Copyright 2023 The Associated |
Οπως άλλωστε κωδικοποιεί η Επιτροπή: «Μετά από μια ισχυρή επέκταση μετά την πανδημία το 2021 και το 2022, η οικονομία της ΕΕ έχει χάσει τη δυναμική της. Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε πολύ ήπια το τέταρτο τρίμηνο του 2022 και μόλις αυξήθηκε τα τρία πρώτα τρίμηνα του τρέχοντος έτους. Το υψηλό κόστος ζωής είχε βαρύτερο τίμημα από το αναμενόμενο. Από την εξωτερική πλευρά, το παγκόσμιο εμπόριο παρείχε μικρή υποστήριξη. (...) η απάντηση της νομισματικής πολιτικής στον υψηλό πληθωρισμό διαπερνά την οικονομία και η δημοσιονομική στήριξη καταργείται εν μέρει», με τα μέτρα που παίρνει η ιμπεριαλιστική ένωση να ρίχνουν αλάτι στις αγιάτρευτες πληγές των καπιταλιστικών οικονομιών.
Με αυτό το φόντο η Κομισιόν μειώνει παραπέρα τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη, προβλέποντας αύξηση μόλις 0,6% φέτος για την ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ, 0,2% χαμηλότερο από τις καλοκαιρινές εκτιμήσεις και με ακόμη μεγαλύτερη αναθεώρηση 0,4% προς τα κάτω σε σύγκριση με τις Εαρινές Προβλέψεις. Αναθεώρηση προς τα κάτω (0,1%) υπάρχει και για τις εκτιμήσεις για την επόμενη χρονιά, όπου η ανάπτυξη προβλέπεται επίσης να κάνει «χαμηλές πτήσεις» στο 1,3%.
Η Επιτροπή περιγράφοντας το «τέλειο αδιέξοδο» σημειώνει ακόμη:
Τη «διέξοδο» από το αδιέξοδο αυτό η Κομισιόν την δείχνει με τη «χαλάρωση των περιορισμών στην παραγωγή (...) για τη στήριξη των επενδύσεων» και τις «επενδύσεις σε υποδομές που αναμένεται επίσης να αυξηθούν, επωφελούμενοι από τις δημόσιες δαπάνες και τη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» (RRF) και τα ταμεία της «πολιτικής συνοχής», με τους λαούς να πληρώνουν το μάρμαρο με νέα αντεργατικά μέτρα και μνημόνια στη νιοστή.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα η Κομισιόν προβλέπει ανάπτυξη κατά 2,4% το 2023 και παραπέρα μείωση σε 2,2% έως το 2025. Κι αυτό με «καύσιμο» το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP), το υπερμνημόνιο δηλαδή σε βάρος του λαού, και «μια ανθεκτική αγορά εργασίας», με τους νόμους για τα απλήρωτα 10ωρα, τη δουλειά - λάστιχο και τους πραγματικούς μισθούς πίσω από εκεί που βρίσκονταν πριν μια δεκαετία.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός προβλέπεται να «τρέχει» με 4,3% φέτος, 2,8% του χρόνου και να πλησιάσει το 2,1%... σε 2 χρόνια, με τους εργαζόμενους ενδιάμεσα να βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται. Μάλιστα η έκθεση λέει ότι «μακροπρόθεσμα, η αναμενόμενη ισχυρότερη αύξηση των μισθών που συνδέεται με μια στενή αγορά εργασίας αναμένεται να προσθέσει ανοδική πίεση στις τιμές», «δείχνοντας» δηλαδή ως υπαίτιες των ανατιμήσεων τις υποτιθέμενες αυξήσεις των μισθών και στέλνοντας (όπως και το ΔΝΤ μια μέρα πριν) σήμα για «πάγωμα» των όποιων αυξήσεων...
Η έκθεση άλλωστε μιλάει για συρρίκνωση των πραγματικών αποδοχών των εργαζομένων το 2022 και αύξησή τους μέσα στο 2023, λόγω των ονομαστικών αυξήσεων που ούτε κατά διάνοια δεν καλύπτουν τις απώλειες των προηγούμενων πολλών χρόνων.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να συρρικνωθεί περαιτέρω στο 0,9% «λόγω της συγκρατημένης αύξησης των δαπανών και των υψηλότερων εσόδων», από τα ματωμένα πλεονάσματα και τις περικοπές, με την Κομισιόν να λέει χαρακτηριστικά πως «αυτό μπορεί να αποδοθεί κυρίως στη σταδιακή κατάργηση μέτρων, όπως το έκτακτο επίδομα για τους συνταξιούχους και η κοινωνική μεταφορά του "market pass", τα οποία δεν αναμένεται να παραταθούν πέραν του 2023. Επίσης, οι δαπάνες που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές το καλοκαίρι του 2023 αναμένεται να μειωθούν το 2024», παραπέμποντας δηλαδή ακόμα πιο μέσα στις ελληνικές καλένδες τις αποζημιώσεις και την αποκατάσταση της περιοχής.
Ενώ η Κομισιόν βλέπει επιπλέον και μείωση του υψηλού δείκτη δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, εν μέρει και λόγω του πληθωρισμού, στο 151,9% του χρόνου και 147,9% το 2025 (λόγος χρέους προς ΑΕΠ).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι το θετικό πρόσημο για φέτος βασίστηκε στην κατανάλωση - από τη «συσσωρευμένη ζήτηση, ιδίως στις υπηρεσίες», όπου περιλαμβάνεται και ο τουρισμός και με βάση τις τιμές - «φωτιά» για τα λαϊκά στρώματα, ενώ η «σημαντική πτώση των εισαγωγών (σ.σ. από την διαφαινόμενη ύφεση στην Ευρωζώνη) οδήγησε σε θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών που παρουσίαζαν χαμηλές επιδόσεις τα τελευταία τρίμηνα». Επισημαίνει ακόμα πως «η επενδυτική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε σημαντικά μετά την άνοδο το τελευταίο τρίμηνο του 2022».