Στην εκδήλωση σύντομο χαιρετισμό θα πραγματοποιήσει ο Νίκος Αμπατιέλος, Γραμματέας του ΚΣ της ΚΝΕ, ενώ θα ακολουθήσουν προβολή αρχειακού υλικού και μουσικό αφιέρωμα. Στον χώρο του Στεκιού θα εκτίθενται, επίσης, το πρώτο βιολί, δύο κιθάρες και το λαούτο του Μ. Λοΐζου. Η είσοδος θα γίνεται με προσκλήσεις.
Το Στέκι της ΚΝΕ πλέον θα κοσμεί το πιάνο του Μάνου Λοΐζου, το οποίο πρόσφερε η κόρη του, Μυρσίνη, η οποία δήλωσε: «Είναι μία σημαντική στιγμή για μένα και σίγουρα θα το ήθελε και ο ίδιος ο πατέρας μου, λόγω της σχέσης του με το ΚΚΕ και την ΚΝΕ. Είναι μεγάλη χαρά τα μουσικά όργανα του Μάνου να βρίσκονται σ' ένα χώρο γεμάτο νέους, πολιτισμό και μουσική! Αυτό το πιάνο θα είναι για όσους νέους επισκέπτονται το Στέκι της ΚΝΕ μια συνέχεια του Μάνου...».
Ο Μ. Λοΐζος γεννήθηκε το 1937 στην Αλεξάνδρεια. Η αγάπη του για τη μουσική φανερώνεται από πολύ μικρή ηλικία. Ο ερχομός του για σπουδές στην Αθήνα το 1955 συμπίπτει με την καταλυτική εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι στο μουσικό στερέωμα. Παράλληλα, ο νεαρός Μάνος ανακαλύπτει το λαϊκό τραγούδι και τον Μίκη Θεοδωράκη.
Το πρώτο τραγούδι που μελοποίησε είναι το «Τραγούδι του Δρόμου» του Λόρκα, που το βρήκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Στις αρχές της δεκαετίας του '60 συμμετέχει ενεργά στον «Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής» (ΣΦΕΜ). Το 1962 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας στην παράσταση «Ομορφη Πόλη» του Θεοδωράκη και ένα χρόνο μετά διευθύνει τη χορωδία στη θρυλική παράσταση των Χατζιδάκι - Θεοδωράκη «Μια πόλη μαγική». Το 1964, ο ΣΦΕΜ οργανώνει την πρώτη κοινή συναυλία των Μ. Λοΐζου - Χρ. Λεοντή, στο «Ακροπόλ». Στις πρώτες θέσεις βρίσκονται οι Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος και Μίκης Θεοδωράκης.
Για τον αγαπημένο μας Μάνο Λοΐζο το τραγούδι ήταν μορφή έκφρασης και επικοινωνίας, ήταν πολιτική πράξη. «Το θέμα είναι να μπορείς να είσαι στρατευμένος και συγχρόνως γνήσιος καλλιτέχνης, λέγοντας αυτά που πιστεύεις», έλεγε. Το ανεξάντλητο ταλέντο του το έκανε «όπλο» στην πάλη για έναν καλύτερο κόσμο. «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά».