Κυριακή 13 Δεκέμβρη 1998
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 60
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Φλογερός και τρυφερός (4ο μετά του Γιαλάμα)

Φλογερός και τρυφερός

ΕΛΕΝΗ ΒΟΪΣΚΟΥ

"Στις 18 Δεκεμβρίου 1974, μετά το λαϊκό προσκύνημα, κηδεύτηκε ο Βάρναλης. Πολλοί έλεγαν: "Πρόλαβε, πρόλαβε...". Ηταν, μια ικανοποίηση μέσ' στη μεγάλη λύπη. Λίγους μήνες πριν είχε πέσει η δικτατορία. Αυτή που φοβόταν έναν μικρόσωμο γέροντα, του έκοψε το τηλέφωνο και τον καλούσε για ανάκριση και αυτός, συνηθισμένος από δικτατορίες, εξορίες, κατατρεγμούς και σπαραγμούς, δεν έχανε το χιούμορ του και έλεγε: "Ξανά βάλε το τηλέφωνο. Μπορεί να χρειαστεί να καλέσουμε γιατρό". Φοβόνταν τον μικρόσωμο γέροντα, τον μεγάλο ποιητή και στοχαστή, συνεπή μαχητή, φλογερό, τολμηρό σαν έφηβο. Φοβόνταν έναν βιοπαλαιστή, που τα πιο πολλά χρόνια της ζωής του έκανε παρέα με εργάτες και έπαιζε τάβλι με τον ιχθυοπώλη της γειτονιάς. Κουμπάρος του κιόλας.

Νέα, είχα την τιμή να απολυθώ από τη θέση μου στις Σχολές της Ελληνικής Κοινότητας Καϊρου, γιατί δε ζήτησα άδεια για την έκδοση ενός βιβλίου μου. Πραγματική αιτία η προεκλογική διαμάχη δύο αντιμαχόμενων κοινοτικών παρατάξεων. Ο Βάρναλης, αγνοώντας όλα αυτά, γράφει κριτική στην Αθήνα για το επίμαχο βιβλίο. Μια εφημερίδα αναδημοσιεύει την κριτική για να αποδείξει πόσο δίκαιο είχε να ανακινήσει ζήτημα για το εκπαιδευτικό προσωπικό "Των Σχολών μας" και σε υποσημείωση συμπληρώνει: "Το όνομα του κυρίου που υπογράφει με τα αρχικά Κ. Β. - Κώστας Βάρναλης ".

Από εκείνη τη χρονιά δεχόμουν τη φιλία του και της συντρόφισσάς του Δώρας Μοάτσου, ως το τέλος.

Καλοκαίρι του 1947. Εμφύλιος. Η Δώρα Μοάτσου με οδηγεί σε ένα δωμάτιο του σπιτιού. "Να, μου λέει, έχει το βαλιτσάκι έτοιμο αν τον πιάσουν. Να και αυτό το σακάκι έτοιμο στην καρέκλα. Στην τσέπη έχει βάλει και οδοντογλυφίδες".Οδοντογλυφίδες για την εξορία. Από τις απαραίτητες λεπτομέρειες του Βάρναλη που είχε πείρα από προηγούμενους αιφνιδιασμούς.

Στις 20/10/1950, σε γράμμα του, μας λέει: "Διαρκώς δεν είχα καιρό γιατί έγραφα για τον επιούσιο, πράγματα της αγγαρείας και όταν δεν έγραφα, ζητούσα να ξεχάσω πως είμαι γραφιάς". Στα 67 του χρόνια γράφει ακόμη πράγματα της αγγαρείας για τον επιούσιο, αυτός, ο απαγορευμένος.

Πλάι στον Βάρναλη, ποιητή, πεζογράφο, θεατρικό συγγραφέα, νυστέρι - σπαθί - αστροπελέκι, χαλαστή και οικοδόμο - οδηγητή, που έκανε τα παλιά γνωστά μας πράγματα ΝΕΑ ΤΕΧΝΗ, δίνοντας άλλη οπτική γωνία, άλλο ύφος και, προπαντός άλλη τόλμη, υπάρχει ο Βάρναλης του σπιτιού. Κουβαλητής και νοικοκύρης. Χωρίς επιδείξεις αισθημάτων, ο Βάρναλης της συμπόνιας και της τρυφερότητας σε δυστυχισμένα και αδύναμα πλάσματα. Στην παραδουλεύτρα που έχασε τον άντρα της στην Αντίσταση, στα παιδιά γενικά, στη θετή του κόρη, μα και στο γατί του, στο καναρίνι του που το άφηνε να πετά ελεύθερο στο σπίτι, στα χελιδόνια που τα βοήθησε να χτίσουν τη φωλιά τους δίνοντάς τους βαμβάκι.

17 Νοεμβρίου 1974. Πρώτη επέτειος του Πολυτεχνείου, ένα μήνα πριν το θάνατό του. Δίνει ένα μήνυμα στον ιχθυοπώλη (που προαναφέραμε) να του το πάει. Ακούγεται από τα μεγάφωνα. Ο κόσμος σταματούσε πλημμυρισμένος συγκίνηση. Υπάρχουν στην παγκόσμια λογοτεχνία καθιερωμένα ονόματα που στα έργα τους λείπει ο παλμός της συγκίνησης, της διάχυτης συγκίνησης που υπάρχει στο βαρναλικό έργο".


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ