Σάββατο 7 Μάρτη 2020 - Κυριακή 8 Μάρτη 2020
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 18
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗ «ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ»
Μετάβαση σε «νέο μοντέλο» καπιταλιστικής ανάπτυξης με τους εργαζόμενους να σηκώνουν τις επιπτώσεις

Η «πράσινη ανάπτυξη» δίνει ιδιαίτερα κερδοφόρα διέξοδο και στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, οξύνοντας ταυτόχρονα τους ανταγωνισμούς

AP

Η «πράσινη ανάπτυξη» δίνει ιδιαίτερα κερδοφόρα διέξοδο και στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, οξύνοντας ταυτόχρονα τους ανταγωνισμούς
Διάχυτη από την ανησυχία για την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας και την απαίτηση επιτάχυνσης των αναδιαρθρώσεων με οδηγό την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», προκειμένου να θωρακιστούν η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων της ΕΕ απέναντι στους ανταγωνιστές τους, ΗΠΑ και Κίνα, είναι η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ετήσια στρατηγική για τη «βιώσιμη ανάπτυξη».

Απαραίτητη προϋπόθεση της στρατηγικής της ΕΕ για την καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία θα βασιστεί στις «πράσινες» επενδύσεις και τις νέες τεχνολογίες, με ταυτόχρονη καταστροφή κεφαλαίου προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για αυτές τις επενδύσεις, πάντα με γενναία κρατική χρηματοδότηση, είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά στρώματα από την πλευρά τους δεν έχουν τίποτα να προσμένουν από τη μετάβαση αυτή, καθώς, όπως προειδοποιεί και η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα υποστούν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της, ειδικά σε Περιφέρειες που σχεδιάζεται να απεξαρτηθούν από τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που ήδη το βιώνουν τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, όπως στη Δυτική Μακεδονία ελέω «απολιγνιτοποίησης». Για αυτόν το λόγο, τα επιτελεία της ΕΕ τονίζουν την ανάγκη λήψης μέτρων διαχείρισης της ανεργίας και της ακραίας φτώχειας.

Οι στόχοι της «βιώσιμης ανάπτυξης» θα βρεθούν στο επίκεντρο της χάραξης πολιτικής και της δράσης της ΕΕ, με εφαρμογή ενός «παγιωμένου πλαισίου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης», το οποίο θα συνοδεύσει τα κράτη της ΕΕ στους μετασχηματισμούς αυτούς, «οι οποίοι έχουν επιπτώσεις στο σύνολο της οικονομίας».

«Θολές» οι οικονομικές προοπτικές της ΕΕ

Πριν ακόμα εμφανιστούν τα πρώτα «συμπτώματα» στην οικονομία από την διάδοση του νέου κορονοϊού, τα επιτελεία της ΕΕ επισημαίνουν τους κινδύνους που εγκυμονούν οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, με τις διαπιστώσεις τους να αποτυπώνουν τις αξεπέραστες αντιφάσεις από τις οποίες σπαράσσεται το καπιταλιστικό σύστημα: «Ενώ σήμερα διανύει το έβδομο συνεχόμενο έτος ανάπτυξής της, οι εξωτερικές και γεωπολιτικές προοπτικές γίνονται θαμπές, η αβεβαιότητα αυξάνεται και η Ευρώπη φαίνεται να οδεύει προς μια περίοδο υποτονικής ανάπτυξης και χαμηλού πληθωρισμού». Παρά λοιπόν τα θετικά στοιχεία που αναμένεται να συνεχιστούν και το 2021, υπογραμμίζεται ότι οι αναπτυξιακές προοπτικές έχουν αποδυναμωθεί, αφού «οι επενδύσεις και η δυνητική ανάπτυξη παραμένουν ακόμη κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα», αναμένεται «επιδείνωση» στα δημοσιονομικά ισοζύγια των κρατών - μελών, ενώ και το «γεωπολιτικό περιβάλλον» είναι «πολύ λιγότερο υποστηρικτικό». Επίσης εντοπίζεται ότι «οι παγκόσμιες προοπτικές ανάπτυξης είναι εύθραυστες. Οι εμπορικές εντάσεις στον μεταποιητικό τομέα και η γεωπολιτική αβεβαιότητα έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις επενδυτικές αποφάσεις».

Η ευρωπαϊκή οικονομία λοιπόν φαίνεται να βαδίζει προς μια περίοδο υποτονικής ανάπτυξης, καθώς το ΑΕΠ Ευρωζώνης προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,2% το 2020 και το 2021.

«Οι μεσοπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές παρεμποδίζονται από τη γήρανση του πληθυσμού, την υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας και τον αυξανόμενο αντίκτυπο της υποβάθμισης του περιβάλλοντος», συνεχίζει η ανακοίνωση και προσθέτει πως παρά την αναμενόμενη μείωση του εργατικού δυναμικού της ΕΕ κατά 12 μονάδες έως το 2060, οι διαρθρωτικές αλλαγές θα οδηγήσουν σε απώλεια θέσεων εργασίας, για την οποία η ΕΕ θέλει να προετοιμαστεί. Παρ' όλα αυτά, επισημαίνεται πως η προσπάθεια στήριξης των ατόμων που πλήττονται περισσότερο από τις αλλαγές θα οδηγήσει στην ένταξη στην αγορά εργασίας εργαζομένων με χαμηλότερη ειδίκευση, πράγμα που μπορεί «να μειώσει βραχυπρόθεσμα τη μέση παραγωγικότητα», δηλαδή εκεί που «πονάει» σε σχέση με την ανταγωνίστρια Κίνα.

Οι αλλαγές προς το μοντέλο «περιβαλλοντικής βιωσιμότητας» δεν αφορούν μονάχα τον τομέα της Ενέργειας, τον κατασκευαστικό τομέα και τον τομέα των μεταφορών, αλλά και τους τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας και των υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, οι αλλαγές αυτές προσφέρουν «μια μοναδική ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό του γηράσκοντος κεφαλαιακού αποθέματος της οικονομίας της ΕΕ».

Ενα νέο «μοντέλο ανάπτυξης» στα μέτρα της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου

Απέναντι στην αμηχανία που δημιουργούν στο κεφάλαιο οι οικονομικοί δείκτες, σε συνδυασμό με τις εκφρασμένες ανησυχίες οικονομολόγων και διάφορων επιτελείων σχετικά με την εμφάνιση νέας παγκόσμιας κρίσης, η Κομισιόν σημειώνει πως η ΕΕ και τα κράτη - μέλη της «πρέπει τώρα να ανταποκριθούν σε αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές με ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης». Σε βασικό εργαλείο ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και ώθησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης ανάγεται η «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» και το πέρασμα στην «ψηφιακή εποχή».

Αυτή η οικονομική ατζέντα, με βάση τους στόχους «βιώσιμης ανάπτυξης» των Ηνωμένων Εθνών, τονίζεται πως «πρέπει να μετασχηματίσει την Ενωση» με βάση τέσσερις συμπληρωματικές παραμέτρους:

Η πρώτη αποτελεί την επικέντρωση των προσπαθειών της ΕΕ στην προώθηση των «πράσινων επενδύσεων» με στόχο μια «κλιματικά ουδέτερη ήπειρο έως το 2050». Δεύτερη παράμετρος είναι η ανάπτυξη «νέων τεχνολογιών και βιώσιμων λύσεων», με τις οποίες η Κομισιόν φιλοδοξεί να θέσει τα ευρωπαϊκά μονοπώλια «στην πρώτη γραμμή της μελλοντικής οικονομικής ανάπτυξης και να καταστεί (σ.σ. η ΕΕ) παγκόσμιος ηγέτης σε έναν ολοένα και περισσότερο ψηφιοποιημένο κόσμο, μεταξύ άλλων σε βασικούς τομείς για την τεχνολογική της κυριαρχία, όπως η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η τεχνητή νοημοσύνη και η τεχνολογία 5G. Οι ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν καταλυτικό παράγοντα για την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία».

Τρίτον, τονίζεται πως η ΕΕ «πρέπει να ολοκληρώσει την Οικονομική και Νομισματική της Ενωση για να διασφαλίσει ότι όλα τα οικονομικά μέσα είναι έτοιμα και άμεσα διαθέσιμα στην περίπτωση που προκύψουν σημαντικοί δυσμενείς οικονομικοί κραδασμοί». Στο ενδεχόμενο εμφάνισης νέου γύρου καπιταλιστικής κρίσης, η ΕΕ προετοιμάζει τη χρηματοπιστωτική στήριξη του κεφαλαίου μέσω της Τραπεζικής Ενωσης και της Ενωσης Κεφαλαιαγορών.

Καπιταλιστικές επενδύσεις με κρατική χρηματοδότηση - «μαμούθ»

Η έκθεση προαναγγέλλει νέες καπιταλιστικές επενδύσεις με κρατική στήριξη και αξιοποίηση των δημοσιονομικών εργαλείων της ΕΕ ως μηχανισμού για μεταφορά κεφαλαίων σε νέα κερδοφόρα πεδία. Καθώς τμήματα του κεφαλαίου θα βγουν ζημιωμένα από αυτήν τη διαδικασία, είναι επόμενο να οξυνθούν οι αντιθέσεις για τη διανομή της κρατικής στήριξης και των ευρωενωσιακών κονδυλίων, αλλά και μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου για τον προσανατολισμό, μεταξύ «κερδισμένων» και «χαμένων».

Ο προϋπολογισμός της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027 προβλέπει τη διάθεση άνω του 1 τρισ. ευρώ, από τα οποία το 25%, δηλαδή 320 δισ. ευρώ θα οδηγηθούν προς τις «πράσινες» επενδύσεις. Από την άλλη, θα επενδυθούν ποσά στην έρευνα και την καινοτομία αιχμής, για παράδειγμα μέσω του προγράμματος «Ορίζων Ευρώπη», το οποίο θα διαθέσει 98 δισ. ευρώ για επενδύσεις στην καινοτομία εντός της ΕΕ.

«Ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα λειτουργήσει ως καταλύτης για τη μόχλευση βιώσιμων ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και θα διοχετεύει τη στήριξη της ΕΕ για τη μετάβαση σε καθαρή Ενέργεια εκεί όπου είναι περισσότερο αναγκαία», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Ενώ είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι το πρόγραμμα «InvestEU» αναμένεται να κινητοποιήσει πάνω από 650 δισ. ευρώ πρόσθετων επενδύσεων έως το 2027, μέσω της χρήσης εγγύησης της ΕΕ, αποτελώντας βασικό μέσο για την προσέλκυση ιδιωτικών χρηματοδοτικών πόρων με σκοπό την προώθηση των στόχων της ΕΕ.

Οι «πράσινες» επενδύσεις και η «ψηφιακή οικονομία» ουσιαστικά δίνουν τη δυνατότητα να επενδυθούν υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια και να αυξηθεί η παραγωγικότητα. Η επένδυση όμως σε νέες τεχνολογίες σημαίνει στην πράξη νέο γύρο συγκέντρωσης κεφαλαίων, αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου με ταυτόχρονη απαξίωση κλάδων - και μάλιστα βιομηχανικών στρατηγικής σημασίας - και επομένως καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, ιδιαίτερα εργατικού δυναμικού.

Βασικές προϋποθέσεις η αύξηση της παραγωγικότητας και η διαχείριση της φτώχειας

Ξεχωριστή αναφορά στη στρατηγική της ΕΕ γίνεται στην ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας των εργαζομένων, καθώς εντοπίζεται διαφορά στον ανταγωνισμό απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα αλλά και ανισομετρία της ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας εντός και της ίδιας της ΕΕ:

«Η αύξηση της παραγωγικότητας στην ΕΕ εξακολουθεί να είναι σημαντικά χαμηλότερη από το επίπεδο άλλων παγκόσμιων παραγόντων. Τη δεκαετία του 1980, τα κράτη - μέλη σταμάτησαν να συγκλίνουν με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, οι ανισότητες στο εσωτερικό της ΕΕ αυξήθηκαν, καθώς το 10% των περιφερειών που βρίσκονται στην κορυφή της κλίμακας είναι πάνω από έξι φορές πιο παραγωγικές από το 10% των περιφερειών που βρίσκονται στη βάση της κλίμακας».

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στο πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης ανοίγει τον δρόμο για την όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, την αύξηση της ανεργίας με ταυτόχρονη χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών, πράγμα που αναγνωρίζει και η ίδια η Κομισιόν. Αυτός είναι ο λόγος που η τέταρτη παράμετρος του νέου μοντέλου είναι ότι «η νέα οικονομική ατζέντα (...) πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στις περιφέρειες, στις βιομηχανίες και στους εργαζομένους οι οποίοι θα πρέπει να υποστούν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις της μετάβασης».

Οι επιπτώσεις της μετάβασης αυτής για τους εργαζόμενους εκτιμάται από την Κομισιόν πως θα είναι το βάθεμα των ανισοτήτων, πράγμα για το οποίο οι αστικές κυβερνήσεις της ΕΕ θα πρέπει να προετοιμαστούν. Ετσι, την ίδια στιγμή που η ραγδαία αυτή ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας γεννάει τη δυνατότητα για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, για πιο πολύπλευρη ικανοποίηση των αναγκών τους, ο εγκλωβισμός των τεράστιων παραγωγικών δυνάμεων στον στενό κορσέ του καπιταλιστικού κέρδους φέρνει στο επίκεντρο τη διαχείριση της ακραίας φτώχειας, της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης και των ανέργων:

«Στις περισσότερες χώρες της ΕΕ η φτώχεια των εργαζομένων παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση, καθώς περίπου 1 στους 10 εργαζομένους στην Ευρώπη αντιμετωπίζει κίνδυνο φτώχειας». Η ΕΕ, τονίζεται, πρέπει να ανταποκριθεί μεταξύ άλλων «στην αντιμετώπιση των κινδύνων που δημιουργεί το αυξανόμενο κοινωνικό χάσμα».

Για τη διαχείριση των αρνητικών επιπτώσεων που θα έχουν το άνοιγμα των αγορών και οι τεχνολογικές αλλαγές, η Κομισιόν προσβλέπει στη μεγαλύτερη συμβολή των «κοινωνικών εταίρων» για την εξουδετέρωση των λαϊκών αντιδράσεων, μέσω της «μεγαλύτερης στήριξης της ανάπτυξης των ικανοτήτων τους σε χώρες στις οποίες ο κοινωνικός διάλογος είναι ανεπαρκής».

Νέες παραγωγικές δυνατότητες που «στραγγαλίζονται» στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους

Μέσα από τα νέα προβλήματα και αντιθέσεις που βγάζει στην επιφάνεια η εποχή της «4ης βιομηχανικής επανάστασης», στην οποία οι επιχειρηματικοί όμιλοι της ΕΕ φιλοδοξούν να αποκτήσουν ηγετική θέση διεθνώς, αναδεικνύονται ακόμα πιο γλαφυρά τα αδιέξοδα του σημερινού καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.

Την ίδια στιγμή προβάλλει και η διέξοδος για την εργατική τάξη και το κίνημά της, που βρίσκεται στην αμφισβήτηση αυτού του δρόμου, στην πάλη για να φύγει από τη μέση το καπιταλιστικό κέρδος, το κυνήγι του οποίου εμποδίζει την ικανοποίηση των αναγκών της. Η «ψηφιακή εποχή» αναδεικνύει την υπεροχή της εργατικής εξουσίας, του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, με κοινωνικοποιημένα τα μέσα παραγωγής και κεντρικό σχεδιασμό, δηλαδή του δρόμου εκείνου που μπορεί να εξασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία, με βάση τον πλούτο που παράγεται.


Δ. Μ.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ