Τρίτη 2 Ιούλη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Στο «πηγάδι»

Δυο χρόνια τώρα τα αρθριτικά την είχαν καθηλώσει σχεδόν στο κρεβάτι και δεν μπορούσε να βγει έξω. Μόνο μέχρι το μπαλκονάκι της μπορούσε να συρθεί κι όταν ο καιρός ήταν καλός, καθόταν εκεί να πάρει λίγο αέρα και ν' αγναντέψει τον έξω κόσμο που τον είχε στερηθεί. Το μικρό διαμέρισμά της, όμως, ήταν ισόγειο και εσωτερικό και έτσι, όταν έβγαινε στον εξώστη, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ξεγελάει τον εαυτό της. Γιατί ούτε αέρας έφτανε εκεί, ούτε μπορούσε να δει όσα επιθυμούσε. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ήταν σαν να μην έβγαινε έξω, αλλά σαν να πήγαινε και να καθόταν μέσα σε ένα όρυγμα, σε ένα πηγάδι. Σε ένα πηγάδι, που ο πάτος του ήταν το μπαλκονάκι της και τοιχώματά του τα ντουβάρια των πολυκατοικιών που υψώνονταν γύρω γύρω, ξεφτισμένες, καπνισμένες και θλιβερές.

Οταν η ηλικιωμένη γυναίκα έβλεπε τις άχαρες πολυκατοικίες που την τριγύριζαν, έπιανε και γύριζε τον τροχό του χρόνου πίσω και τότε ζωντάνευαν άλλες εικόνες μπροστά της. Εβλεπε, δηλαδή, να ξεπροβάλλουν σπιτάκια με αυλές, αρχοντικά με μαρμαρένια περιστύλια και περίτεχνες σιδεριές, αλάνες γεμάτες παιδιά, δρόμους με ακακίες και μουριές και ένα γύρω από την πόλη έβλεπε λόφους δασωμένους με πεύκα κι αγριλιές. Και από τα κατάφυτα υψώματα κατέβαινε ένα αεράκι που μύριζε θυμάρι και σμύρτα και ο ουρανός ήταν καταγάλανος και στραφτάλιζε στο φως του ήλιου σαν μαργαριτάρι...

Ενα ευτυχισμένο χαμόγελο απλωνόταν τότε στο πρόσωπο της κυρούλας, αλλά η ευφορία της δεν κρατούσε πολύ. Οι παλιές εποχές ξεστράτιζαν γρήγορα από τη φαντασία της κι έρχονταν να πάρουν τη θέση τους τα νεότερα χρόνια, για να προβάλουν πλέον μπροστά της φρικιαστικές σκηνές. Μπουλντόζες έφερναν τώρα βόλτα τις γειτονιές και γκρέμιζαν σπιτάκια και αρχοντικά ανελέητα. Και χάνονταν οι αυλές και οι αλάνες και ξεπηδούσαν παντού πολυκατοικίες. Στην αρχή, αυτά τα μεγαθήρια έπνιξαν το κέντρο, αλλά σύντομα άρχισαν να σκαρφαλώνουν και στα υψώματα και να πνίγουν σαν θηλιά την πόλη. Μιλιούνια, βλέπεις, είχαν μαζέψει οι άρχοντες τους προλετάριους στην πρωτεύουσα, για να υπάρχουν φτηνά εργατικά χέρια και να γεμίζουν έτσι εύκολα τον μπεζαχτά τους οι μεγαλοαστοί. Σπίτια - κλουβιά, λοιπόν, και φουγάρα γέμισε ένα γύρω η πόλη και τίποτε όμορφο δεν απόμεινε. Παραδόθηκαν όλα στη σκαπάνη μιας στρεβλής ανάπτυξης και στην ασυδοσία του κεφαλαίου, με τις ευλογίες όλων όσοι, από το προσκήνιο ή το παρασκήνιο, κυβερνούσαν ή μάλλον διαγούμιζαν τον τόπο...

Δάκρυζε πάντα η ηλικιωμένη γυναίκα, όταν θυμόταν τα χρόνια της καταστροφής και έτσι συνέχιζε να κάνει και τον τελευταίο καιρό, γιατί απομονωμένη καθώς ήταν δεν είχε μάθει τα καλά νέα. Οτι, δηλαδή, ενόψει των δημοτικών εκλογών, «σωτήρες» διάφοροι είχαν εμφανιστεί στη σκηνή και διατυμπάνιζαν πως αν ο λαός τούς ψήφιζε θα ξανάδιναν στην πόλη την παλιά της ομορφιά και θα την έκαναν ανθρώπινη και ζεστή. Τίποτε από όλα αυτά τα χαρμόσυνα δεν είχε μάθει η κυρούλα. Και έτσι, αντί να ονειρεύεται παραδείσους, εξακολουθούσε να κοιτάει περίλυπη τα άχαρα ντουβάρια των πολυκατοικιών και να προσπαθεί άδικα να δει ένα κομμάτι ουρανού, εκεί στον πάτο του ορύγματος, όπου την είχαν ρίξει οι πολιτικοί προπάτορες των σημερινών «σωτήρων»...

Κι αυτές τις θλιβερές ώρες που η κυρούλα καθόταν στο μπαλκόνι της, κυκλωμένη από το τσιμέντο, το μολυσμένο αέρα και την ερημιά, δεν ήταν απλώς μια ύπαρξη που ξετύλιγε τραγικά τις τελευταίες οργιές από το νήμα της ζωής της. Ηταν - έμοιαζε να ήταν - η ίδια η πόλη, που με όμοιο τρόπο θα τελείωνε σύντομα κι αυτή, αν παρέδιδε ξανά τις τύχες της στους ψευτοσωτήρες.


Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ