Κυριακή 2 Σεπτέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η νομιμότητα, η συνταγματικότητα και οι θεσμοί

Η αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη αντιδικία κυβέρνησης και ιεραρχίας της Εκκλησίας για το θέμα των ταυτοτήτων ανέσυρε στην επιφάνεια και το θέμα των θεσμών, της συνταγματικότητας, της νομιμότητας γενικά. Συγκεκριμένα, από την πλευρά κυρίως της κυβέρνησης, με αφορμή το άτυπο δημοψήφισμα της Ιεράς Συνόδου και το αίτημα διενέργειας δημοψηφίσματος για την προαιρετική ή μη αναγραφή του θρησκεύματος, τέθηκε ζήτημα νομιμότητας και συνταγματικότητας των ενεργειών της ιεραρχίας, ενώ δεν έλειψαν και εκτιμήσεις ότι οι ενέργειες αυτές απειλούν τους θεσμούς του κράτους. Αυτές οι κυβερνητικές θέσεις ενισχύθηκαν από τη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας και από δηλώσεις άλλων πολιτικών παραγόντων, όπως του προέδρου του ΣΥΝ Ν. Κωνσταντόπουλου.

«Συνταγματική ανωμαλία θα ήταν να αναληφθεί πρωτοβουλία, από οποιαδήποτε πλευρά, όχι μόνο από την κυβέρνηση, στην κατεύθυνση αλλαγής του ισχύοντος νομικού πλαισίου, με δεδομένη την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας» δήλωσε την περασμένη Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ενώ μια μέρα νωρίτερα είχε δηλώσει για την πολιτική της κυβέρνησης για το συγκεκριμένο θέμα: «Η πολιτική αυτή, όπως αναγνώρισε και το ΣτΕ, έχει πλέον και τη νομική εγκυρότητα που δεν επιτρέπει σε οποιονδήποτε να αμφισβητεί αυτή την πολιτική ή να επιδιώκει την αλλαγή και ανατροπή της».

Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε η δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά τη συνάντησή του με τον αρχιεπίσκοπο, όπου με την επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας απορρίπτεται το αίτημα για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος και τονίζεται ότι «οι εκτός νομοθετημένης διαδικασίας συλλεγείσες υπογραφές δεν είναι δυνατό να ανατρέψουν τις διατάξεις του Συντάγματος».

«Δοξολογία» των θεσμών έκανε ο πρόεδρος του ΣΥΝ Ν. Κωνσταντόπουλος, ο οποίος μετά τη συνάντησή του με τη Συνοδική Επιτροπή δήλωσε μεταξύ άλλων: «Με ζητήματα που σχετίζονται με τη μορφή της πολιτείας, με τη λειτουργία των θεσμών, με το σεβασμό των αποφάσεων των συντεταγμένων αρχών, δε χρειάζεται να παίζει κανένας παιχνίδια σκοπιμότητας».

Υποκριτικές και επικίνδυνες είναι οι θέσεις που διατυπώθηκαν από την κυβέρνηση. Υποκριτικές γιατί η ίδια η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι η συνταγματικότητα, η νομιμότητα και οι θεσμοί είναι όροι σχετικοί και τους σέβεται μόνο όταν εξυπηρετείται απ' αυτούς η πολιτική της.

Ετσι δε δίστασε να παραδώσει το έδαφος της ελληνικής επικράτειας το 1999 για τη διέλευση των ΝΑΤΟικών στρατευμάτων από τη Βόρεια Ελλάδα, ενώ στα άρθρα 27 και 28 του Συντάγματος οριζόταν σαφέστατα ότι η διέλευση, ή παραμονή ξένων στρατευμάτων από την ελληνική επικράτεια μπορεί να επιτραπεί μόνο κατόπιν ψήφισης ειδικού νόμου. Γι' αυτό εξάλλου είκοσι ανώτατοι δικαστικοί, μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ανακοίνωσή τους στις 28 Απρίλη 1999 τόνιζαν: «Επομένως, εμπλοκή της Ελλάδας στο συνεχιζόμενο πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας ούτε με νόμο μπορεί να αποφασιστεί, γιατί ένας τέτοιος νόμος θα ήταν κατάφωρα αντισυνταγματικός».

Το πόσο σέβεται τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας το έδειξε η κυβέρνηση, όταν με την πρόσφατη αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος κατάργησε το Ε' Τμήμα του ΣτΕ που με τις αποφάσεις του ματαίωσε πολλά κυβερνητικά σχέδια και αποφάσεις, η υλοποίηση των οποίων θα είχε καταστροφικές συνέπειες στο περιβάλλον...

Να γίνουμε όμως σαφείς. Το δημοψήφισμα για τις ταυτότητες, όπως ζητάει η Ιερά Σύνοδος (επικαλούμενη και τα 3 εκατομμύρια υπογραφές), δεν πρέπει να γίνει γιατί εντάσσεται στην πολιτική των τεχνητών διαιρέσεων του λαού στη βάση αποπροσανατολιστικών και επικίνδυνων διλημμάτων. Ομως αυτό δε σημαίνει ότι οι Ελληνες πολίτες (λίγοι ή πολλοί) δεν έχουν δικαίωμα να ζητούν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για ένα θέμα που αφορά σε κυβερνητική απόφαση, ή ακόμη και σε απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οπως επίσης η συλλογή υπογραφών από την Ιερά Σύνοδο είχε σκοπό να ενισχύσει το σχέδιο του αρχιεπισκόπου και της ιεραρχίας για έναν αποφασιστικό ρόλο της Εκκλησίας στη διαμόρφωση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Δεν μπορεί όμως γενικά η συλλογή υπογραφών από πολίτες για την υποστήριξη ενός αιτήματος να θεωρείται «εκτός νομοθετημένης διαδικασίας».

Διακρίνεται λοιπόν πίσω από την επιχειρηματολογία περί νομιμότητας, συνταγματικότητας και σεβασμού στους θεσμούς, η προσπάθεια να τεθούν εκτός νομιμότητας και συνταγματικής τάξης όλες οι αμφισβητήσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Φυσικά, σε μια τέτοια περίπτωση, ο πραγματικός αποδέκτης είναι οι εργαζόμενοι που αγωνίζονται κατά της πολιτικής της κυβέρνησης, ζητώντας ακόμη και την κατάργηση ψηφισμένων νόμων, ή παλεύουν για να μην εφαρμοστούν. Αποδέκτες είναι επίσης πολιτικές δυνάμεις, όπως το ΚΚΕ, που παλεύουν για την ανατροπή ενός συστήματος, του καπιταλιστικού που επιβάλλει τη δική του νομιμότητα στη βάση του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων και δημιουργεί θεσμούς για να θωρακίσει την κυριαρχία του.


Δάνης ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ