Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 60
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο αληθινός Βάρναλης

Σε τρεις μέρες συμπληρώνονται είκοσι τέσσερα χρόνια, από τότε που σίγησε η φωνή του μυριάκριβου "οδηγητή" ποιητή του λαού μας, του Κώστα Βάρναλη. Ηταν 16 του Δεκέμβρη, που, πλήρης ημερών, έργου και δόξας, πέρασε στην αντίπερα όχθη, για να ταφεί "δαφνοστεφανωμένος" από πολλές χιλιάδες δακρυσμένου λαού, δυο μέρες αργότερα. Μεγαλειώδης, γαλήνιος και σιωπηλός δεχόταν πια όλες τις τιμές που του έκανε ο λαός, χωρίς να αυτοσαρκάζεται και να σαρκάζει, όπως έκανε εν ζωή, λέγοντας, λ.χ., όταν τίμησαν τα λογοτεχνικά πενηντάχρονά του, "μερικοί καλοπροαίρετοι φίλοι και συναγωνιστές αποφασίσανε να με τιμήσουνε, δηλαδή να με ρεζιλέψουνε, βγάζοντας στη φόρα την ηλικία μου και τα "άπλυτά" μου".Δεν μπορούσε πια ο μικρόσωμος "γίγας" του πνεύματος, με την αυτοκριτική του συνήθεια και τη σεμνότητά του, να ξαναπεί "πόσο αργά και δύσκολα βρήκα το σωστό μου δρόμο και πόσο μικρό κι ασήμαντο είναι το έργο μου σχετικά με το μεγάλο Σκοπό και σχετικά με εκείνο που θα μπορούσε να είναι, αν εγώ ήμουνα τόσο ενεργητικός (λέγε νεότερος), όσο η εποχή μου είναι ώριμη. Πώς να μη μελαγχολώ και να μην προτιμώ να με ξεχνούνε οι φίλοι παρά να με θυμούνται".Δεν μπορούσε πια να πει "ο υποφαινόμενος αμφιβάλλει περισσότερο για τον εαυτό του από όσο οι καλοπροαίρετοι φίλοι του εχτιμούνε. Και βρίσκει μοναδική ηδονή στο να σατιρίζει μοναχός του τα κουσούρια του και τα λάθη του".

Ε, λοιπόν, "Μπάρμπα - Κώστα", βάλε καλά το χέρι στ' αυτί σου κι άκου: Κανένας ποιητής "οδηγητής" δεν ξεχνιέται στο παρόν και στο μέλλον απ' τον "ενεργητικό" λαό. Πολύ περισσότερο εσύ, ο πρωτοπόρος του. Γιατί ξέρει ο λαός ότι εσύ δεν τον υπνώτισες. Δεν τον κολάκεψες. Τον αγάπησες.Του άνοιξες τα μάτια, με την άγρυπνη έγνοια σου γι' αυτόν και με την τρυφεράδα του σαρκασμού σου, γιατί ήθελες να ξυπνήσει από τον μακραίωνο "μοιραίο" ύπνο του και να καταπολεμήσει τα ανθρώπινα και "εθνικά" κουσούρια του. Γιατί κι εσύ παιδί του, αλύτρωτου από πολλά δεσμά, λαού ήσουν.

Φύτρα του λαού

Ιδού ποιας "φύτρας" γέννα ήταν ο Βάρναλης, πώς και γιατί έγινε αυτός που έγινε, ποια βιωματική εικόνα είχε πλάθοντας τη "Μάνα του Χριστού". Τα διηγείται απολαυστικά ο ίδιος στα "Φιλολογικά Απομνημονεύματά" του:

"Η κόνα Αλισάβα (=κυρία Ελισάβετ), η μητέρα μου, ήτανε μια εξαιρετική γυναίκα. Παιδί την εβασάνισα πολύ με τις αταξίες μου και το έχω βάρος στην ψυχή μου. Επρεπε να υποφέρω κι εγώ πολλά, να γνωρίσω καλά πρώτα τη ζωή και τους ανθρώπους, για να την καταλάβω και να την εχτιμήσω. Πολύ αργά, γιατί είχε πια πεθάνει.

Ολότελα αγράμματη, μιλούσε την ατόφια γλώσσα του λαού με την απόλυτη γραμματική και σύνταξη, έτσι που η επιστημοσύνη του Ψυχάρη την έχει κανονίσει (...). Κοντή, παχουλή, με μάτια πάντα δακρυσμένα (είχε πονόματο), απλή, γνωστική, νοικοκερά, γεμάτη το συναίσθημα του χρέους και της θυσίας για τους άλλους, δεν έζησε ούτε μια στιγμή της ζωής της για τον εαυτό της (...). Τη θυμάμαι με το μαύρο τσεμπέρι της σφιγμένο πάνου από τα φρύδια, με το μαύρο σάλι της κι ένα διπλωμένο μαντίλι στο χέρι, για να σκουπίζει τα δάκρυά της, πήγαινε χαράματα στην εκκλησιά (...). Ωστόσο, αυτή η τέλεια χριστιανή δεν ήξερε καμιά προσευχή. Ούτε το πάτερ ημών (...). Η χριστιανοσύνη της μητέρας μου ήταν ανακατεμένη και με διάφορες λαϊκές δεισιδαιμονίες (...). Κάποτες είχα πέσει βαριά άρρωστος από τύφο. Η μητέρα μου, που με αγαπούσε πολύ γιατί ήμουνα το μικρότερο παιδί της, το "αποσπόρι", όπως με 'λεγαν οι γειτόνοι, ήταν απελπισμένη! Ελεγε πως θα με χάσει. Απάνου στις κρίσιμες ώρες της αρρώστιας μου, μια από τις κότες της αυλής άρχισε να λαλεί σαν κόκορας. Αυτό το πράμα η μητέρα μου το θεωρούσε για πολύ καλό σημάδι (...)".

Το "φως" της γνώσης

Ο δάσκαλος που έκανε τον Βάρναλη να πάψει να μισεί το σχολείο του, στον Πύργο της Βουλγαρίας, που τον έκανε "ξεφτέρι και στα μαθηματικά και στα αρχαία ελληνικά" και να παίζει "στα δάχτυλα τη γραμματική και όλους τους κανόνες και τις εξαιρέσεις", λεγόταν Περικλής Αγγελίδης.Χάρη σ' αυτόν, πρωτόνιωσε γιατί "εκατομμύρια παιδιά του λαού σ' όλο τον κόσμο παθαίνουνε πνευματική και ηθική άμβλωση με το σκολειό". Σ' αυτόν "χρωστούσε" και την αγάπη του "για την ποίηση και τη δημοτική γλώσσα". Χάρη σ' αυτόν τον δάσκαλο αγάπησε τη μόρφωση. Αριστούχος των "Ζαρίφειων" σχολείων, 18χρονο το στερνοπούλι του πεθαμένου χρόνια "Βαρναίου" (ο πατέρας του ήταν από τη Βάρνα, εξ ου και το Βάρναλης) διορίζεται δάσκαλος στον Πύργο με"μισθό 600 λέβια το χρόνο, ήγουν 1,70 μεροκάματο". Αλλά γρήγορα έρχεται η υποτροφία για σπουδές στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθήνας.

Αμέσως "μπλέκει" με λογοτεχνικές παρέες. Τους φοιτητές της Φιλοσοφικής οι φοιτητές των άλλων σχολών τους αποκαλούσαν "δασκάλους", γιατί ήταν "όνομα και πράμα. Κακοντυμένοι, κακομοίρηδες, αξούριστοι. Πνευματικά στενοκέφαλοι, μοσονεϊστές, καθαρευουσιάνοι". Ανήσυχο πνεύμα, ενστερνίζεται τις απόψεις των "καπεταναρέων του δημοτικισμού" (Ψυχάρης, Πάλλης, Παλαμάς, Θεοτόκης κ.ά.) και μπλέκει με τον "Νουμά". Στην "κολυμπήθρα" αυτού του περιοδικού του δημοτικισμού, "πήρανε το βάπτισμα πολλοί από τους καλύτερους λογοτέχνες. Ο Γκόλφης, ο Βουτιερίδης, ο Αυγέρης, ο Βλαστός, η Καζαντζάκη - κι εγώ ο χειρότερος", γράφει στα "Απομνημονεύματά" του ο Βάρναλης. Μπλέκει και με τη "γερή παράταξη" των δημοτικιστών καθηγητών στη Φιλοσοφική. Μεταξύ τους κι ο Γληνός. Γύρω στα 1905 - 1906, μπλέκει και με τη φιλολογική παρέα της Δεξαμενής (στο καφενεδάκι της οποίας διάβαζε ποίηση, φιλοσοφία, αλλά και για να πάρει το πτυχίο), με τη μεγάλη παρέα των "μαλλιαρών" που έγιναν "η μάστιξ της συνοικίας".

"Τότες η Δεξαμενή βρισκότανε στις δόξες της. Είτανε τ' ομορφότερο και το ψηλότερο... ύψος της Αθήνας και η πνευματική κορυφή όλης της Ρωμιοσύνης. Εκεί στα γύρω σπίτια με τα παράθυρά τους που 'βλεπαν αντίκρα τα πεύκα του Λυκαβηττού και κάτου την πολιτεία και τη θάλασσα, κατοικούσαν, ή μόνιμα ή κατά καιρούς, οι σπουδαιότεροι λόγιοι: Παπαδιαμάντης, Κοντυλάκης, Βλαχογιάννης, Μαλακάσης, Χατζόπουλος, Κώστας Πασαγιάννης.Και δίπλα σ' αυτούς και σε κάποιαν απόσταση δοκιμάζανε τα φτερά τους οι νεοσσοί των Μουσών: Αυγέρης, Ζήλος, Ροδοκανάκης, Καζαντζάκης, Βάρναλης κλπ., γεμάτοι αυτοπεποίθηση κι αυθάδεια όχι για το έργο που κάνανε παρά για κείνο που θα κάνανε",διηγείται ο Βάρναλης, προλογίζοντας το έργο του "Ζωντανοί άνθρωποι".

Το μέγα "φως"

Από τη Δεξαμενή ξεκινούσαν όλες οι πνευματικές, ιδεολογικές και λογοτεχνικές "ζυμώσεις", που και υπό την επίδραση των εσωτερικών και διεθνών πολιτικών εξελίξεων, των συνεπειών του Α Παγκόσμιου Πολέμου, μετάλλαξαν τον Βάρναλη, έως ότου έρθουν η Οκτωβριανή Επανάσταση, τα μαρξιστικά διαβάσματά του στο Παρίσι (στη βιβλιοθήκη του φίλου του, μεγάλου χαράκτη Γιώργου Κεφαλληνού), η γνωριμία και οι συζητήσεις του με τον "αρχηγό των δημοτικιστών", τον Ψυχάρη που ζούσε στο Παρίσι, να βάλουν όλα μαζί ανεξίτηλα τη σφραγίδα τους στο νου και την ψυχή του. Να "υφάνουν" την, εφ' όρου ζωής πια, μαρξιστική ιδεολογία του. Να τον αξιώσουν να "δει", να πράξει σαν δάσκαλος και να γράψει σαν ποιητής εκείνο το "Φως, που καίει", για να ξυπνήσει και ο "Λαός των μουνούχων".

Αυτό το τόλμημά του το πλήρωσε ακριβά ο Βάρναλης. Με απόλυση και διώξεις, όπως και ο Γληνός και η Παιδαγωγική Ακαδημία του, για τη μεταρρύθμιση που προωθούσε προς όφελος όλου του λαού. Γιατί; "Γιατί το βενιζελικό κράτος δεν πήρε ποτέ στα κατάκαρδα το γλωσσικό ζήτημα και γιατί το αντιβενιζελικό κράτος πάντοτε πολέμησε τη γλώσσα του λαού",όπως τονίζει ο Βάρναλης.

Ενα τέτοιο κράτος ήταν επόμενο να διώξει τον Βάρναλη ως "αντιπατριώτη", επειδή το αποκάλυψε: "Εγώ 'μαι η Πολιτεία των Δυνατών, / η Πολιτεία των Λίγων, των Κηφήνων!" και να τον κατηγορήσει ότι "έβρισε" και την Παναγία με το "Φως, που καίει". Σ' αυτές τις κατηγορίες ο Βάρναλης απάντησε:

"Οποιος διάβασε το ποίημα της "Μάνας του Χριστού" δεν πιστεύω να συνάντησε πουθενά καμιά βρισιά. Αυτό το ποίημα έχει απαγγελθεί πολλές φορές από διάφορους μπροστά σε πολύν κόσμο κι ωστόσο όλοι συγκινηθήκανε και κανένας δε βρήκε την περίφημη βρισιά της "Εστίας" (...). Οι γνωστές βλαστήμιες "Το Χριστό σου! την Παναγία σου! τα πεθαμένα σου" είναι αποκλειστικό δικαίωμα και προνόμιο εκείνων που "πιστεύουνε" στα θεία και φοβούνται το θάνατο, όσο και την Αλήθεια!". Και παρακάτω ξεσπά οξύτατα σαρκαστικός ο Βάρναλης:

"Δεν έχω καμιά πρόθεση ν' αποδείξω με λογικά και... άλλα επιχειρήματα, πως το Κράτος άδικα με έπαψε από καθηγητή, ενώ εγώ ήμουνα και καλός χριστιανός και καλός πατριώτης και καλός στρατιώτης! (Αυτές οι δύο τελευταίες ιδιότητες του υποδειγματικού πολίτη δε συμβιβάζονται συναμεταξύ τους. Ενας καλός πατριώτης δεν υπηρετεί ποτές στρατιώτης. Κόβει αυτός κι υπηρετούνε τα κορόιδα). Ομολογώ πως δεν έχω καμιά απ' αυτές τις τρεις καλοσύνες - κι ας σημειώνει το στρατιωτικό απολυτήριό μου "διαγωγή εξαίρετος!" Κι ομολογώ πως δίκαια με τιμώρησε το Κράτος, σύμφωνα με τη βαθύτερη, την πραγματική έννοια του όρου Δίκιο= "το του κρείττονος συμφέρον", δηλαδή το συμφέρο του δυνατότερου, αλλιώς "δίκαιον του ισχυρότερου". Και σε όλες τις ταξικές κοινωνίες, υλικά δυνατότερη είναι η κυρίαρχη τάξη, πνευματικά δυνατότεροι οι ιδεολόγοι της κυριαρχίας της και ηθικά δυνατότεροι οι λακέδες. Στην Ελλάδα αυτή η κυρίαρχη τάξη, με τους ιδεολόγους της και τους λακέδες της, ήτανε πάντα τρομαχτικά καθυστερημένη στον πολιτισμό, άρα τρομαχτικά αντιδραστική".

Συνειδητή ταξική τέχνη

Ο Βάρναλης δεν παρίστανε, όπως οι αστοί λογοτέχνες, πως δεν κάνει "τέχνη ταξική", πως η τέχνη του "δεν πολιτεύεται". Γιατί δεν έκρυβε πίσω από το δάχτυλο την αλήθεια και την έλεγε: "Ολες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται", με τη διαφορά πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια".

Από διαλεκτικά, μαρξιστικά επεξεργασμένη γνώση της πραγματικότητας κι από συνειδητή, θαρραλέα αντίδραση στη βλαβερή κοινωνική συνήθεια της ηττοπάθειας, του συμβιβασμού, της συντηρητικής τύφλωσης, έγινε επαναστάτης δημιουργός ο Βάρναλης κι έφερε το καινούριο, το ανοιχτόθωρο, το πρωτοπόρο, το σπουδαίο και αληθινό στις τέχνες του Λόγου. Γι' αυτό και το έργο του μελετήθηκε και μελετάται από πολλούς ιστορικούς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας, θεωρήθηκε και εξακολουθεί να θεωρείται "οδηγητής" και των ελληνικών γραμμάτων.

Στο αφιέρωμά μας, την τεράστια αξία του βαρναλικού έργου περιγράφουν τα αποσπάσματα παλιών κειμένων επωνύμων (λογοτεχνών, ιστορικών και κριτικών της λογοτεχνίας). Τον άνθρωπο Βάρναλη περιγράφουν με τις αναμνήσεις τους οι: Βασίλης Εφραιμίδης, Νίκος Καραντηνός, Ασημάκης Γιαλαμάς, Ελένη Βοϊσκου, Παναγιώτης Τσουτάκος.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας τιμά τον Ιάκωβο Καμπανέλλη (2021-07-10 00:00:00.0)
Ο λόγος του φωτιά που φωτάει, φως που καίει (2014-12-17 00:00:00.0)
Οι πόνοι μιας Παναγιάς κόκκινης, Λαοδηγήτριας (2013-05-04 00:00:00.0)
ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ (2011-08-26 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ (2006-10-04 00:00:00.0)
ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ (2004-12-19 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ