δεχτεί η ΕΕ.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της ΟΝΕ, της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς, που ενώ οι αυξήσεις στα εφόδια, στα καύσιμα παρέμειναν, η περσινή συγκυριακή αυξημένη τιμή του βαμβακιού μεταβάλλεται προς τα κάτω έως και 100 δρχ./κιλό σε ορισμένες περιπτώσεις με το νέο κανονισμό.

Ετσι, ο παραγωγός είναι διπλά χαμένος αφού τον ακολουθεί το αυξημένο κόστος, και ο νέος κανονισμός τού μειώνει την τιμή ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να εξουθενώνεται οικονομικά, να υπερχρεώνεται στην ΑΤΕ και να αναγκάζεται να εγκαταλείπει ξεκληρισμένος την αγροτική δουλιά αφού θα χαθούν σε πολλές περιπτώσεις και τα χωράφια του.

Οι επιπτώσεις, δε, αυτής της φιλομονοπωλιακής-αντιαγροτικής πολιτικής έχουν αρνητικές συνέπειες και επιπτώσεις στις τοπικές οικονομίες και στους επαγγελματίες-εμπόρους, σε εργαζόμενους και άνεργους, αφού θα αυξηθεί κατακόρυφα η ανεργία».

Υπάρχει διέξοδος

Ως μόνη διέξοδο ο Β. Μπούτας πρόβαλε τον συντονισμένο αγώνα, λέγοντας τούτα: «Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, που εφαρμόζει η κυβέρνηση στα πλαίσια της "Ατζέντας 2000" στην εντός ΟΝΕ εποχή, στόχο έχει τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε νέου τύπου τσιφλικάδες και την καταστροφή των μικρομεσαίων αγροτών, φαινόμενο που το ζούμε εδώ και χρόνια. Η δε νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ επιταχύνει τη διαδικασία ξεκληρίσματος των μικρομεσαίων αγροτών.

Η Παναγροτική Αγωνιστική Συσπείρωση (ΠΑΣΥ) προτείνει τον ενωμένο συντονισμένο αγώνα όλων των αγροτών για την ανατροπή της αντιαγροτικής πολιτικής.

Να συντονίσουμε τη δράση με τους εργαζόμενους, τους μικρομεσαίους επαγγελματίες, τους φορείς των τοπικών και νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.

Οι επαγγελματοβιοτέχνες των αγροτικών περιοχών πρέπει να κατανοήσουν ότι το δικό τους συμφέρον είναι η αύξηση του εισοδήματος των αγροτών και τελικά η παραμονή των αγροτών και στα χωριά. Το ξεκλήρισμα των αγροτών σημαίνει γι' αυτούς λιγότεροι πελάτες, λιγότερη οικονομική δραστηριότητα, γι' αυτό πρέπει να είναι σύμμαχοι των αγροτών, να δίνουν μαζί με τους αγρότες τον αγώνα και να μη δεχτούν να χρησιμοποιηθούν από την κυβέρνηση στη γνωστή θεωρία του κοινωνικού αυτοματισμού, καταφερόμενοι ενάντια στις προωθημένες μορφές αγώνα.

Αν τελικά περάσει το ξεκλήρισμα των αγροτών, την ίδια τύχη θα έχουν και οι ίδιοι. Το ίδιο θα συμβεί σε πολλούς δήμους, θα είναι δημοτικοί άρχοντες σε πολύ περιορισμένο αριθμό δημοτών με προοπτική την κατάργηση των ήδη συσταθέντων δήμων.

Οι δυνατότητες είναι μεγάλες, αρκεί να εργαστούμε συντονισμένα και μεθοδικά σε κοινό αγώνα. Η εμπειρία των 6 τελευταίων χρόνων επιβεβαιώνει αυτή την άποψη».

Η οργάνωση του αγώνα

Τέλος, αναφορά έγινε και στην οργάνωση του αγώνα, όπου ο Β. Μπούτας υπογράμμισε τα εξής: «Πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ότι το πρόβλημα στο βαμβάκι είναι ένα από τα προβλήματα της αγροτικής πολιτικής, το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με όλες τις καλλιέργειες, μόνο που δε συμπίπτουν την ίδια εποχή. Γι' αυτό ξεκινώντας με το βαμβάκι πρέπει να συνδέσουμε τα προβλήματα σε όλα τα προϊόντα και σε όλους τους τομείς της αγροτικής οικονομίας, στην κτηνοτροφία, στον καπνό, στο λάδι, στα σιτηρά, στα εσπεριδοειδή, στη βιομηχανική τομάτα, στα βιομηχανικά ροδάκινα, με τα προβλήματα του νέου ΟΓΑ, του ΕΛΓΑ, των νέων αγροτών, με τα αναπτυξιακά αρδευτικά έργα.

Μπροστά στην εμμονή της κυβέρνησης και της ΕΕ, στο μαύρο μέτωπο που έχουν συγκροτήσει εναντίον των μικρομεσαίων αγροτών, πρέπει να αντιπαραθέσουμε το δικό μας μέτωπο και να επιτεθούμε με αγώνες για να τους αναγκάσουμε να αλλάξουν αγροτική πολιτική.

Για να γίνει αυτό πρέπει να διαθέσουμε δυνάμεις προσωπικές και συλλογικές, έτσι ώστε να φτάσουμε σε όλα τα σημεία της χώρας που καλλιεργούν βαμβάκι, να ενημερώσουμε τους βαμβακοπαραγωγούς για τις τρομακτικές επιπτώσεις που έχει ο νέος κανονισμός σατανικής επινόησης.

Να αναδείξουμε την ευθύνη που έχουν, όχι μόνο η κυβέρνηση, που φυσικά έχει την πρώτη ευθύνη γιατί συναποφασίζει στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στη συνέχεια εφαρμόζει την αντιαγροτική πολιτική, αλλά και όσα κόμματα στηρίζουν αυτή την πολιτική είτε προβάλλοντας δευτερεύοντα ζητήματα και αποσιωπούν την ουσία, που είναι οι περιορισμοί στην παραγωγή, τα μεγάλα πρόστιμα και οι χαμηλές τιμές από τη μια μεριά και η ελεύθερη αγορά από την άλλη, που αφήνουν ασύδοτα τα μονοπώλια και τις πολυεθνικές να αυξάνουν όσο θέλουν και όταν θέλουν τα μέσα και εφόδια, που συμφωνούν στην ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ, του ΕΛΓΑ, των υπηρεσιών των Διευθύνσεων Γεωργίας, της Υγείας και της Παιδείας.

Πρέπει να συντονιστούμε όλοι οι αγρότες, ανεξάρτητα τι καλλιεργούμε, με κοινά αιτήματα, που θα υπηρετούν τα συμφέροντα των μικρομεσαίων αγροτών, και να συντονίσουμε τους αγώνες για να είναι μεγαλύτερη η αποτελεσματικότητά τους».


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ