«Θα συνεχίσουμε το ίδιο μείγμα της πολιτικής που εφαρμόζουμε με τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», τόνισε χαρακτηριστικά, βάζοντας για προτεραιότητες «τη δημοσιονομική σταθερότητα, δηλαδή να μη δίνουμε περισσότερα από όσα έχουμε, την προώθηση των επενδύσεων και της υγιούς επιχειρηματικότητας και την πολιτική της κοινωνικής συνοχής», που βέβαια συνίσταται στα ψίχουλα που δίνει η κυβέρνηση κατά διαστήματα, στους πλέον εξαθλιωμένους, παίρνοντας χρήματα από τους λιγότερο φτωχούς, την ίδια ώρα που χρηματοδοτεί αθρόα το μεγάλο κεφάλαιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, και με το ψευτοεπιχείρημα ότι στους μισθούς η Ελλάδα στην ΕΕ είναι «στη 10η θέση ενώ ήμασταν στη 18η», την ώρα που το λαϊκό εισόδημα καταβυθίζεται κάτω από τα αλλεπάλληλα κύματα ακρίβειας, κατέφυγε στο ψέμα ότι «όταν η οικονομία της χώρας πάει μπροστά, κερδίζουν και οι ευάλωτοι». Πρόκειται για άλλη μια προσπάθεια της κυβέρνησης να κοροϊδέψει τους εργαζόμενους ότι η αύξηση των κερδών του κεφαλαίου έχει θετικά αποτελέσματα για όλους, όταν αυτό καταρρίπτεται καθημερινά στην πραγματικότητα, με τη ζωή της εργατικής τάξης να χειροτερεύει συνεχώς.
Ο υπουργός συνέχισε να επιδίδεται σε θριαμβολογίες για την πορεία της οικονομίας επικαλούμενος διάφορους δείκτες της οικονομίας του κεφαλαίου. Ετσι, έκανε λόγο για μείωση της ανεργίας και του πληθωρισμού, για αύξηση των εσόδων του κράτους, για αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των τουριστικών εισπράξεων. Υπογράμμισε ότι «η Ελλάδα είναι 3η σε ολόκληρη την ΕΕ» σε προσέλκυση «επενδύσεων», με «ρεκόρ των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων όλης της τελευταίας 20ετίας», ενώ «στις εξαγωγές φτάσαμε σε ρεκόρ επίσης όλων των εποχών με 49% του ΑΕΠ».
Στο μεταξύ, για το ιδιωτικό χρέος, που συνεχώς ανεβαίνει αντί να πέφτει, παρότι βρισκόμαστε σε τροχιά «ανάπτυξης», όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση, το μόνο που βρήκε να πει είναι ότι είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, την ώρα που τα λαϊκά νοικοκυριά δανείζονται και για τα απαραίτητα ακόμα.
Προσπαθώντας, άλλωστε, να καλλιεργήσει μια επίπλαστη ευφορία για δήθεν καλύτερες μέρες, ανέφερε ότι οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για το 2024 αναφέρουν πως ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι 2,9%, το ΑΕΠ θα ανέβει από τα 222,8 δισ. στα 233 δισ. ευρώ, οι επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 15,1% και η ανεργία θα αποκλιμακωθεί παραπέρα κατά 0,1%. Στο μεταξύ, τα ίδια πάνω - κάτω έλεγαν και πέρυσι, με τη γνωστή συνέχεια για τον λαό, τις τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα να προκαλούν ηλεκτροσόκ και αυτές στο ράφι σε όλα τα είδη πλατιάς κατανάλωσης να εκτοξεύονται, δείχνοντας στην πράξη ποιον αφορούν τέτοιοι πανηγυρισμοί και επιδόσεις.