Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 60
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
"Εικόνα του καιρού του" (7ο κείμενο)

Ο καθηγητής πανεπιστημίου και ποιητής Γιάννης Δάλλας στη σημαντικότατη μελέτη του "Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη" ("Κέρδος", 1988) θεωρεί ότι το "Φως που καίει" εντάσσεται "στην ποιο φιλόδοξη στιγμή της δημιουργικής πορείας" του Βάρναλη:

"Είναι γύρω στο 1922, τότε που εμπνέεται και εκδίδει και τη συλλογή του. Πίσω του το περιβάλλον του περιθωρίου, με τους πρόσφυγες, τους άνεργους και τους κατατρεγμένους και απόκληρους που τους ξέρει, που συναναστρέφεται, γνωρίζει την υπόκωφη ψυχολογία τους. Τους ζυγώνει από μέσα, σκύβοντας στη μοίρα τους, στην παράκρουση του πόνου, του βούρκου, του ανεξάντλητου βυθού τους: ως εκεί που ο πόνος αδρανεί τη θέληση και βρίσκει αναπλήρωση στα όνειρα, εκεί που η εξαθλίωση λιμνάζει σε εφιάλτες ή παρηγορείται με δράματα, προτού περάσει στην εξέγερση (...). Είναι η πιο γνήσια και αντισυμβατική, μακριά από τα κοινωνικά ταμπού, ποιητική εικόνα του καιρού. Η εικόνα ενός κόσμου, που ώριμα και νατουραλιστικά θα αποδώσει αργότερα η συλλογή του "Σκλάβοι πολιορκημένοι"".

Ο Γ. Δάλλας αναφέρεται στην πρώτη δημοσίευση του έργου, στην απόλυση του Βάρναλη και παραθέτει τις ανεγκέφαλες, γελοίες κρίσεις των διωκτών του έργο: "αηδία", "ασυναρτησία", "φρενοκομειακά", "κακοήθης πεσσιμισμός εκ του στόματος του Ιησού", "ώστε ο Ιησούς είναι αηδής σοφιστής", "μωροτάτη αντίληψις της χριστιανικής ηθικής", "άρνησις αναρχικού". Και την κρίση τους για τον ποιητή: "Βάρναλης, καθηγητής εις την Παιδαγωγικήν Ακαδημίαν, δηλαδή την αυθαίρετον Σχολή του Γληνού!" και ακόμα: "Το κτήνος αυτό είναι Βουλγαρικόν. Είναι και κωφόν. Εντούτοις, επειδή είναι μαλλιαρόν (εννοεί δημοτικιστής), εν γνώσει των πίστεών του το απέστειλαν δις ή τρεις υπότροφους".

Ο Γ. Δάλλας παραθέτει και σχετικό κείμενο του Βάρναλη:

"Το μικρό αυτό ποιητικό έργο το πρωτοδημοσίευσα στα 1922στην Αλεξάνρδειας (έκδοση "Γράμματα") με το ψεφτόνομα Δήμος Τανάλιας. Εκανε τότες αρκετή εντύπωση, σαν κάτι καινούργιο και τολμηρό, παινέφτηκε, βρίστηκε, κατασχέθηκε δύο φορές, ώσπου στο τέλος, ύστερ' από τέσσερα χρόνια κυκλοφορία κι αφού πια το βιβλίο πήγαινε να εξαντληθεί η δημοκρατική δικτατορία (ή δικτατορική δημοκρατία) απολύει το συγγραφέα από δημόσιο υπάλληλο, για να μάθει να σέβεται το καθεστώς, "το φυσιολογικόν καθ' ημάς". Επειδή στο αναμεταξύ ζητιότανε στα βιβλιοπωλεία και η ιεραρχία της Ελλάδας τόκανε πάλι επίκαιρο μετά από οχτώ χρόνια με την περίφημη πρωτοχρονιάτικη εγκύκλιο του 1930 αποφάσισα να κάνω μια δέφτερη έκδοσή του". ("Εστία" 1933).

Επιβεβαίωση της άποψης του Γ. Δάλλα ότι "Το φως που καίει" αποτελεί "πραγματικά χαρακτηριστική μαρτυρία για την κίνηση των κοινωνικών ιδεών και των ποιητικών μορφών του καιρού του", είναι το παρακάτω κείμενο του Βάρναλη:

"Ητανε για την Ελλάδα ή πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του παγκόσμιου μακελειού. Αυτή η κραυγή ήτανε γενική σ' όλη την Ευρώπη από την πρώτη μέρα του πολέμου. Τα αντιπολεμικά μανιφέστα και έργα ξεπετιούντανε πύρινα από τις ουδέτερες χώρες και μάλιστα από την Ελβετία όπου είχαν καταφύγει όλοι οι ειρηνιστές, οι ανθρωπιστές (ουτοπιστές), μα και μαζί μ' αυτούς και κοινωνικοί επαναστάτες απ' όλα τα εμπόλεμα κράτη. Μερικοί απ' αυτούς ήτανε κορυφαίοι της παγκόσμιας σκέψης και δράσης, όπως ο Ρομέν Ρολάν κι ο Λένιν (...)".

"Εμείς εδώ, καθυστερημένοι Ανατολίτες και μοιρολάτρες, πουλημένοι στους ξένους και στους ντόπιους πράχτορές τους, που παρασταίνανε σε μας τους εθνικούς αρχηγούς, δεν καταλαβαίναμε τι πραγματικά συμβαίνει. Η Ελλάδα του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, η Ελλάδα των αμυντικών και των επιστράτων, η Ελλάδα των μπαζαδόρων του πολέμου και των ψηφοπολέμων, είχε το περίφημο "αγεφύρωτο χάσμα", οι μισοί κοντυλοφόροι ονομάζανε προδότρα τη μία φατρία κ' οι άλλοι μισοί την άλλη φατρία, μα ούτε μισός άνθρωπος δε βρέθηκε να φωνάξει και στους απεδώ και στους απεκεί "Κάτω τα βρωμόχερά σας από το λαό, δολοφόνοι"".

Ο Γ. Δάλλας θεωρεί ότι "ο Βάρναλης, πραγματικά, είναι ο μόνος ίσως απ' τους ποιητές της εποχής που συγκαταλέγεται στους μείζονες", που "εκφράζει τα "δοσμένα" ομαδικά οράματα, κάποτε μαζί και μέσα από την αναπαλλοτρίωτη αγωνία του προσώπου". Και αλλού επισημαίνει:

"Σάτιρα και πολιτική στη λογοτεχνική εξέλιξη του Βάρναλη είναι, θα λέγαμε, με τη γλώσσα της τυπικής λογικής, δύο έννοιες διαφορετικού βάθους αλλά του ίδιου πλάτους, δύο έννοιες που στη συνεκβολή τους αλληλοεπικαλύπτονται. Γιατί η πολιτική θέση του εκφράζεται κριτικότερα ως αντίθεση: ως έλεγχος και στηλίτευση του κοινωνικού συστήματος! (...)

Βασικός υπήρξε ο ρόλος της σάτιρας και για την ποιητική του χειραφέτηση. Και χάρη σε αυτήν έγινε ευδιάκριτα προσωπικός ποιητής και μάλιστα με την πολιτική εκδοχή της, ποιητής ενός ιδιαίτερου χώρου. Η πολιτική σάτιρα τον διαφοροποιεί από τη θέση και τη φωνή των συγχρόνων του (...)".

Γιάννης Ρίτσος

"Στον Κώστα Βάρναλη"

"Ποιητή, σ' είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας

με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου σπαθί νυστέρι και φωτιά που φωτάει και φως που καίει. Σ' είδαμε

πάντα με την παλάμη σου ανοιχτή δίπλα στ' αυτί

για ν' αφουγκράζεσαι πίσω απ' τα τείχη

τη στρογγυλή βουή του ιστορικού, αναπότρεπτου ήλιου.

Αυτό τον ήλιο μας έδειξες.

(... )

Α, κι όχι πως εσύ δεν ξέρεις από λάμψεις,

μα εσύ μαδούσες τις αχτίνες με καμένα δάχτυλα

να φτάσεις το κουκούτσι του φωτός

να γίνει δέντρο κι άνθος και καρπός

κ' από ομορφιά και θάλασσα κ' έρωτα και ποτήρι,

μα ακόμα ξέρεις πιο καλά πως δεν υπάρχει

ούτε ομορφιά ούτε δειλινά γαρύφαλλα, ούτε στίχοι κι ούτε θάλασσα

αν δεν υπάρχει το ψωμί και το κρασί σ' όλα τα σπίτια.

Αυτή την αλήθεια μας έμαθες" (...)".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ