ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
Σελ. /60
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο αληθινός Βάρναλης

Σε τρεις μέρες συμπληρώνονται είκοσι τέσσερα χρόνια, από τότε που σίγησε η φωνή του μυριάκριβου "οδηγητή" ποιητή του λαού μας, του Κώστα Βάρναλη. Ηταν 16 του Δεκέμβρη, που, πλήρης ημερών, έργου και δόξας, πέρασε στην αντίπερα όχθη, για να ταφεί "δαφνοστεφανωμένος" από πολλές χιλιάδες δακρυσμένου λαού, δυο μέρες αργότερα. Μεγαλειώδης, γαλήνιος και σιωπηλός δεχόταν πια όλες τις τιμές που του έκανε ο λαός, χωρίς να αυτοσαρκάζεται και να σαρκάζει, όπως έκανε εν ζωή, λέγοντας, λ.χ., όταν τίμησαν τα λογοτεχνικά πενηντάχρονά του, "μερικοί καλοπροαίρετοι φίλοι και συναγωνιστές αποφασίσανε να με τιμήσουνε, δηλαδή να με ρεζιλέψουνε, βγάζοντας στη φόρα την ηλικία μου και τα "άπλυτά" μου".Δεν μπορούσε πια ο μικρόσωμος "γίγας" του πνεύματος, με την αυτοκριτική του συνήθεια και τη σεμνότητά του, να ξαναπεί "πόσο αργά και δύσκολα βρήκα το σωστό μου δρόμο και πόσο μικρό κι ασήμαντο είναι το έργο μου σχετικά με το μεγάλο Σκοπό και σχετικά με εκείνο που θα μπορούσε να είναι, αν εγώ ήμουνα τόσο ενεργητικός (λέγε νεότερος), όσο η εποχή μου είναι ώριμη. Πώς να μη μελαγχολώ και να μην προτιμώ να με ξεχνούνε οι φίλοι παρά να με θυμούνται".Δεν μπορούσε πια να πει "ο υποφαινόμενος αμφιβάλλει περισσότερο για τον εαυτό του από όσο οι καλοπροαίρετοι φίλοι του εχτιμούνε. Και βρίσκει μοναδική ηδονή στο να σατιρίζει μοναχός του τα κουσούρια του και τα λάθη του".

Ε, λοιπόν, "Μπάρμπα - Κώστα", βάλε καλά το χέρι στ' αυτί σου κι άκου: Κανένας ποιητής "οδηγητής" δεν ξεχνιέται στο παρόν και στο μέλλον απ' τον "ενεργητικό" λαό. Πολύ περισσότερο εσύ, ο πρωτοπόρος του. Γιατί ξέρει ο λαός ότι εσύ δεν τον υπνώτισες. Δεν τον κολάκεψες. Τον αγάπησες.Του άνοιξες τα μάτια, με την άγρυπνη έγνοια σου γι' αυτόν και με την τρυφεράδα του σαρκασμού σου, γιατί ήθελες να ξυπνήσει από τον μακραίωνο "μοιραίο" ύπνο του και να καταπολεμήσει τα ανθρώπινα και "εθνικά" κουσούρια του. Γιατί κι εσύ παιδί του, αλύτρωτου από πολλά δεσμά, λαού ήσουν.

Φύτρα του λαού

Ιδού ποιας "φύτρας" γέννα ήταν ο Βάρναλης, πώς και γιατί έγινε αυτός που έγινε, ποια βιωματική εικόνα είχε πλάθοντας τη "Μάνα του Χριστού". Τα διηγείται απολαυστικά ο ίδιος στα "Φιλολογικά Απομνημονεύματά" του:

"Η κόνα Αλισάβα (=κυρία Ελισάβετ), η μητέρα μου, ήτανε μια εξαιρετική γυναίκα. Παιδί την εβασάνισα πολύ με τις αταξίες μου και το έχω βάρος στην ψυχή μου. Επρεπε να υποφέρω κι εγώ πολλά, να γνωρίσω καλά πρώτα τη ζωή και τους ανθρώπους, για να την καταλάβω και να την εχτιμήσω. Πολύ αργά, γιατί είχε πια πεθάνει.

Ολότελα αγράμματη, μιλούσε την ατόφια γλώσσα του λαού με την απόλυτη γραμματική και σύνταξη, έτσι που η επιστημοσύνη του Ψυχάρη την έχει κανονίσει (...). Κοντή, παχουλή, με μάτια πάντα δακρυσμένα (είχε πονόματο), απλή, γνωστική, νοικοκερά, γεμάτη το συναίσθημα του χρέους και της θυσίας για τους άλλους, δεν έζησε ούτε μια στιγμή της ζωής της για τον εαυτό της (...). Τη θυμάμαι με το μαύρο τσεμπέρι της σφιγμένο πάνου από τα φρύδια, με το μαύρο σάλι της κι ένα διπλωμένο μαντίλι στο χέρι, για να σκουπίζει τα δάκρυά της, πήγαινε χαράματα στην εκκλησιά (...). Ωστόσο, αυτή η τέλεια χριστιανή δεν ήξερε καμιά προσευχή. Ούτε το πάτερ ημών (...). Η χριστιανοσύνη της μητέρας μου ήταν ανακατεμένη και με διάφορες λαϊκές δεισιδαιμονίες (...). Κάποτες είχα πέσει βαριά άρρωστος από τύφο. Η μητέρα μου, που με αγαπούσε πολύ γιατί ήμουνα το μικρότερο παιδί της, το "αποσπόρι", όπως με 'λεγαν οι γειτόνοι, ήταν απελπισμένη! Ελεγε πως θα με χάσει. Απάνου στις κρίσιμες ώρες της αρρώστιας μου, μια από τις κότες της αυλής άρχισε να λαλεί σαν κόκορας. Αυτό το πράμα η μητέρα μου το θεωρούσε για πολύ καλό σημάδι (...)".

Το "φως" της γνώσης

Ο δάσκαλος που έκανε τον Βάρναλη να πάψει να μισεί το σχολείο του, στον Πύργο της Βουλγαρίας, που τον έκανε "ξεφτέρι και στα μαθηματικά και στα αρχαία ελληνικά" και να παίζει "στα δάχτυλα τη γραμματική και όλους τους κανόνες και τις εξαιρέσεις", λεγόταν Περικλής Αγγελίδης.Χάρη σ' αυτόν, πρωτόνιωσε γιατί "εκατομμύρια παιδιά του λαού σ' όλο τον κόσμο παθαίνουνε πνευματική και ηθική άμβλωση με το σκολειό". Σ' αυτόν "χρωστούσε" και την αγάπη του "για την ποίηση και τη δημοτική γλώσσα". Χάρη σ' αυτόν τον δάσκαλο αγάπησε τη μόρφωση. Αριστούχος των "Ζαρίφειων" σχολείων, 18χρονο το στερνοπούλι του πεθαμένου χρόνια "Βαρναίου" (ο πατέρας του ήταν από τη Βάρνα, εξ ου και το Βάρναλης) διορίζεται δάσκαλος στον Πύργο με"μισθό 600 λέβια το χρόνο, ήγουν 1,70 μεροκάματο". Αλλά γρήγορα έρχεται η υποτροφία για σπουδές στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθήνας.

Αμέσως "μπλέκει" με λογοτεχνικές παρέες. Τους φοιτητές της Φιλοσοφικής οι φοιτητές των άλλων σχολών τους αποκαλούσαν "δασκάλους", γιατί ήταν "όνομα και πράμα. Κακοντυμένοι, κακομοίρηδες, αξούριστοι. Πνευματικά στενοκέφαλοι, μοσονεϊστές, καθαρευουσιάνοι". Ανήσυχο πνεύμα, ενστερνίζεται τις απόψεις των "καπεταναρέων του δημοτικισμού" (Ψυχάρης, Πάλλης, Παλαμάς, Θεοτόκης κ.ά.) και μπλέκει με τον "Νουμά". Στην "κολυμπήθρα" αυτού του περιοδικού του δημοτικισμού, "πήρανε το βάπτισμα πολλοί από τους καλύτερους λογοτέχνες. Ο Γκόλφης, ο Βουτιερίδης, ο Αυγέρης, ο Βλαστός, η Καζαντζάκη - κι εγώ ο χειρότερος", γράφει στα "Απομνημονεύματά" του ο Βάρναλης. Μπλέκει και με τη "γερή παράταξη" των δημοτικιστών καθηγητών στη Φιλοσοφική. Μεταξύ τους κι ο Γληνός. Γύρω στα 1905 - 1906, μπλέκει και με τη φιλολογική παρέα της Δεξαμενής (στο καφενεδάκι της οποίας διάβαζε ποίηση, φιλοσοφία, αλλά και για να πάρει το πτυχίο), με τη μεγάλη παρέα των "μαλλιαρών" που έγιναν "η μάστιξ της συνοικίας".

"Τότες η Δεξαμενή βρισκότανε στις δόξες της. Είτανε τ' ομορφότερο και το ψηλότερο... ύψος της Αθήνας και η πνευματική κορυφή όλης της Ρωμιοσύνης. Εκεί στα γύρω σπίτια με τα παράθυρά τους που 'βλεπαν αντίκρα τα πεύκα του Λυκαβηττού και κάτου την πολιτεία και τη θάλασσα, κατοικούσαν, ή μόνιμα ή κατά καιρούς, οι σπουδαιότεροι λόγιοι: Παπαδιαμάντης, Κοντυλάκης, Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Χατζόπουλος, Κώστας Πασαγιάννης.Και δίπλα σ' αυτούς και σε κάποιαν απόσταση δοκιμάζανε τα φτερά τους οι νεοσσοί των Μουσών: Αυγέρης, Ζήλος, Ροδοκανάκης, Καζαντζάκης, Βάρναλης κλπ., γεμάτοι αυτοπεποίθηση κι αυθάδεια όχι για το έργο που κάνανε παρά για κείνο που θα κάνανε",διηγείται ο Βάρναλης, προλογίζοντας το έργο του "Ζωντανοί άνθρωποι".

Το μέγα "φως"

Από τη Δεξαμενή ξεκινούσαν όλες οι πνευματικές, ιδεολογικές και λογοτεχνικές "ζυμώσεις", που και υπό την επίδραση των εσωτερικών και διεθνών πολιτικών εξελίξεων, των συνεπειών του Α Παγκόσμιου Πολέμου, μετάλλαξαν τον Βάρναλη, έως ότου έρθουν η Οκτωβριανή Επανάσταση, τα μαρξιστικά διαβάσματά του στο Παρίσι (στη βιβλιοθήκη του φίλου του, μεγάλου χαράκτη Γιώργου Κεφαλληνού), η γνωριμία και οι συζητήσεις του με τον "αρχηγό των δημοτικιστών", τον Ψυχάρη που ζούσε στο Παρίσι, να βάλουν όλα μαζί ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο νου και την ψυχή του. Να "υφάνουν" την, εφ' όρου ζωής πια, μαρξιστική ιδεολογία του. Να τον αξιώσουν να "δει", να πράξει σαν δάσκαλος και να γράψει σαν ποιητής εκείνο το "Φως, που καίει", για να ξυπνήσει και ο "Λαός των μουνούχων".

Αυτό το τόλμημά του το πλήρωσε ακριβά ο Βάρναλης. Με απόλυση και διώξεις, όπως και ο Γληνός και η Παιδαγωγική Ακαδημία του, για τη μεταρρύθμιση που προωθούσε προς όφελος όλου του λαού. Γιατί; "Γιατί το βενιζελικό κράτος δεν πήρε ποτέ στα κατάκαρδα το γλωσσικό ζήτημα και γιατί το αντιβενιζελικό κράτος πάντοτε πολέμησε τη γλώσσα του λαού",όπως τονίζει ο Βάρναλης.

Ενα τέτοιο κράτος ήταν επόμενο να διώξει τον Βάρναλη ως "αντιπατριώτη", επειδή το αποκάλυψε: "Εγώ 'μαι η Πολιτεία των Δυνατών, / η Πολιτεία των Λίγων, των Κηφήνων!" και να τον κατηγορήσει ότι "έβρισε" και την Παναγία με το "Φως, που καίει". Σ' αυτές τις κατηγορίες ο Βάρναλης απάντησε:

"Οποιος διάβασε το ποίημα της "Μάνας του Χριστού" δεν πιστεύω να συνάντησε πουθενά καμιά βρισιά. Αυτό το ποίημα έχει απαγγελθεί πολλές φορές από διάφορους μπροστά σε πολύν κόσμο κι ωστόσο όλοι συγκινηθήκανε και κανένας δε βρήκε την περίφημη βρισιά της "Εστίας" (...). Οι γνωστές βλαστήμιες "Το Χριστό σου! την Παναγία σου! τα πεθαμένα σου" είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνόμιο εκείνων που "πιστεύουνε" στα θεία και φοβούνται το θάνατο, όσο και την Αλήθεια!". Και παρακάτω ξεσπά οξύτατα σαρκαστικός ο Βάρναλης:

"Δεν έχω καμιά πρόθεση ν' αποδείξω με λογικά και... άλλα επιχειρήματα, πως το Κράτος άδικα με έπαψε από καθηγητή, ενώ εγώ ήμουνα και καλός χριστιανός και καλός πατριώτης και καλός στρατιώτης! (Αυτές οι δύο τελευταίες ιδιότητες του υποδειγματικού πολίτη δε συμβιβάζονται συναμεταξύ τους. Ενας καλός πατριώτης δεν υπηρετεί ποτές στρατιώτης. Κόβει αυτός κι υπηρετούνε τα κορόιδα). Ομολογώ πως δεν έχω καμιά απ' αυτές τις τρεις καλοσύνες - κι ας σημειώνει το στρατιωτικό απολυτήριό μου "διαγωγή εξαίρετος!" Κι ομολογώ πως δίκαια με τιμώρησε το Κράτος, σύμφωνα με τη βαθύτερη, την πραγματική έννοια του όρου Δίκιο= "το του κρείττονος συμφέρον", δηλαδή το συμφέρο του δυνατότερου, αλλιώς "δίκαιον του ισχυρότερου". Και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, υλικά δυνατότερη είναι η κυρίαρχη τάξη, πνευματικά δυνατότεροι οι ιδεολόγοι της κυριαρχίας της και ηθικά δυνατότεροι οι λακέδες. Στην Ελλάδα αυτή η κυρίαρχη τάξη, με τους ιδεολόγους της και τους λακέδες της, ήτανε πάντα τρομαχτικά καθυστερημένη στον πολιτισμό, άρα τρομαχτικά αντιδραστική".

Συνειδητή ταξική τέχνη

Ο Βάρναλης δεν παρίστανε, όπως οι αστοί λογοτέχνες, πως δεν κάνει "τέχνη ταξική", πως η τέχνη του "δεν πολιτεύεται". Γιατί δεν έκρυβε πίσω από το δάχτυλο την αλήθεια και την έλεγε: "Ολες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται", με τη διαφορά πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια".

Από διαλεκτικά, μαρξιστικά επεξεργασμένη γνώση της πραγματικότητας κι από συνειδητή, θαρραλέα αντίδραση στη βλαβερή κοινωνική συνήθεια της ηττοπάθειας, του συμβιβασμού, της συντηρητικής τύφλωσης, έγινε επαναστάτης δημιουργός ο Βάρναλης κι έφερε το καινούριο, το ανοιχτόθωρο, το πρωτοπόρο, το σπουδαίο και αληθινό στις τέχνες του Λόγου. Γι' αυτό και το έργο του μελετήθηκε και μελετάται από πολλούς ιστορικούς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας, θεωρήθηκε και εξακολουθεί να θεωρείται "οδηγητής" και των ελληνικών γραμμάτων.

Στο αφιέρωμά μας, την τεράστια αξία του βαρναλικού έργου περιγράφουν τα αποσπάσματα παλιών κειμένων επωνύμων (λογοτεχνών, ιστορικών και κριτικών της λογοτεχνίας). Τον άνθρωπο Βάρναλη περιγράφουν με τις αναμνήσεις τους οι: Βασίλης Εφραιμίδης, Νίκος Καραντηνός, Ασημάκης Γιαλαμάς, Ελένη Βοϊσκου, Παναγιώτης Τσουτάκος.

Ο Βάρναλης χαιρόταν τη ζωή (3ο μετά του Καραντηνού)

Ο Κώστας Βάρναλης

χαιρόταν τη ζωή

ΑΣΗΜΑΚΗΣ ΓΙΑΛΑΜΑΣ

"Θα προσφέρω τη συμβολή μου σ' αυτό το αφιέρωμα, ξεκινώντας από την εικόνα του ανθρώπου Βάρναλη, εικόνα, που διατηρώ ζωηρή στη μνήμη μου. Τον Βάρναλη τον είδα, σαν να έρχονταν κατ' ευθείαν από μια αρχαία παρέα συναδέλφων του. Από τη νοητή παρέα, που την αποτελούσαν ο Ανακρέων, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ, ο Στησίχορος και οι λοιποί λυρικοί.

Αυτοί ζούσαν τη ζωή, τη χαίρονταν και την τραγουδούσαν. Ετσι και ο Βάρναλης. Τη χαιρόταν σ' όλες της τις εκφράσεις. Απολάμβανε το καλό φαγητό και το πιοτό. Τις κυριακάτικες εξορμήσεις μας, έξω από το κέντρο της πόλης, τις κατηύθυνε ο ίδιος, πότε προς το Χαλάνδρι, για γουρουνόπουλο ψητό, νοστιμότατο, πότε προς το Τουρκολίμανο ή προς την Πάχη των Μεγάρων, για καλό, φρέσκο ψάρι.

Την ευωχία την ήθελε συνδυασμένη μ' ευχάριστη συζήτηση. Ευχάριστη, όχι σοβαρή, σοβαροφανή ή βαρυσήμαντη. Συζήτηση ευτράπελη, με χωρατά και αστεία, ακόμα και σκαμπρόζικα. Αγαπούσε τα αστεία και τα τιμούσε με ένα εκρηκτικό θορυβώδες γέλιο.

Αυτό το γέλιο έδειχνε τη στάση του απέναντι στη ζωή. Στάση γεμάτη υγεία, ψυχική και πνευματική, που την είδα έντονα αποτυπωμένη σε μια φωτογραφία, που μας έδειξε μια μέρα. Ηταν φωτογραφία παλιά, παρμένη επί της δικτατορίας του Μεταξά.

Τότε ο Μανιαδάκης, ο υπουργός Ασφαλείας του δικτάτορα, διέταξε τη σύλληψη και την εκτόπιση του Βάρναλη και του Γληνού. Συνελήφθησαν και οι δύο και οδηγήθηκαν, δεμένοι, χέρι με χέρι, στο πλοίο, που θα τους πήγαινε στο νησί της εκτόπισης. Πάνω στο πλοίο τους φωτογράφησε ένας φωτορεπόρτερ. Και τι έδειχνε η φωτογραφία; Τον Γληνό κατηφή, σε μια στάση στενοχώριας και θλίψης, και τον Βάρναλη, δίπλα του, σκασμένο στα γέλια! Ηταν τόσο γελαστική η μορφή του, τόσο ξεκαρδιστική, ώστε νόμιζες, ότι από τη φωτογραφία αναδυόταν και ο ήχος του γέλιου του, ενός γέλιου ομηρικού.

Θ' ασχοληθώ κυρίως μ' αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του, γιατί και ο ίδιος, αν είχε προβλέψει την έκδοση αυτού του αφιερώματος, θα μου έδινε αυτήν την εντολή:

- Εσύ, κουκουβάγια, θα γράψεις τα φαιδρά, τα ευχάριστα, τα ωραία.

Με έλεγε και με ξανάλεγε κουκουβάγια, ώσπου τον ρώτησαν:

- Γιατί τον λες κουκουβάγια;

- Δε βλέπετε, τους είπε, ότι διατηρεί μια παιδικότητα, σαν να φοράει ακόμα το πηλήκιο του Γυμνασίου με την κουκουβάγια;

Τότε φορούσαμε στο Γυμνάσιο ένα πηλήκιο, που είχε μπροστά μια ανάγλυφη κουκουβάγια, το πουλί της σοφίας.

Στο σημείο αυτό θα ξεφύγω από τη γραμμή, που θα ήθελε ν' ακολουθήσω, για ν' αναφέρω ένα σοβαρό επεισόδιο της ζωής του. Επεισόδιο σοβαρό και υπέροχο, σχετικό με την ανάμειξή του στα κοινά. Στους μεγάλους και σκληρούς αγώνες της εποχής του. Το επεισόδιο, μας το διηγήθηκε ο ίδιος.

Αρκετά χρόνια προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καταδικάστηκαν δύο Ελληνες φαντάροι σε βαριές ποινές, για λόγους πολιτικούς. Είχαν εκδηλώσει τα αριστερά φρονήματά τους, δε θυμάμαι με ποιο τρόπο, πράγμα, που απαγορευόταν αυστηρότατα στο στρατό και γι' αυτό τους είχαν επιβληθεί οι βαριές ποινές. Η καταδίκη εξήγειρε τις συνειδήσεις μερικών πνευματικών ανθρώπων εκείνης της εποχής, οι οποίοι συνέταξαν μια διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση.

Ο Βάρναλης επήγε με το έγγραφο της διαμαρτυρίας και στον Κωστή Παλαμά, για να το υπογράψει κι αυτός. Ο Παλαμάς αρνήθηκε. Και μάλιστα έδειξε ενοχλημένος, που θέλησαν να τον εμπλέξουν σ' αυτή την υπόθεση. Ο Βάρναλης αφού δεν τον έπεισε, να υπογράψει, σηκώθηκε να φύγει, στάθηκε όρθιος και του είπε: (θυμάμαι σχεδόν ατόφια τα λόγια του, όπως μας τα είπε ο ίδιος).

- Σου θυμίζω τον Ζολά. Εδημιούργησε μεγάλο λογοτεχνικό έργο, αλλά και κάτι άλλο, εξ ίσου μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο. Αγωνίστηκε σκληρά, με κόπους, μόχθους και θυσίες, για να ανατρέψει την τραγική αδικία, που έγινε σ' έναν άνθρωπο. Στον Ντρέιφους. Και το πέτυχε. Κι όταν πέθανε, ο Ανατόλ Φραντς, στον επικήδειο, που του εξεφώνησε, είπε, δείχνοντας τη σωρό του: "Εδώ κείται η Συνείδηση της Ανθρωπότητας"!..

"Αυτά του είπα, μας διηγήθηκε, ο Βάρναλης", κι έφυγα. "Την άλλη μέρα με ειδοποίησε, να του στείλω το έγγραφο της διαμαρτυρίας. Του το έστειλα και το υπέγραψε".

Επανέρχομαι στις αναμνήσεις μου από τα φαιδρά της ζωής του, τα ευχάριστα και τα ωραία. Μια μέρα μας ειδοποίησε, να πάμε στο σπίτι του, να μας δείξει κάτι. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε, ότι θα μας έδειχνε κάτι το διασκεδαστικό. Πήγαμε. Και τι μας έδειξε;

Εκείνες τις μέρες είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του, που περιείχε επιλογή από τα ποιήματά του. Ενας βουλευτής, ονόματι Κουλουμβάκης, έξαλλος εθνικόφρων, που συνήθιζε να συνοδεύει τις αγορεύσεις του με φτυσίματα προς όλα τα σημεία του Κοινοβουλίου, επήρε ένα αντίτυπο και το έστειλε στον τότε υπουργό της Παιδείας με μια γραπτή υπόδειξη. Ο υπουργός ήταν φίλος του Βάρναλη και του έστειλε το βιβλίο με την υπόδειξη του Κουλουμβάκη, γραμμένη στο εξώφυλλο. Ο Βάρναλης μας τη διάβασε.

"Κύριε υπουργέ, σας αποστέλλω αυτό το βιβλίο, για να δείτε, τι γράφει αυτό το βουλγαρικόν κτήνος. Και είναι και κωφόν"!

Ξεσπάσαμε σε μια χορωδία γέλιου, με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Βάρναλη...Κάποτε μάθαμε, ότι μπήκε στην Ακαδημία ένας μέτριος λόγιος. Δε θέλω, ν' αναφέρω τ' όνομά του. Μπήκε αυτός στην Ακαδημία, που δεν είχαν μπει, ούτε ο Σικελιανός, ούτε ο Καζαντζάκης, ούτε φυσικά ο Βάρναλης. Του το είπαμε του Βάρναλη.

- Τα 'μαθες, μπαρμπα - Κώστα, τα σπουδαία;

- Τι; ρώτησε κι έφερε το χέρι πίσω από το αυτί, όπως το συνήθιζε.

- Τον τάδε τον έκαναν ακαδημαϊκό.

- Τι; ξαναρώτησε, μη έχοντας εμπιστοσύνη στην ακοή του.

Του το ξαναείπαμε.

- Τον τάδε τον έκαναν ακαδημαϊκό.

Α! αναφώνησε και κούνησε το κεφάλι.

Και πρόσθεσε:

- Καλά του κάνανε!

Με όσα ανέφερα, θέλησα να δείξω, ότι το κύριο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του Βάρναλη ήταν η ευφροσύνη. Πιο σωστή είναι η λέξη χαρμοσύνη, που τη θεωρώ ιδιότητα κατ' εξοχήν ελληνική. Πιστεύω, δηλαδή, ότι η φυλή μας έχει πάντα τα νιάτα των είκοσι χρόνων.

Αυτήν την αίσθηση της αγέραστης νιότης την είχε έντονη ο Βάρναλης, γιατί όταν πήρε, σε προχωρημένη ηλικία, ένα βραβείο, που συνοδευόταν από σεβαστό χρηματικό ποσό, και του είπαμε:

- Ε, τώρα μην τσιγκουνεύεσαι. Ξόδευε...

- Α, όχι, όχι! μας απάντησε. Αυτά τα λεφτά είναι για τα γεράματα!

Τα γεράματα τα έβλεπε μακριά...

Την τελευταία φορά, που τον είδα, ήταν στο ναίδιο, που είναι δίπλα στη Μητρόπολη και όπου είχε εκτεθεί το σκήνωμά του σε λαϊκό προσκύνημα. Μπήκα στο εκκλησάκι μαζί με τον αείμνηστο Τάσο Βουρνά. Σταθήκαμε και τον κοιτάξαμε. "Πόσο γαλήνιος είναι!, μου είπε ο Τάσος. Γαλήνιος και απροσπέλαστος".

Πέθανε λίγους μήνες μετά την ανατροπή της χούντας των συνταγματαρχών και τον συνόδεψε στην τελευταία κατοικία ένα μέγα πλήθος. Και η κηδεία του είχε τον τόνο του πνεύματος της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας. Μου θύμισε τον "Φαίδωνα" του Πλάτωνα, όπου στην αφήγηση του θανάτου του Σωκράτη, μόλις και μετά βίας φαίνεται μια μικρή σκιά θλίψης. Οχι θλίψη, αλλά ο θαυμασμός και η αγάπη ενός θαυμάσιου λαού συνόδευε τον θαυμάσιο αυτόν άνθρωπο στη μακαρία οδό προς την αιωνιότητα".

"Εικόνα του καιρού του" (7ο κείμενο)

Ο καθηγητής πανεπιστημίου και ποιητής Γιάννης Δάλλας στη σημαντικότατη μελέτη του "Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη" ("Κέρδος", 1988) θεωρεί ότι το "Φως που καίει" εντάσσεται "στην ποιο φιλόδοξη στιγμή της δημιουργικής πορείας" του Βάρναλη:

"Είναι γύρω στο 1922, τότε που εμπνέεται και εκδίδει και τη συλλογή του. Πίσω του το περιβάλλον του περιθωρίου, με τους πρόσφυγες, τους άνεργους και τους κατατρεγμένους και απόκληρους που τους ξέρει, που συναναστρέφεται, γνωρίζει την υπόκωφη ψυχολογία τους. Τους ζυγώνει από μέσα, σκύβοντας στη μοίρα τους, στην παράκρουση του πόνου, του βούρκου, του ανεξάντλητου βυθού τους: ως εκεί που ο πόνος αδρανεί τη θέληση και βρίσκει αναπλήρωση στα όνειρα, εκεί που η εξαθλίωση λιμνάζει σε εφιάλτες ή παρηγορείται με δράματα, προτού περάσει στην εξέγερση (...). Είναι η πιο γνήσια και αντισυμβατική, μακριά από τα κοινωνικά ταμπού, ποιητική εικόνα του καιρού. Η εικόνα ενός κόσμου, που ώριμα και νατουραλιστικά θα αποδώσει αργότερα η συλλογή του "Σκλάβοι πολιορκημένοι"".

Ο Γ. Δάλλας αναφέρεται στην πρώτη δημοσίευση του έργου, στην απόλυση του Βάρναλη και παραθέτει τις ανεγκέφαλες, γελοίες κρίσεις των διωκτών του έργο: "αηδία", "ασυναρτησία", "φρενοκομειακά", "κακοήθης πεσσιμισμός εκ του στόματος του Ιησού", "ώστε ο Ιησούς είναι αηδής σοφιστής", "μωροτάτη αντίληψις της χριστιανικής ηθικής", "άρνησις αναρχικού". Και την κρίση τους για τον ποιητή: "Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολή του Γληνού!" και ακόμα: "Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εντούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν (εννοεί δημοτικιστής), εν γνώσει των πίστεών του το απέστειλαν δις ή τρεις υπότροφους".

Ο Γ. Δάλλας παραθέτει και σχετικό κείμενο του Βάρναλη:

"Το μικρό αυτό ποιητικό έργο το πρωτοδημοσίευσα στα 1922στην Αλεξάνρδειας (έκδοση "Γράμματα") με το ψεφτόνομα Δήμος Τανάλιας. Εκανε τότες αρκετή εντύπωση, σαν κάτι καινούργιο και τολμηρό, παινέφτηκε, βρίστηκε, κατασχέθηκε δύο φορές, ώσπου στο τέλος, ύστερ' από τέσσερα χρόνια κυκλοφορία κι αφού πια το βιβλίο πήγαινε να εξαντληθεί η δημοκρατική δικτατορία (ή δικτατορική δημοκρατία) απολύει το συγγραφέα από δημόσιο υπάλληλο, για να μάθει να σέβεται το καθεστώς, "το φυσιολογικόν καθ' ημάς". Επειδή στο αναμεταξύ ζητιότανε στα βιβλιοπωλεία και η ιεραρχία της Ελλάδας τόκανε πάλι επίκαιρο μετά από οχτώ χρόνια με την περίφημη πρωτοχρονιάτικη εγκύκλιο του 1930 αποφάσισα να κάνω μια δέφτερη έκδοσή του". ("Εστία" 1933).

Επιβεβαίωση της άποψης του Γ. Δάλλα ότι "Το φως που καίει" αποτελεί "πραγματικά χαρακτηριστική μαρτυρία για την κίνηση των κοινωνικών ιδεών και των ποιητικών μορφών του καιρού του", είναι το παρακάτω κείμενο του Βάρναλη:

"Ητανε για την Ελλάδα ή πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού. Αυτή η κραυγή ήτανε γενική σ' όλη την Ευρώπη από την πρώτη μέρα του πολέμου. Τα αντιπολεμικά μανιφέστα και έργα ξεπετιούντανε πύρινα από τις ουδέτερες χώρες και μάλιστα από την Ελβετία όπου είχαν καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές (ουτοπιστές), μα και μαζί μ' αυτούς και κοινωνικοί επαναστάτες απ' όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί απ' αυτούς ήτανε κορυφαίοι της παγκόσμιας σκέψης και δράσης, όπως ο Ρομέν Ρολάν κι ο Λένιν (...)".

"Εμείς εδώ, καθυστερημένοι Ανατολίτες και μοιρολάτρες, πουλημένοι στους ξένους και στους ντόπιους πράχτορές τους, που παρασταίνανε σε μας τους εθνικούς αρχηγούς, δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά συμβαίνει. Η Ελλάδα του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, η Ελλάδα των αμυντικών και των επιστράτων, η Ελλάδα των μπαζαδόρων του πολέμου και των ψηφοπολέμων, είχε το περίφημο "αγεφύρωτο χάσμα", οι μισοί κοντυλοφόροι ονομάζανε προδότρα τη μία φατρία κ' οι άλλοι μισοί την άλλη φατρία, μα ούτε μισός άνθρωπος δε βρέθηκε να φωνάξει και στους απεδώ και στους απεκεί "Κάτω τα βρωμόχερά σας από το λαό, δολοφόνοι"".

Ο Γ. Δάλλας θεωρεί ότι "ο Βάρναλης, πραγματικά, είναι ο μόνος ίσως απ' τους ποιητές της εποχής που συγκαταλέγεται στους μείζονες", που "εκφράζει τα "δοσμένα" ομαδικά οράματα, κάποτε μαζί και μέσα από την αναπαλλοτρίωτη αγωνία του προσώπου". Και αλλού επισημαίνει:

"Σάτιρα και πολιτική στη λογοτεχνική εξέλιξη του Βάρναλη είναι, θα λέγαμε, με τη γλώσσα της τυπικής λογικής, δύο έννοιες διαφορετικού βάθους αλλά του ίδιου πλάτους, δύο έννοιες που στη συνεκβολή τους αλληλοεπικαλύπτονται. Γιατί η πολιτική θέση του εκφράζεται κριτικότερα ως αντίθεση: ως έλεγχος και στηλίτευση του κοινωνικού συστήματος! (...)

Βασικός υπήρξε ο ρόλος της σάτιρας και για την ποιητική του χειραφέτηση. Και χάρη σε αυτήν έγινε ευδιάκριτα προσωπικός ποιητής και μάλιστα με την πολιτική εκδοχή της, ποιητής ενός ιδιαίτερου χώρου. Η πολιτική σάτιρα τον διαφοροποιεί από τη θέση και τη φωνή των συγχρόνων του (...)".

Γιάννης Ρίτσος

"Στον Κώστα Βάρναλη"

"Ποιητή, σ' είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας

με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε

πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ' αυτί

για ν' αφουγκράζεσαι πίσω απ' τα τείχη

τη στρογγυλή βουή του ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου.

Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.

(... )

Α, κι όχι πως εσύ δεν ξέρεις από λάμψεις,

μα εσύ μαδούσες τις αχτίνες με καμένα δάχτυλα

να φτάσεις το κουκούτσι του φωτός

να γίνει δέντρο κι άνθος και καρπός

κ' από ομορφιά και θάλασσα κ' έρωτα και ποτήρι,

μα ακόμα ξέρεις πιο καλά πως δεν υπάρχει

ούτε ομορφιά ούτε δειλινά γαρύφαλλα, ούτε στίχοι κι ούτε θάλασσα

αν δεν υπάρχει το ψωμί και το κρασί σ' όλα τα σπίτια.

Αυτή την αλήθεια μας έμαθες" (...)".

Το "φως" του μαρξισμού (3ο κείμενο)

Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου στο εξαιρετικό βιβλίο του "Κώστας Βάρναλης" (Μελέτες""Σύγχρονη Εποχή", 1994) σχετικά με την ιδεολογική μεταστροφή του Βάρναλη αναφέρει: "Ο Βάρναλης δέχτηκε τον μαρξισμό όταν βρέθηκε στο Παρίσι για ανώτερες σπουδές σταλμένος από το κράτος, όταν ο Γληνός είχε τη διεύθυνση του υπουργείου Παιδείας (...). Το Παρίσι δέχτηκε αμέσως το μήνυμα της Οχτωβριανής Επανάστασης και ακτινοβόλησε παντού στον κόσμο τις ιδέες της με τις κινητοποιήσεις των διανοουμένων, την ποίηση και την πεζογραφία των λογοτεχνών, με τις έρευνες των υλιστών επιστημόνων της. Μέσα σε ένα έντονο κλίμα ο Βάρναλης ξεφορτώθηκε τον ιδεαλισμό και εθνικισμό του (... )".

Ο Μ.Μ.Π. πιστεύει ότι το "Φως που καίει" είναι δημιούργημα παρισινό, χρονολογείται από το 1921 και ότι αυτό "δίνει το σύνθημα για ν' αρχίσει ο ιδεολογικός πόλεμος εναντίον των αντιδραστικών ή απλώς συντηρητικών διανοουμένων, ένας πόλεμος που θα κρατήσει πάνω από δέκα χρόνια και θα διακοπεί με τις δικτατορίες, τους αντικομμουνιστικούς νόμους, τους νόμους εναντίον της ελευθερίας της σκέψης, τις εκκαθαρίσεις στη δημόσια εκπαίδευση, τις δίκες των προοδευτικών διανοουμένων - άφησαν εποχή τα "Μαρασλειακά"".

Ο Μ.Μ.Π. επισημαίνει την πρωτοπόρα συμβολή του Βάρναλη με την πρώτη γραφή του έργου αυτού, όσον αφορά στη λογοτεχνία και την αποδείχνει με στίχους της πρώτης γραφής: "Η πιο ανελέητη κριτική και καταδίκη παλιότερων λογοτεχνικών και φιλοσοφικών τάσεων έχει γίνει από έναν που άλλοτε τις πίστευε και τις ακολουθούσε, τον ποιητή Κώστα Βάρναλη. Η κριτική αυτή είναι αποτελεσματική, τελεσίδικη, γιατί είναι αυτό καταδίκη, αυτοκριτική":

"Εγώ μαι Τέχνη του Απολύτου, / του έξω καιρού και τόπου η Τέχνη, / χωρίς σκοπό και δίχως όφελος. / Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής, / των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος, / του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων, / της Ηδονής! / Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος / (... ) Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω, / αντίς να ενώνω τους ανθρώπους, / (... )".

Ο Μ.Μ.Π. τονίζει ότι δύο κυρίως ήταν οι διανοούμενοι, από την πλευρά του εργατικού κινήματος, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια πρωταγωνίστησαν στην ιδεολογική πάλη, ο Βάρναλης και ο Κορδάτος. Ο πρώτος στην ποίηση, πεζογραφία, κριτική και φιλοσοφία της Τέχνης. Ο δεύτερος στην ιστοριογραφία, την πολιτική σκέψη και φιλοσοφία της Τέχνης. Κι οι δυο, από τη στιγμή που κυκλοφόρησαν τα πολύκροτα βιβλία τους ("Το φως που καίει" του Βάρναλη και του Κορδάτου "Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821", 1924) γίναν ο στόχος της πνευματικής αντίδρασης. Η φωτιά που ανάψανε και σήμερα ακόμα δεν έσβησε (... ) ".

Ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου μνημονεύει και μια συνεστίαση των "Φίλων Γιάννη Κορδάτου" προς τιμή του Βάρναλη, δεκαπέντε μέρες πριν το απριλιανό πραξικόπημα και την ομιλία του τιμώμενου, που "ήταν σίγουρος για το στρατιωτικό πραξικόπημα που θα ξεσπούσε".

Ο Βάρναλης μεταξύ άλλων είπε: "Δεν μπορώ να χαρώ την τιμητική συμπαράσταση τόσων φίλων. Οπως έχουμε καταντήσει όλοι οι αληθινοί, οι πατριώτες, οι ζωντανοί Ελληνες (δηλαδή η πλειοψηφία του έθνους) είμαστε ξένοι στον τόπο μας. Κι αυτό τ' όνομα του τόπου είναι ψευδώνυμο. Λέγεται Ελλάδα, μα είναι προτεχτοράτο πολεμοκάπηλων, μεγαλεμπόρων, του θανάτου. Πώς μπορεί κανείς να χαρεί σαν άτομο, όταν το σύνολο είναι αλυσοδεμένο (... ) ". Και σχολιάζοντας τα τιμητικά λόγια για εκείνον και το έργο του, τόνισε: "Σας ομολογώ πως πρέπει να περηφανευόμαστε περισσότερο για το αδάμαστο ήθος το λαού μας παρά για την ποια αξία του έργου μας".

Χρονολόγιο Κ. Βάρναλη

1883 Γέννησή του στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας.

1887 Μαθητής στον Πύργο.

1898 Τελειώνει το σχολείο - την εβδόμη τάξη - και γράφεται στα "Ζαρίφεια Διδασκαλεία" (Γυμνάσιο)

1902 Διορίζεται δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου - Του χορηγείται υποτροφία της Κοινότητας Βάρνας για σπουδές στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών.

1903 Φοιτητής της Φιλοσοφικής.

1904 Δημοσιεύονται ποιήματά του στο "Νουμά" - Εκδίδεται η ποιητική συλλογή του, "Κηρήθρες".

1907 Συμμετέχει στην εκδοτική ομάδα του περιοδικού "Ηγησώ".

1908 Αποφοιτά και διορίζεται ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Δημοσιεύεται στο περιοδικό "Γράμματα" Αλεξανδρείας το ποίημά του "Θυσία".

1910 Μεταφράζει τις "Βάκχες" και ως το 1916 τον "Ηρακλή μαινόμενο" και τους "Ηρακλείδες" του Ευριπίδη, τον "Αίαντα" του Σοφοκλή, τα "Απομνημονεύματα" του Ξενοφώντα και τον "Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου" του Φλωμπέρ.

1911 Προάγεται σε σχολάρχη του σχολείου της Αργαλαστής Πηλίου - Μετατίθεται στα Μέγαρα.

1912-13 Επιστρατεύεται.

1914 Απολύεται. Επιστρέφει στα Μέγαρα - Σεπτέμβριο καλείται να φοιτήσει στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαιδεύσεως που διευθύνει ο Γληνός.

1913 Διορίζεται σχολάρχης στην Κερατέα Αττικής - Καινούρια επιστράτευση (υπηρετεί στη Λήμνο μέχρι τον 7/1916).

1917 Διορίζεται καθηγητής στο Α Γυμνάσιο Πειραιά - Δίνει διάλεξη στον "Παρνασσό" για το Βιζυηνό - Τον επαινεί ο Παλαμάς στο "Εμπρός".

1918 Γράφει το ποίημα "Στυλίτης".

1919 Υποτροφία για το Παρίσι - Αύγουστο δημοσιεύεται στο περιοδικό "Μαύρος Γάτος" το ποίημά του "Προσκυνητής", αφιερωμένο στον Ν. Πολίτη.

1920 Συνδέεται με τον χαράκτη Γ. Κεφαλληνό - Ανακαλείται η υποτροφία του. Διορίζεται στο Γ Γυμνάσιο του Πειραιά.

1921 Γράφει το "Φως που καίει" στην Αίγινα (καλοκαίρι).

1922 Δημοσιεύεται το "Φως που καίει" στα "Γράμματα" της Αλεξάνδρειας, με το ψευδώνυμο "Δήμος Τανάλιας" - Δημοσιεύει τους "Μοιραίους" στο περιοδικό "Νεολαία" και τη "Λευτεριά" στο περιοδικό "Μούσα", αντικρούοντας τις αντικομμουνιστικές νύξεις του Παλαμά στο ποίημά του "Το τραγούδι των προσφύγων".

1923 Κυκλοφορεί "Ο λαός των μουνούχων" ("Γράμματα" Αλεξάνδρειας, με ψευδώνυμο "Δήμος Τανάλιας") - Ξαναπαίρνει υποτροφία για το Παρίσι.

1924 Επιστρέφει. Διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Γληνού.

1925 "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική" (απάντηση στις θέσεις του Αποστολάκη, στο βιβλίο του "Η ποίηση στη ζωή μας").

1926 Τιμωρείται με εξάμηνη αργία για τα "Μαρασλειακά". Μετατίθεται στα Χανιά, αρνείται να πάει και απολύεται. Φεύγει για το Παρίσι απ' όπου στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα "Πρόοδος".

1927 "Σκλάβοι Πολιορκημένοι" (τυπώθηκε μετά την επιστροφή του από τη Γαλλία).

1928 Δημοσιεύει τα ποιήματα "Ιδεαλιστής" και "Εξαγνισμός" στο περιοδικό "Νέα Επιθεώρηση" του Αιμίλιου Χουρμούζιου. Μεταφράζει το "Τραγούδι ενός φαντάρου" του Βιτράκ που δημοσιεύεται στο περιοδικό "Καινούργια Ζωή".

1929 Παντρεύεται την Δώρα Μοάτσου.

1932 "Η αληθινή απολογία του Σωκράτη".

1933 Επανεκδίδεται το "Φως που καίει" με ουσιαστικές αλλαγές.

1935 Στη Μόσχα (με τον Γληνό) στο Συνέδριο Ρώσων Συγγραφέων. Εξορίζεται, μαζί με τον Γληνό, για δύο μήνες (Οκτώβριος - Δεκέμβριος) στον Αη - Στράτη και στη Μυτιλήνη.

1939 "Ζωντανοί άνθρωποι".

1946 Δημοσιεύει στο "Ριζοσπάστη" "Το ημερολόγιο της Πηνελόπης".

1950 Αρχίζει να γράφει το θεατρικό "Ατταλος ο Γ'", που ολοκληρώνεται στα 1954.

1956 Τα "Ποιήματα" (εκλογή του μέχρι τότε ποιητικού του έργου). "Διχτάτορες". Γιορτάζονται τα λογοτεχνικά πενηντάχρονά του, από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, στο θέατρο "Ιντεάλ", με ομιλητές καταξιωμένους ανθρώπους των γραμμάτων.

1958 "Αισθητικά - Κριτικά" (δύο τόμοι).

1959 Πάει στη Μόσχα, όπου του απονέμεται το βραβείο "Λένιν" για την ειρήνη.

1965 "Ελεύθερος κόσμος" (ποιητική συλλογή).

1972 Εκδίδεται ο "Ατταλος ο Γ'".

1974 Πεθαίνει στις 16 Δεκεμβρίου και κηδεύεται στις 18/12.

1975 Σε ένδειξη τιμής και μνήμης εκδίδεται η αδημοσίευτη ποιητική συλλογή του "Οργή λαού".

* Αναλυτικότερο χρονολόγιο και εργογραφία βλέπε σε δημοσίευμα του "Ρ" στις 16/11/1998, στο οποίο από παραδρομή, ως ημερομηνία του θανάτου του Βάρναλη εμφανίστηκε η 16/11/ 1974, αντί της σωστής 1/12/1974.

Με το λαό στο δρόμο για την αλήθεια

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΣ

"Το πρώτο συναπάντημα με το λόγο του κορυφαίου ποιητή μας Κώστα Βάρναλη έγινε μέσα από μια εφημερίδα του τοίχου, που καθημερινά ήμουν επιμελής αναγνώστης δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Κάπου στην οδό Πανεπιστημίου.

Οι παλιοί αναγνώστες του "Ρ" θυμούνται την εφημερίδα "Πρωία", τη Στοά της. Στην είσοδό της βρισκόταν μια προσθήκη. Η εφημερίδα παρουσίαζε την πρώτη και την τελευταία σελίδα της.

Η προτεραιότητα στο διάβασμα έπεφτε στο χρονογράφημα, πρωτοσέλιδο πάντα, στη στήλη "Τέχνη και Ζωή". Φυσικά δεν ήξερα τότε πως η στήλη αυτή ήταν του Κώστα Βάρναλη. Η μεταξική δικτατορία δεν επέτρεπε στον Βάρναλη να βάζει την υπογραφή του. Ο ποιητής υπέγραψε τη στήλη του στις 28/10/1940, με την έναρξη του πολέμου. Ως τότε κάτω από το χρονογράφημα έμπαιναν τα στοιχεία "Τ. κ. Ζ. " που ήταν τα αρχικά της επικεφαλίδας του χρονογραφήματος.

Ο Κ. Βάρναλης θα ανταμώσει με τη δημοσιογραφία γύρω στα 1925. Είναι η χρονιά που επιβλήθηκε από τον Πάγκαλο δικτατορία. Στους κυνηγημένους και ο Βάρναλης, που απολύθηκε και αναγκάστηκε να στραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά, όπου δούλεψε τότε πολλές αριστουργηματικές μεταφράσεις και άλλα κείμενα με συνεργασία στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" και στην "Πρωία".

Η πολύχρονη θητεία του στη δημοσιογραφία στάθηκε φωτεινό παράδειγμα στην ιστορία του ελληνικού Τύπου. Ο Βάρναλης θα μπει στην ομάδα των άξιων συγγραφέων του 19ου αιώνα και του πρώτου ήμισυ του 20ού, που διέπρεψαν σαν χρονογράφοι στον ημερήσιο Τύπο. Ιδεολόγος της κοινωνικής αλλαγής και του ανθρωπισμού, μαχητικός, αλλά και νηφάλιος ερευνούσε και φώτιζε την αθέατη πλευρά των γεγονότων, προβάλλοντας μια λεπτομέρεια, μια απαρατήρητη συχνά είδηση, καίριας ωστόσο σημασίας για το δημόσιο βίο. Το χρονογράφημα αποτελούσε για τον Βάρναλη προϊόν καθημερινού μόχθου. Το χρονογράφημα είναι μια μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας πολυδιάστατης. Απαιτεί χρόνο. Προϋποθέτει γνώσεις, καλλιέργεια, πλούτο ιδεών, φαντασία, προσωπικό ύφος. Πρόκειται για ανατομία του δημόσιου βίου, μια διεισδυτική αναδάφιση στα κακώς κείμενα. Αναζητεί τη βαθύτερη ουσία, την πραγματική έννοια των γεγονότων. Και φιλοδοξεί να επιβραβεύει την αξία και την αρετή.

Το καθημερινό χρονογράφημα του Βάρναλη, άλλοτε με το παιγνιώδες ευτράπελο και δηκτικό πνεύμα, άλλοτε με λυρική και φιλοσοφική διάθεση, με λογική επεξεργασία και ιστορικές αναγωγές, με σκέψεις πρωτότυπες ήταν μια όαση στις σελίδες της εφημερίδας. Διαβαζόταν από όλους. Ετερπε, μόρφωνε, ξυπνούσε συνειδήσεις. Αναφερόταν στα ανομήματα της πολιτικής εξουσίας, σε πράξεις και παραλείψεις ατόμων και ομάδων, στον πνευματικό βίο και τον πολιτισμό.

Ο Βάρναλης μας θυμίζει τον πρώτο αρχαίο χρονογράφο το Θεόφραστο, που περιδιάβαζε την Αθήνα του 4ου αιώνα π. Χ. και αποτύπωνε πράγματα καθημερινής ζωής, ανθρώπινους χαρακτήρες και συμπεριφορές. Θυμίζει το Λουκιανό, του 2ου αιώνα μ. Χ., που εξεικόνιζε στα ολιγοσέλιδα κείμενά του - χυμώδη και ευρηματικά - την καθημερινότητα, πρόσωπα και καταστάσεις, με οξύνοια, ειρωνεία, κυρίως με χιούμορ, κάλλος και σοφία λόγου, τόλμη και δύναμη πειθούς.

Ο Βάρναλης για να γράψει το χρονογράφημα συνήθιζε να φοράει μια ποδιά, όπως οι τεχνίτες, οι μπαλωματήδες, οι λιθοξόοι, οι βαφιάδες. Ηταν ένας εργατοτεχνίτης του λόγου. Η πένα του μαυρακάς και καλέμι. Μαστόρευε λέξεις, πελεκούσε και συνταίριαζε φράσεις, αρμολογούσε ιδέες. Και έβγαζε αριστουργήματα.

Ακούραστος δουλευτής της δημοσιογραφικής ύλης ο Κώστας Βάρναλης στα κατοχικά χρόνια, και προηγούμενα, έχει από πρώτο χέρι όλα τα νέα, όλη την τραγωδία, αλλά και τη λεβεντιά του λαού μας, που καταχτημένος με φωτιά και σίδερο, στέκεται όρθιος, παλεύει, τουφεκίζεται τραγουδώντας τη λευτεριά. Στα χρονογραφήματά του, με μαεστρία και συμβολισμό, περνούν μηνύματα της Αντίστασης.

Ο στίχος του θα τραγουδήσει τον Αρη και τη "λεβεντομάνα Ρούμελη" και την κορυφαία, γιομάτη θυσία Πρωτομαγιά του 1944 με την εκτέλεση των 200 αγωνιστών.

Θα μένει σαν διαμάντι της αντιστασιακής λογοτεχνίας το χρονογράφημά του "Το κελάδημα της Τσίχλας", μια ζωγραφιά με το δικό του χέρι, που η θέση του είναι μέσα στα σχολικά βιβλία. Είναι ο αγώνας των Αετόπουλων στην Αντίσταση. Τι πιο ταιριαστό θα μπορούσε να διαβάζουν στα σχολικά βιβλία, ποιο καλύτερο κείμενο θα μπορούσε να βρεθεί από αυτό για τον φρονηματισμό και την αληθινή βαθιά πατριωτική διαπαιδαγώγηση των παιδιών, της καινούριας ελληνικής γενιάς; Κι όμως μένει έξω, μένει αποκλεισμένο. Δεν ταιριάζει στους σημερινούς δουλόφρονες, τους "καίει".

Οι αλήθειες του Κ. Βάρναλη έβγαιναν θαρραλέα σαν χρέος. Πάντα κοντά στο λαό. Στους απλούς και βασανισμένους ανθρώπους. Γράφοντας πολεμούσε για την αλήθεια, το δίκιο, την ελευθερία. Πολλές φορές ήρθε σε σύγκρουση με την εξουσία. Και τον κυνήγησαν, αυτόν και το έργο του, οι κάθε λογής διώχτες και δικτάτορες.

Ας κλείσουμε με τη δωρική επιγραφή που σμίλεψε στο γράμμα του το 1966, τότε που τον βράβευαν οι δημοσιογράφοι.

"Σ' όλη τη ζωή του δασκάλου, του λογοτέχνη και

του δημοσιογράφου, ποτέ ούτε έκανα ούτε έγραψα

τίποτα παρά τη συνείδησή μου ή εναντίον του λαού,

εναντίον της ελευθερίας του και των δικαιωμάτων του".

Είκοσι τέσσερα χρόνια από το θάνατό του, μένει μεγάλη κληρονομιά υψηλού ήθους και ευθύνης, ελπίδα για το αύριο. Τώρα πολύ περισσότερο έχουμε την ανάγκη του. Μην προσπεράσουμε το λόγο του. Η αλήθεια του Βάρναλη, είναι η δική του αληθινή απολογία. Το "Φως" του θα καίει για πάντα".

Αναμνήσεις από τον "Μπαρμπα - Κώστα"

ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΦΡΑΙΜΙΔΗΣ (ευρωβουλευτής του ΚΚΕ)

"Υψηλό το τόλμημα να γράψεις για τον Βάρναλη. Εφηβος είδα και βλέπω ακόμα στα 84, "Το φως που καίει".

Απ' τα πρώτα σκιρτήματα, "Το ξύπνημα πρωινού κορυδαλλού" στην προσέγγιση του θησαυρού: λογοτεχνία, ποίηση, τέχνη. Ενα δυνάμωμα της ιδεολογικής, πολιτικής, κοινωνικής συνειδητοποίησης. Απ' αυτήν "την κόψη", όχι τη λογοτεχνοφιλολογική - εκάς οι βέβηλοι - οι παρακάτω αναμνήσεις μου για τον Μπαρμπα - Κώστα και το έργο του.

Καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Μέσα στο σκοτάδι της πιο άγριας λογοκρισίας, αναλαμπές αλήθειας, ελευθερίας, σαρκασμού κυκλοφορούν, ακούγονται, ιδιαίτερα στους κύκλους της νεολαίας, οι βαρναλικοί στοίχοι. Πολυδύναμη παρουσία η απήχησή τους στα χρόνια του αντιφασιστικού πολέμου, στην παρανομία της ναζιστικής κατοχής. Αδιάσπαστα συναρμολογημένοι με την εποποιία του αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Παραμένουν ασίγαστοι στο νέο κατοχικό καθεστώς της μετα-βαρκιζιανής αγγλοκρατίας. Σα να ακούω τώρα απαγγελίες που γίνονταν στις υπόγειες ταβέρνες - στα Εξάρχεια. Ηταν βάλσαμο στη μεταπολεμική, μεταπελευθερωτική, μεταβαρκιζιανή πίκρα και μήνυμα αντοχής, υπερήφανης αγωνιστικής συνέχειας. Το βαρναλικό τραγούδι, φανερά και κρυφά, γραπτά και προφορικά, διαπερνούσε τους πολυποίκιλους φραγμούς σαν πύρινο ρυάκι στα "ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ". Σμιλεμένο από τον πλαστικό εκφραστή της γλώσσας του λαού μας, έκφραση των πόθων και των καημών του "γίνονταν φως, γίνονταν νους", ωσότου γίνει ακλόνητο "το βασίλειο της πανανθρώπινης φιλιάς". Κι αυτός, ο Βάρναλης, έπαιρνε το λαϊκό εύσημο "ο Μπαρμπα - Κώστας".

Με τη δική του σπορά, τους ασταμάτητους αγώνες των κομμουνιστών, των παλικαριών της Εθνικής Αντίστασης, των εργαζόμενων της χώρας μας, της νεολαίας, άνοιξε χαραμάδα στη νύχτα των "ΠΕΤΡΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ". Επιβλήθηκε η έκδοση, κυκλοφορία καθημερινής εφημερίδας - "ΑΥΓΗ" την έλεγαν και ήταν τότε, για κάποιον καιρό, "ΑΥΓΗ". Σ' αυτήν την περίοδο ο Βάρναλης είναι "προβολέας" στην πρώτη σελίδα, με το καθημερινό ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ του.

Τον βλέπω κάθε πρωί, οχτώ με δέκα, δέκα και μισή - στα γραφεία της εφημερίδας, οδός Ικτίνου - να το γράφει. Πιο σωστά, να το "σμιλεύει", όπως ο γλύπτης το μάρμαρο για να το μεταπλάσει σε πολυσήμαντο καλλιτέχνημα. Ερχόταν πρωί, κατ' ευθείαν από τα ψώνια που είχε κάνει στη γειτονική κεντρική αγορά. Πριν αρχίσει το γράψιμο σκάλιζε, ψαχούλευε ένα - ένα λαχανικά, φρούτα, ψάρια, τα κοίταζε σαν εκείνη την ώρα να γευόταν. Κι ευθύς φόραγε τα μαύρα μανικέτια, επιθεωρούσε το δημοσιογραφικό χαρτί σε μικρό σχήμα, πέντε - δέκα κοινά μολύβια, καλά ξυσμένα, 3 - 4 γομολάστιχες και άρχιζε ασταμάτητα το γράψιμο. Δεν πετούσε χειρόγραφο που δεν του άρεσε. Ο,τι δεν ταίριαζε το έσβηνε πάνω στο ίδιο και ξανάγραφε. Κι όταν τελείωνε, το ξανακοίταζε, το τοποθετούσε στο γραφείο του αρχισυντάκτη με ένα σταχτοδοχείο από πάνω.

Πολλές φορές, ιδιαίτερα όταν ήταν πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού, όταν έβλεπα ότι τελειώνει την "ιεροτελεστία" του γραψίματος του πρότεινα: "Μπαρμπα - Κώστα, κάνει πολύ ζέστη. Πας στο σπίτι πάνω στη Δεξαμενή, έχει ανήφορο. Η εφημερίδα είναι φτωχή, αλλά είναι ανάγκη να υποστεί τη δαπάνη να πας με ταξί. Απαντούσε "ναι και ζέστη κάνει και ανήφορος υπάρχει - μέσα στους πολλούς και κακοτράχαλους που περάσαμε και θα περάσουμε. Ομως μέχρι ένα σημείο είναι ίσωμα. Μπορώ και θα το πάω χωρίς ταξί. Εχω τρόπο και για τον ανήφορο, χωρίς ταξί. Μόλις φτάνω στον ανήφορο, κάθομαι σε κάποιο σκαλοπάτι. Κοιτάζω, περιμένω να ανηφορίζει κάποια "καλοστεκούμενη". Σηκώνομαι αμέσως και την ακολουθώ. Βλέπω, αισθάνομαι μυστήριες δυνάμεις να ξυπνάνε μέσα μου, να δυναμώνουν τα πόδια, τα πνεμόνια μου και... συνανεβαίνω μαζί της".

Και επειδή ο λόγος για τον προβολέα του καθημερινού Χρονογραφήματος του Βάρναλη στην "Αυγή", μια περίπτωση αφάνταστης κατάπτωσης, αλλά και ρωμαλέας αντίστασης. Ο Καραμανλής συναντήθηκε με Μεντερές, Αγκυρα - Κωνσταντινούπολη, προβλήθηκε η συνάντηση στον Τύπο, εμφανίζοντάς τους σαν πραγματοποιούς, οραματιστές ριζικών, ανακαινιστικών έργων. Ο Μεντερές, για λόγους εσωτερικής, εθνικιστικής δημαγωγίας, ζήτησε και πέτυχε, ανάμεσα σε άλλα, η καραμανλική κυβέρνηση να αποκαθηλώσει τις μορφές των αγωνιστών του '21 από τις αίθουσες όλων των σχολικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα - χωρίς να αποφύγει την εκτέλεση από την τουρκική στρατοκρατία στο "νησί των σκύλων". Και ω! του γραικυλικού θαύματος, με την επιστροφή Καραμανλή εκδόθηκε σχετικό διάταγμα (μπουγιουρντί).

Ακριβώς σε αυτήν την ανήκουστη, αντιπατριωτική συμπεριφορά, ο Βάρναλης επενέβη. Με χρονογράφημά του στην "Αυγή" καυτηρίασε σκληρά τον γραικυλισμό της κυβερνητικής στάσης - θέσης. Ζήτησε τη διατήρηση των ηρωικών μορφών του '21 στα σχολικά ιδρύματα, στην ψυχή και το νου της νέας γενιάς των Ελλήνων. Υπήρξε σοκ στην κοινή γνώμη (σχετικά σχόλια του άλλου Τύπου) αλλά επακολούθησε μήνυση κατά της "Αυγής" και επώνυμα κατά του χρονογράφου της, Κώστα Βάρναλη, γιατί το χρονογράφημα ήταν με την υπογραφή του. Στην κλήση του ανακριτή προς τη διεύθυνση της εφημερίδας και τον Βάρναλη, η πρώτη αποφάσισε να πάει ο δεύτερος. Ο ανακριτής απάγγειλε τυπικά το κατηγορητήριο στον Βάρναλη και εξέφρασε την εκτίμηση, το θαυμασμό του για την όλη παρουσία και το ποιητικό του έργο και πρόσθεσε. "Μαζί με αυτά, εγώ προσωπικά σας θαυμάζω και σας εκτιμώ από τις συχνές, πυκνές φορές που σας βλέπω με μαγιό - χειμώνα, καλοκαίρι - να κάνετε μπάνιο στα φαληρικά νερά! Αποφασίζω να βάλω την υπόθεση στο αρχείο".

Επακολούθησε, η, με πολλά υπονοούμενα, ενημέρωση από την ανακριτική διαδικασία που έκανε ο Βάρναλης στη διεύθυνση της εφημερίδας και δε χρειάστηκε η παρουσία της στην ανάκριση. Το "φως που καίει" έκαψε μια φορά ακόμα!".

Φλογερός και τρυφερός (4ο μετά του Γιαλάμα)

Φλογερός και τρυφερός

ΕΛΕΝΗ ΒΟΪΣΚΟΥ

"Στις 18 Δεκεμβρίου 1974, μετά το λαϊκό προσκύνημα, κηδεύτηκε ο Βάρναλης. Πολλοί έλεγαν: "Πρόλαβε, πρόλαβε...". Ηταν, μια ικανοποίηση μέσ' στη μεγάλη λύπη. Λίγους μήνες πριν είχε πέσει η δικτατορία. Αυτή που φοβόταν έναν μικρόσωμο γέροντα, του έκοψε το τηλέφωνο και τον καλούσε για ανάκριση και αυτός, συνηθισμένος από δικτατορίες, εξορίες, κατατρεγμούς και σπαραγμούς, δεν έχανε το χιούμορ του και έλεγε: "Ξανά βάλε το τηλέφωνο. Μπορεί να χρειαστεί να καλέσουμε γιατρό". Φοβόνταν τον μικρόσωμο γέροντα, τον μεγάλο ποιητή και στοχαστή, συνεπή μαχητή, φλογερό, τολμηρό σαν έφηβο. Φοβόνταν έναν βιοπαλαιστή, που τα πιο πολλά χρόνια της ζωής του έκανε παρέα με εργάτες και έπαιζε τάβλι με τον ιχθυοπώλη της γειτονιάς. Κουμπάρος του κιόλας.

Νέα, είχα την τιμή να απολυθώ από τη θέση μου στις Σχολές της Ελληνικής Κοινότητας Καϊρου, γιατί δε ζήτησα άδεια για την έκδοση ενός βιβλίου μου. Πραγματική αιτία η προεκλογική διαμάχη δύο αντιμαχόμενων κοινοτικών παρατάξεων. Ο Βάρναλης, αγνοώντας όλα αυτά, γράφει κριτική στην Αθήνα για το επίμαχο βιβλίο. Μια εφημερίδα αναδημοσιεύει την κριτική για να αποδείξει πόσο δίκαιο είχε να ανακινήσει ζήτημα για το εκπαιδευτικό προσωπικό "Των Σχολών μας" και σε υποσημείωση συμπληρώνει: "Το όνομα του κυρίου που υπογράφει με τα αρχικά Κ. Β. - Κώστας Βάρναλης ".

Από εκείνη τη χρονιά δεχόμουν τη φιλία του και της συντρόφισσάς του Δώρας Μοάτσου, ως το τέλος.

Καλοκαίρι του 1947. Εμφύλιος. Η Δώρα Μοάτσου με οδηγεί σε ένα δωμάτιο του σπιτιού. "Να, μου λέει, έχει το βαλιτσάκι έτοιμο αν τον πιάσουν. Να και αυτό το σακάκι έτοιμο στην καρέκλα. Στην τσέπη έχει βάλει και οδοντογλυφίδες".Οδοντογλυφίδες για την εξορία. Από τις απαραίτητες λεπτομέρειες του Βάρναλη που είχε πείρα από προηγούμενους αιφνιδιασμούς.

Στις 20/10/1950, σε γράμμα του, μας λέει: "Διαρκώς δεν είχα καιρό γιατί έγραφα για τον επιούσιο, πράγματα της αγγαρείας και όταν δεν έγραφα, ζητούσα να ξεχάσω πως είμαι γραφιάς". Στα 67 του χρόνια γράφει ακόμη πράγματα της αγγαρείας για τον επιούσιο, αυτός, ο απαγορευμένος.

Πλάι στον Βάρναλη, ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα, νυστέρι - σπαθί - αστροπελέκι, χαλαστή και οικοδόμο - οδηγητή, που έκανε τα παλιά γνωστά μας πράγματα ΝΕΑ ΤΕΧΝΗ, δίνοντας άλλη οπτική γωνία, άλλο ύφος και, προπαντός άλλη τόλμη, υπάρχει ο Βάρναλης του σπιτιού. Κουβαλητής και νοικοκύρης. Χωρίς επιδείξεις αισθημάτων, ο Βάρναλης της συμπόνιας και της τρυφερότητας σε δυστυχισμένα και αδύναμα πλάσματα. Στην παραδουλεύτρα που έχασε τον άντρα της στην Αντίσταση, στα παιδιά γενικά, στη θετή του κόρη, μα και στο γατί του, στο καναρίνι του που το άφηνε να πετά ελεύθερο στο σπίτι, στα χελιδόνια που τα βοήθησε να χτίσουν τη φωλιά τους δίνοντάς τους βαμβάκι.

17 Νοεμβρίου 1974. Πρώτη επέτειος του Πολυτεχνείου, ένα μήνα πριν το θάνατό του. Δίνει ένα μήνυμα στον ιχθυοπώλη (που προαναφέραμε) να του το πάει. Ακούγεται από τα μεγάφωνα. Ο κόσμος σταματούσε πλημμυρισμένος συγκίνηση. Υπάρχουν στην παγκόσμια λογοτεχνία καθιερωμένα ονόματα που στα έργα τους λείπει ο παλμός της συγκίνησης, της διάχυτης συγκίνησης που υπάρχει στο βαρναλικό έργο".

Ενανθρώπισε μύθους

Για την ιδεολογική αφετηρία και εξέλιξη του Βάρναλη παραθέτουμε το παρακάτω εύγλωττο απόσπασμα κειμένου του δασκάλου και συντρόφου του Δημήτρη Γληνού.

" (...) Η αστική Ελλάδα είχε νικήσει σε δύο μεγάλους πολέμους μέσα σε λίγα χρόνια, στα 1912 - 13 και στα 1918. Οι ραψωδοί της φυλής άρχισαν μεγαλόστομα να τραγουδούν τις νέες δόξες πλάι στις παλιές. Ο Παλαμάς είχε αρχίσει παλαιότερα με το "Δωδεκάλογο του γύφτου" και τη "Φλογέρα του βασιλιά" και ο Σικελιανός με τη "Συνείδηση της φυλής μου" το "Πάσχα των Ελλήνων" και άλλα.

Ο Βάρναλης απάνω σ' αυτή τη στιγμή έρχεται στο Παρίσι. Ο ορίζοντάς του, μόλις βγήκε από την Ελλάδα, πλαταίνει τεράστια. Θέλει να γίνει αυτός πνευματικός οδηγός του λαού του, να τραγουδήσει καλύτερα από όλους τους άλλους, να σύρει τα πλήθη πίσω από την ορφική του λύρα. Και γράφει τον "Προσκυνητή". Και όμως αυτό το "Ασμα πρώτο" του ιδεαλισμού του ήταν το τελευταίο. Σε λίγο καιρό γίνεται μέσα του ένας τέτοιος τεράστιος κριτικός διαφωτισμός, όπου το σύμπαντο κυριολεκτικά αναποδογυρίζεται. Σχεδόν ταυτόχρονα ή αμέσως μετά τον "Προσκυνητή", αρχίζει να γράφει "Το φως που καίει".

Στο Παρίσι, ήρθε σε αμεσότατη επαφή με τις μεγάλες κοινωνικές αντιθέσεις. Ο Ρομάν Ρολλάν, ο Μπαρμπύς τον επηρεάζουνε. Ακούει την κριτική των αριστερών για το μεγάλο πόλεμο. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχωρίζει τις τεράστιες φλόγες της ρούσικης επανάστασης. Και τότε γίνεται μέσα του η οριστική μεταστροφή. Ο νατουραλισμός του, η επικούρεια διάθεσή του, που δεν εύρισκαν τρόπο να συνδυαστούν αρμονικά με μια ποίηση εθνική, θρησκευτική και ιδεαλιστική, βρέθηκαν συνταιριασμένοι εξαίρετα με τη φλογερή σαρκαστική ορμή, που ξυπνάει τώρα μέσα του και με το διαλεχτικό ματεραλισμό, που καταχτάει το νου του σαν ένα ψυχόρμητο. Ο Βάρναλης βρήκε τον αληθινό εαυτό του (...)

Τώρα μπορεί πια να επιχειρήσει τον τεράστιο άθλο να βάλει να μιλήσουνε ανθρώπινα και νοητά από τους σημερινούς ανθρώπους, τον Προμηθέα και τον Χριστό και την Παναγία και τον Σωκράτη. Οι άδειες σκιές, τα σκέλεθρα της ιστορίας περπάτησαν ανάμεσά μας, μίλησαν τη γλώσσα μας, άγγιξαν την καρδιά μας. Από τον καιρό που πρωτογράφει "Το φως που καίει" ίσαμε σήμερα, μια ενιαία γραμμή θαυμαστής συνοχής και ζωντάνιας διαπνέει το έργο του Βάρναλη.

Η τέχνη του έφτασε στη μεγαλύτερη τελειότητά της. Ο στίχος του λαμπερός και συνάμα λεπτός, κάθε του λέξη ακριβοζυγιασμένη, μεστή από το νόημά της, αστράφτει με όλα της τα πλούτη. Αρμονικός σ' όλους του χρωματισμούς, λυγερός, τρυφερός, σαρκαστικός, σπαθάτος, κοφτερός, οργισμένος, καλοσυντεμένος, βαθύς, λαγαρός, όλος φως, όλος μουσική ο στίχος του Βάρναλη.

Μα ταυτόχρονα ο Βάρναλης φτάνει και στην κορφή της πρόζας. Πρώτος και μόνος αυτός, συνδυάζοντας στον τόπο μας την τέλεια κατοχή και της στιχουργικής μαεστρίας και της πεζογραφικής τελειότητας γράφει τον πιο καθαρό, τον πιο πλαστικό, τον πιο υποταγμένο, μα και τον πιο ορμητικό, τον πιο αρμονικό και τον πιο δυνατό πεζό λόγο στην Ελλάδα (...)".

Ποίηση "όρθιων δέντρων"

Ο σπουδαίος, επίσης δημιουργός και κριτικός της λογοτεχνίας και Παναγής Λεκατσάς,έγραφε για τον Βάρναλη:

" (...) Η ποίησή του είναι γνωστή κι αγαπημένη σε πλατύτατα στρώματα του λαού (...). Η διάκριση λαϊκότητας και ποιότητας φυσικά περιττεύει: Η αληθινή ποίηση απευθύνεται και στους λίγους και στους πολλούς, προσφέροντας πάντα, και στους λίγους και στους πολλούς, περισσότερα απ' όσα μπορούνε να πάρουν. Η ποίηση του Βάρναλη, ένας από τους χρυσούς ακόμη κρίκους που συνδέουν τις ψυχές και των Λίγων και των Πολλών, με τον κόσμο των Οραμάτων και των Μορφών, ανακρατεί τη λειτουργία, το αξίωμα και την πραγματική υπερηφάνεια της ποιητικής και στις μέρες μας τέχνης (... )".

"Κανένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας Λυρικής δε στέκει παραπάνω από τη "Μάνα του Χριστού" (...). Η ποίηση του Βάρναλη ανήκει στη σειρά των όρθιων δέντρων. Των δέντρων που οι ρίζες τους βυθίζονται στην εθνική παράδοση (...).

Εκεί που οι ελληνικοί χαρακτήρες της βαρναλικής ποίησης παρουσιάζονται ανάγλυφοι, είναι φυσικά η Μορφή, που, με το φως της, τη σοβαρότητα, την καλλιγραφημένη κομψότητα, και μαζί τη λυγεράδα, το νεύρο, τη δόνηση, συναγωνίζεται τ' αριστουργήματα της δημοτικής λυρικής και της λυρικής των Ελλήνων. Σαστίζει κανείς ξαναβρίσκοντας αυτογέννητους στον Βάρναλη, μέσα από τους δημοτικούς τρόπους του, τους χαραχτήρες της αλκαϊκής ποίησης (...). Τον καιρό που η ποίηση, για να γλυτώσει από τη συμβατικότητα των παραδομένων τύπων - ξεχυνόταν στο φλύαρο ελεύθερο στίχο για να τελματωθεί στο κουβεντολόι των τελευταίων καιρών, ο Βάρναλης αντλούσε από τους παραδομένους τύπους τα γνησιότερα στοιχεία τους, για να τα πλέξει, με πολυποίκιλους συνδυασμούς των ρυθμομετρικών συστοιχιών, στην πιο βαθύτεχνη στροφή της νεοελληνικής ποίησης, σ' ένα θαύμα πλαστικότητας κι αρμονίας. Μέσα από την ανασυνθετική αυτή δημιουργία του Βάρναλη, οι φόρμες οι παλιές ξεπηδούν ανανεωμένες, σαν να λούστηκαν στον Ποταμό της Ζωής, ολοζώντανες πάλι κι αστραφτερές, να μας φέρουν ξανά στη χαμένη καρδιά της ποιήσεως στο Τραγούδι (...).

Ο βιωματικός πλούτος του ποιητή είναι το ξεχείλισμα της καθαρής ελληνικής ψυχοτροπίας (...). Ο Βάρναλης είναι Εθνικός Ποιητής με την κύρια - και μόνη - σημασία του όρου".

Μια αξέχαστη νύχτα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΥΤΑΚΟΣ *

"Ενα συναίσθημα, ανάμεσα στο σεβασμό, την εμπιστοσύνη, την εγκαρδιότητα και την αγάπη και κάποιο κέρδος διδαχής, χαρακτήριζαν πάντα, την επικοινωνία του Κώστα Βάρναλη με όποιον τύχαινε να τον γνωρίσει. Μια τέτοια συναισθηματική φόρτιση είχα και εγώ στην πρώτη μου συνάντηση μαζί του. Ο Βάρναλης τότε - το 1952 - έγραφε σε μιαν ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα το χρονογράφημα. Του έστειλα ένα ποιητικό μου βιβλίο, ζητώντας του τη γνώμη του, πολύ περισσότερο αν ήταν αρνητική. Σημείωνα δε ένα απόφθεγμα του Αντρέ Ζιντ: "Και η αρνητική γνώμη βοηθά πολλές φορές στην τελειοποίηση ενός έργου".

Η υποδοχή του βιβλίου μου από μέρους του ήταν ιδιαίτερα θερμή και δικαιολογημένη η ικανοποίησή μου για όσα σχετικά μου είχε γράψει. Θεώρησα υποχρέωσή μου να τον ευχαριστήσω. Ενα βράδυ, λοιπόν, πήγα στην εφημερίδα και βρέθηκα στο γραφείο του. Τον καλησπέρισα και του συστήθηκα. Ενα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Μου έδειξε να καθήσω.

"Α, εσύ, είσαι - μου είπε - που μου έγραψες για τον Ζιντ;".

Η ματιά του έπεφτε πάνω μου ερευνητική. Μου έκανε φοβερή εντύπωση η κοφτερή του μνήμη! Θυμόταν μια λεπτομέρεια που συνόδευε το βιβλίο μου! Επειτα, λες και ξαναβρήκε μέσα του τον δάσκαλο, εκείνον που είχαμε γνωρίσει παλιότερα στο διδασκαλείο του Πειραιά, κι άρχισε τη νουθετική διδαχή:

- "Εσείς οι νέοι δεν πρέπει να ξεχνάτε ποτέ κάποια πράγματα, που για μένα είναι θεμελιακά και απαράβατα: Ενα πνευματικό έργο πρέπει να έχει πάντα το λόγο της δικαιολόγησης της έκδοσής του. Να έχει τη στρωτή, γνήσια και καθάρια γλώσσα του λαού μας. Να είναι ωφέλιμο και χρήσιμο για το λαό μας και να εκφράζει δυναμικά τις αγωνιστικές του ελπίδες και τους πόθους του. Να διακρίνεται από την επικοινωνιακή του αμεσότητα και να μιλάει ολόισια στο νου και την καρδιά. Να εκφράζει πέρα ως πέρα την αλήθεια". Σταμάτησε, με κοίταξε με χαμόγελο και είπε: "Ας γράψουμε τώρα και καμιά αράδα στα χαρτιά μας".

Εκείνη η νύχτα θα μου μείνει αξέχαστη, γιατί γνώρισα από κοντά τον πραγματικά μεγάλο πνευματικό δημιουργό των Γραμμάτων μας, τον αληθινό άνθρωπο, τον ξεχωριστό δάσκαλο".

* Ο Παναγιώτης Τσουτάκος είναι πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Βιβλιογραφία
  • Μ.Μ. Παπαϊωάννου "Κώστας Βάρναλης (Μελέτες)" ("Σύγχρονη Εποχή")
  • Κ. Βάρναλη Απαντα
  • Κ. Βάρναλη "Φιλολογικά Απομνημονεύματα"
  • Κώστας Βάρναλης: Τα πενηντάχρονα του έργου του
  • Γ. Δάλλα "Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη" (τα προαναφερόμενα βιβλία έχουν εκδοθεί από τον "Κέδρο")
  • Μανόλης Λαμπρίδης "Η ταξική συνείδηση στο έργο του Κ. Βάρναλη" ("ύψιλον/βιβλία").
  • Ανδρέα Λεντάκη "Ρωμανός ο Μελωδός, Κώστας Βάρναλης και στρατευμένη τέχνη" ("Δωρικός")
  • Παντελής Μπουκάλας "Ενδεχομένως" ("Αγρα")
  • Ευχαριστούμε την Εύα Γεωργουσοπούλου από το Θεατρικό Μουσείο για τη βοήθειά της.

Κείμενα - επιμέλεια: Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ

Ανδρέας Λεντάκης

Ο Ανδρέας Λεντάκης αποκαλεί "στρατευμένους ποιητές" και τον Ρωμανό το Μελωδό και τον Βάρναλη "που έγραψαν το ίδιο θέμα", το θρήνο της Παναγίας και υπογραμμίζει: "Ο ένας θρησκευόμενος, ο άλλος άθεος και κομμουνιστής. Ο πρώτος γράφει το θρήνο της Παναγίας τον 5ο αιώνα, περίοδο του θριάμβου της εκκλησίας, ο δεύτερος τη "Μάνα του Χριστού" στην περίοδο που η σοσιαλιστική επανάσταση επικράτησε στη Ρωσία". Ο Α. Λεντάκης θεωρεί ότι ο Βάρναλης γνώριζε τουλάχιστον την πρώτη ελληνική έκδοση του ύμνου του Ρωμανού (βιβλιοπωλείο Γ.Χ. Κορνάρου), αν όχι και του Κουρμπάχερ, το 1904.

Νικηφόρος Βρεττάκος (3ος)

Νικηφόρος Βρεττάκος

"Ο Βάρναλης βλέπει ότι ζει σ' έναν κόσμο που πέφτει απ' το κακό στο χειρότερο και ξέρει πως η άρχουσα τάξη, με τη συμπαράσταση των ξένων παραγόντων, αποτελεί την πηγή της κακοδαιμονίας (...). Για τον Βάρναλη η ποίηση υπήρξε χρέος. Κάτω απ' αυτή τη βαθύτερη επιταγή, που την έφερε μέσα του από το λίκνο του, δεν άφησε την πένα - όπλο, από το χέρι του, ως τις τελευταίες στιγμές του. Η πένα - όπλο έπεσε στη γη μαζί με το χέρι του (...)".

Τίμος Μαλάνος (1ος)

Τίμος Μαλάνος

"Ο Βάρναλης θεωρείται μια συνείδηση άγρυπνη, που ζει με τις ανησυχίες ενός μεγάλου ιδανικού, του ιδανικού καλύτερων ημερών. Είναι ο διανοητής που έχει συνειδητοποιημένο έναν κοινωνικό σκοπό, που ανάλαβε να τον εξυπηρετήσει γυρίζοντας θελητά την πλάτη σε κάθε αλλότρια έμπνευση, αλλά τον εξυπηρετεί χωρίς να θυσιάζει την ποιότητα της τέχνης του. Η ποίησή του δεν κατεβαίνει στον φτηνό, εύκολο προσηλυτισμό. Οπως και η παλαιότερη φωνή της, έτσι και η καινούρια της βγαίνει μέσα από ένα αριστοτεχνικά παιγμένο όργανο. Ο ποιητής αυτός είναι και ο λάτρης της μορφής. Πρώτο του μέλημα είναι το ποίημα. Οι ανθρωπιστικές προθέσεις μόνες θα μπορούσαν ίσως να σώσουν μια ψυχή, δε σώζουν, όμως ποτέ ή σχεδόν ποτέ, ένα ποιητικό έργο και, γενικότερα, ένα έργο τέχνης".

Στρατής Τσίρκας (2ος)

Στρατής Τσίρκας

"(...) Ο Βάρναλης έκανε πάντοτε υψηλή τέχνη (...). Εκανε τέχνη που με μέσα απλά και καθαρά γινόταν αμέσως προσιτή στο λαό. Με τους ομότεχνούς του ήταν αυστηρός, κυρίως όταν ξεστράτιζαν τις σφαίρες της μεταφυσικής ή της ασάφειας, αλλά απλός και γλυκός στις ανθρώπινες σχέσεις του. Αγαπούσε τους απλούς ανθρώπους και αυτοί του το ανταποδίδανε. Πολύ τους άρεσε ν' ακούν το Βάρναλη να τους λέει, πως αν ήταν θεολόγος θα μπορούσε ν' αποδείξει την ύπαρξη του Παντοδύναμου μ' αυτά τα τρία θαύματα: τη θάλασσα, τη γυναίκα και τη φασουλάδα! Ρωμηός ως το κόκαλο και μαζί αφιερωμένος αγωνιστής για τα δίκαια του λαού του, για την ειρήνη του κόσμου και τη δημοκρατία".

Παντελής Μπουκάλας (7ος)

Παντελής Μπουκάλας

"(... ) Κοινωνική πράγματι η ποίηση του Βάρναλη - "του πιο προχωρημένου ιδεολογικά Ελληνα ποιητή" κατά τον Βύρωνα Λεοντάρη και κατά συνέπεια συνιστά αφ' εαυτής ένα "παράδοξο" για τα σημερινά ήθη ή μοντέλα. Ωστόσο, αυτό το ειδοποιό γνώρισμά της δεν την καταπόντισε ούτε την οδήγησε να ναρκισσεύεται σε ρηχά νερά και να νομίζει πως τάχα θαλασσεύεται. Τα συνθέματα του ποιητή, το "Φως που καίει" και οι "Σκλάβοι πολιορκημένοι", υπήρξαν πρωτίστως λογοτεχνικά τολμήματα, ποιητικά εγχειρήματα, και ύστερα μανιφέστα ιδεών".

Γιώργος Π. Σαββίδης (4ος)

Γιώργος Π. Σαββίδης

"(...) Το ουσιαστικό "δάσκαλος" ήταν σύμφυτο με την προσωπικότητά του. Δε χρειάστηκε ποτέ να παραστήσει το δάσκαλο, γιατί ήταν δάσκαλος με τα όλα του: στην έδρα και στον δρόμο, στην πένα και στο ποτήρι, στα λόγια και στην πράξη, αξεχώριστα. Ακτινοβολούσε σοφία γήινη, ανθρώπινη, ευρύχωρη, ξύπνια, που επιβαλλόταν χωρίς να επιβάλλει. Μαχητική, βέβαια, δηκτική ναι, όμως διόλου εριστική ή δογματική (...) Λυρικός και σατιρικός στην επιφάνεια, βαθύτερα ειρωνικός και δραματικός, μα προπαντός μάστορας του λόγου και του στίχου, ήξερε να διδάσκει χωρίς να ξεπέφτει στα μηχανικά σχήματα του χαζοχαρούμενου διδακτισμού (...)".

Αλέξανδρος Αργυρίου (6ος)

Αλέξανδρος Αργυρίου

"(...) Ο Βάρναλης δεν υπήρξε μικρή υπόθεση στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Τα σταύρωσε με την παρουσία του, χάραξε νέες κατευθύνσεις. Σε μια εποχή που η ελληνική ποίηση διέτρεχε μια φάση μεγαληγορίας ή γλυκασμού, ήρθε ο Βάρναλης να της δώσει ρεαλιστικά βάθρα. Δυο οξυδερκείς άνθρωποι των ελληνικών γραμμάτων, παρότι ανήκαν σε άλλους ιδεολογικούς χώρους, ο Γρηγ. Ξενόπουλος και ο Γιάννης Γρυπάρης, τον είχαν επισημάνει από τότε. Και δεν είναι τυχαίο που ο Κωστής Παλαμάς, παρά την οξεία αντιδικία του Βάρναλη (που εκδηλώθηκε με το ποίημά του "Λευτεριά" και συνεχίστηκε με το "Φως που καίει" - 1922), αναγνώριζε το ποιητικό δυναμικό του Βάρναλη (...)".

Εργο "μίλημα ψυχής"

Ο Κλέων Παράσχος θαυμάζοντας και ομονοώντας, με το έργο του Βάρναλη έγραφε:

" (...) Η μαχητική του ιδιοσυγκρασία, η θερμή ιδεολογική του πίστη, οι έχθρες του, η οργή του, η αγάπη του για το διπλανό, το βαθύ του αίσθημα της δικαιοσύνης και της λευτεριάς, ο ανθρωπισμός του, με μια λέξη, έχουν ανάγκη από μια τέχνη, που να οδεύουν γοργότερα προς το πρακτικό αποτέλεσμα, που να σπρώχνουν τους άλλους πιο βίαια και ορμητικά προς ένα σκοπό, που να φωτίζουν, να ενθουσιάζουν, να οδηγούν, να φανατίζουν για την απόκτηση ενός καλού, υπέρτατου για το Βάρναλη, όπως και για όλους τους ομοϊδεάτες του καλλιτέχνες, για την κοινωνική ισότητα, για μια πιο δίκαιη κατανομή των γήινων αγαθών. Στο έργο του δεν πρέπει τόσο να ζητούμε - δε μας δίνει ο ίδιος το δικαίωμα για τούτο - τη συγκίνηση από το "ωραίο" και το κυνήγημα του ωραίου, όσο το τάραγμα και το τράνταγμα μιας ψυχής από τον ανθρώπινο πόνο και από την ανθρώπινη δυστυχία, από την αγάπη για το διπλανό. Αυτό είναι ό,τι πιο πολύτιμο υπάρχει στο Βάρναλη το ζεστό εκείνο μίλημα μιας ψυχής που το πίνει αχόρταγα μια άλλη ψυχή (...).

Στην εποχή μας, όπου όλες οι παλιές αξίες κλονίζονται, όπου τα ανθρωπιστικά ιδανικά κατακτούν κάθε μέρα νέες συνειδήσεις, δεν είναι καθόλου περίεργο πως ένας άνθρωπος σαν τον Βάρναλη, ανήσυχος, τολμηρός, ειλικρινής, δόθηκε με όλη την ορμή και τη δύναμή του στο μαρξισμό".

Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ

"Οδηγητής"

"Δεν είμαι εγώ σπορά της τύχης

ο πλαστουργός της νέας ζωής!

Εγώ είμαι τέκνο της Ανάγκης

κι ώριμο τέκνο της Οργής.

Μέσα στο νου και στην καρδιά μου

αιώνων φουντώσανε ντροπές

και την παλάμη μου αρματώνουν

με φλογισμένες αστραπές.

Ενας δεν είμαι μα χιλιάδες!

Οχι μονάχα οι ζωντανοί -

κι' οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε

σε μιαν αράδα σκοτεινή.

Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες

άπλαστοι ακόμη, με βλογούν

κι όλοι ακουμπούνε τα σπαθιά τους

απάνω μου και τα λυγούν.

Ακου πως παίρνουνε οι αγέρες

χιλιάδων χρόνων τη φωνή!

Μέσα στο λόγο το δικό μου

ολ' η ανθρωπότητα πονεί

(...)".

Προς το τέλος πια της ζωής του, στο μπαλκόνι του σπιτιού του, στο Παγκράτι

Χαρακτικό του Ι. Κεφαληνού

Ο Βάρναλης στα χρόνια της Κατοχής

Στο καράβι για τον Αϊ - Στράτη, τρίτος από αριστερά ο Γληνός, πέμπτος με την τραγιάσκα ο Βάρναλης

Μ. Μ. Παπαϊωάννου - Κ. Βάρναλης - Στρ. Τσίρκας, 1955, σε ταβέρνα της Αθήνας

Λίγο μετά την απελευθέρωση, ο Βάρναλης ανάμεσα στον Κώστα Καραγιώργη (αριστερά), την Μαρία Καραγιώργη και τον Β. Ρώτα

1959. Ο Βάρναλης κατά την απονομή του Βραβείου Λένιν

Φοιτητής στην Αθήνα (πρώτος από δεξιά)

1934. Η δημοσιογραφική του ταυτότητα

1931, 27 Δεκέμβρη. Στο Λυκαβηττό

1935. Μόσχα. Με τον Δ. Γληνό (δεξιά) και τον Κανονίδη, διευθυντή του ελληνικού θεάτρου του Σοχούμ, στο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων

1957. Αθήνα. Με τον Ιλία Ερενμπουργκ

1959. Ιούλης. Μόσχα. Ο Κ. Βάρναλης με τη γυναίκα του Δώρα Μοάτσου - Βάρναλη στην Κόκκινη Πλατεία, μετά την απονομή του Βραβείου Λένιν

1961. Στο μπακάλικο της γειτονιάς του

Μανόλης Λαμπρίδης

""Το κεφάλι του λαού. Να το πρόβλημα!". Η συνείδηση του λαού, του μεγάλου πλήθους που ζει μέσα στη φτώχεια, μα και μέσα στην πρόληψη, τη συνήθεια, το σκοταδισμό, την αντιδραστικότητα. Η συνείδηση του άθλιου και εξαθλιωμένου πλήθους - αυτό είναι ένας από τους κύριους καημούς, η μεγάλη έγνοια που διατρέχει το έργο του Κ. Βάρναλη (...). Η έντονη παρουσία αυτού του ηθικού προβλήματος που, συνταραχτικό μοτίβο, διαπερνάει το έργο του ποιητή, το κάνει σύγχρονο και επίκαιρο".

"Εστράβωσα τη φέσα μου,

έρωτας που ναι μέσα μου,

για να χορέψω τσάμικο.

Είχα γυναίκα, είχα και ζα,

είχα μια Βάσω με βυζά,

μα προκοπή δεν είχα.

Σε ποιο χαρέμι να παχαίνει

στα μαξιλάρια ξαπλωμένη

μασώντας τη μαστίχα;".

("Ο τρελός")

"Με της άνοιξης τον ήλιο

μόλις σκάει απ' το βουνό,

ήλιος κι άνοιξη κινάμε

για έναν κόσμο αυριανό

(...)

Σε μια λεύτερη πατρίδα

δίχως άλυσες, ντροπή,

σκέψη λεύτερη και λόγος

θέληση και προκοπή.

(...)

Κι ανεβάζουμε όσο πάει

μ' ολοφώτεινα φτερά

την ανθρώπινη αξία

πιο ψηλά κάθε φορά".

("Υμνος της νιότης" - δημοσιεύτηκε μετά την απελευθέρωση)

"Η μάνα του Χριστού" (από "Το φως που καίει")

"Α, πως είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει

(είταν όνειρο κ' έμεινεν άχνα και πάει)

σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργα από μίση!

Φεύγεις, πάνου στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,

άνοιξή μου γλυκειά, γυρισμό που δεν έχεις!

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πως μαδιέμαι, γλυκέ μου!

(...)

Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει ο Βάρναλης, λίγο καιρό αργότερα από την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, τις διμερείς συμφωνίες που υπέγραψε η χώρα μας με τις ΗΠΑ, την παραχώρηση εδάφους για την εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων και άλλες "διευκολύνσεις", επισήμαινε: "Είμαστε αποικία κι ελληνικός λαός ξένος στον τόπο του. Επομένως, το ιστορικό δράμα του λαού μας είναι πολύ πιο δύσκολο από πολλών άλλων λαών, που τυπικά είναι εφέντες στο σπίτι τους. Αν έχουμε υπόψη μας αυτή την αλήθεια θα αποφύγουμε πολλές παρεξηγήσεις και θα βρούμε το δρόμο του χρέους μας".Πόσο επίκαιρη παραμένει αυτή η επισήμανσή του!

"Ηλιε και θάλασσα γαλάζια

και βάθος τ' άσωτου ουρανού,

ω της αυγής κροκάτη γάζα,

γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας".

("Μοιραίοι")

...........................

"Κάποτε τράβηξα το λάζο

με το μανίκι το γαλάζιο

να μαχαιρώσω το Τζανή,

τον άντρα της Κωσταντινιάς,

μα σκόνταψα σ' ένα σκαμνί

κ' έτσι δε γένηκα φονιάς".

("Ο "καλός" πολίτης")

"Η μπαλάντα του Κυρ - Μέντιου"

"Είκοσι χρονώ γομάρι

σήκωσα όλο το νταμάρι

κι έχτισα, στην εμπασιά

του χωριού, την εκκλησιά.

Και στον πόλεμο "όλα για όλα"

κουβαλούσα πολυβόλα

να σκοτώνονται οι λαοί

για τ' αφέντη το φαϊ.

Αν δίκιο θες, καλέ μου,

με το δίκιο του πολέμου

θα το βρεις. Οπού ποθεί

λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Μη χτυπάς τον αδερφό σου -

τον αφέντη τον κουφό σου!

Και στον ίδρο το δικό

γίνε συ τ' αφεντικό.

(...)

p



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ