O μηχανισμός του Σχεδίου λειτούργησε ως εξής:
Κάθε χώρα - μέλος υπέβαλλε κάθε χρόνο πρόγραμμα στον ΟΕΟΣ. Ο τελευταίος, έχοντας μελετήσει όλα τα προγράμματα, έκανε συστάσεις στη ΔΟΣ, η οποία έκανε συστηματικό έλεγχο σχετικά με την κατεύθυνση του προγράμματος κάθε χώρας, στα πλαίσια του γενικού προγράμματος. Οι κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις των χωρών - μελών πλήρωναν τα εφόδια σε νόμισμα της χώρας τους και αυτές οι πληρωμές χρησιμοποιούνταν σαν κεφάλαιο χρηματοδότησης του προγράμματος των έργων, με τον απαράβατο όρο ότι αυτά θα είχαν εγκριθεί από τη ΔΟΣ. Το 5% των κεφαλαίων αφιερωνόταν στην κάλυψη των εξόδων της λειτουργίας της ΔΟΣ στην Ευρώπη και στην αγορά κρίσιμων υλικών από τις ΗΠΑ.
Τα συνολικά ποσά που διακίνησε το Σχέδιο Μάρσαλ ποικίλλουν ανάλογα με τις εκτιμήσεις, αλλά οι διαφορές των εκτιμήσεων δεν είναι μεγάλες και όλες οι πηγές συμφωνούν ότι επρόκειτο για πολύ σημαντικά ποσά. Οι πιο έγκυρες εκτιμήσεις εκτείνονται από τα 12,5 δισεκατομμύρια έως τα 17 δισεκατομμύρια δολάρια σε τιμές της εποχής, δηλαδή τουλάχιστον τριπλάσια ποσά σε σημερινές τιμές. Υπολογίζεται ότι το 60% των ποσών αυτών κατευθύνθηκε προς τη Γερμανία, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία» (Θ. Παπαρήγας, «Ριζοσπάστης» 15/6/1997).
Ενίσχυση της "ελεύθερης επιχείρησης" και της διακίνησής της, ιδιαίτερα όταν προερχόταν από τις ΗΠΑ, μείωση των τελωνειακών δασμών, εξασφάλιση "οικονομικής σταθερότητας", παροχή στις ΗΠΑ ειδικών εμπορευμάτων που αυτές είχαν ανάγκη, δημιουργία ειδικών κεφαλαίων υπό τον έλεγχο των ΗΠΑ και υποβολή σ' αυτές τακτικών και πλήρων απολογισμών για τη χρήση των μέσων που είχαν δοθεί στις χώρες - μέλη» (Θ. Παπαρήγας, «Ριζοσπάστης» 18/6/1997).
Ενας βασικός στόχος του σχεδίου ήταν η αποκατάσταση των αγορών στην Ευρώπη για την ανεύρεση διεξόδων τοποθέτησης των προϊόντων της βιομηχανίας των ΗΠΑ. Ουσιαστικά, μέσω της εξαγωγής κεφαλαίων από τις ΗΠΑ στις ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργούνταν συνθήκες σταθεροποίησης και ενίσχυσης των καπιταλιστικών οικονομιών. Ετσι, αφ' ενός, θα δημιουργούνταν προϋποθέσεις ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων των χωρών αυτών μετά τις καταστροφές του πολέμου, και, αφ' ετέρου, εκτός από τις όποιες εισαγωγές από τις ΗΠΑ, να προστατευτεί η εγχώρια αγορά από άλλες χώρες. Και εδώ παρατηρείται η συνύπαρξη απελευθέρωσης (εισαγωγές από ΗΠΑ), με την προστασία, σε μια προσπάθεια σχεδιασμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Βεβαίως, δεν πρέπει να αφαιρεθούμε και από τον πολιτικό στόχο της σταθεροποίησης του καπιταλισμού σ' αυτές τις χώρες, απέναντι στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα και σε συνδυασμό με την ύπαρξη πλέον του σοσιαλιστικού συστήματος.
«Η ΕΕ, ως ενιαία εσωτερική αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ενιαίο σύστημα προστατευτισμού των εθνικών οικονομιών των κρατών - μελών της έναντι τρίτων, σε συνθήκες βέβαια ανισόμετρης ανάπτυξης και αποτύπωσης του εσωτερικού συσχετισμού, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας απέναντι στις ισχυρές καπιταλιστικές αγορές των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και των σφαιρών επιρροής τους» (Από τη διάλεξη του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2002 σελ. 101).
Βεβαίως, η απελευθέρωση των καπιταλιστικών αγορών απέναντι στην είσοδο κεφαλαίων και εμπορευμάτων δεν ωφελεί μόνο το κεφάλαιο της χώρας που εξάγει, αλλά και της χώρας που εισάγει. Ανεξάρτητα αν αυτό, επίσης, γίνεται σε ανισότιμη βάση, ή ακόμη και ανεξάρτητα από το αν στη χώρα που εξάγει, κυρίως κεφάλαια, μπορεί να δημιουργεί προβλήματα, π.χ. ανεργίας, ή στη χώρα που εισάγει να εντείνεται η εκμετάλλευση. `Η, ανεξάρτητα από το αν στη χώρα που εισάγει εμπορεύματα μπορεί, π.χ., να οξύνεται η ανεργία. Και αυτές οι πολιτικές εφαρμόζονται μετά από διακρατικές συμφωνίες.
«Η απελευθέρωση στην κίνηση κεφαλαίων (κυρίως με την έννοια της άρσης προηγούμενων συναλλαγματικών ελέγχων και φραγμών) δεν έγινε γιατί συνέφερε μόνο κάποια καπιταλιστική "μητρόπολη" κεφαλαίων. Συνέφερε, ταυτόχρονα, και την καπιταλιστική "περιφέρεια", από τη σκοπιά του κεφαλαίου.
Ειδικότερα όσον αφορά την απελευθέρωση στην κίνηση εμπορευμάτων, βεβαίως υπήρχαν προσαρμογές στις διακρατικές ρυθμίσεις, στα πλαίσια της διεθνούς κίνησης του κεφαλαίου, της διεθνοποίησης αγορών, της πολυπλόκαμης διακλάδωσης των μονοπωλίων σε διάφορες καπιταλιστικές αγορές.
Αλλά και η απελευθέρωση στην κίνηση εμπορευμάτων, όπως και στην κίνηση των κεφαλαίων, σε καμιά περίπτωση δε σήμαινε άρση της κρατικής ρύθμισης.
Οι εκάστοτε κρατικές ρυθμίσεις διαπλέκονται με τις διακρατικές ρυθμίσεις, οι οποίες αποτύπωναν και αποτυπώνουν θέσεις ισχύος μονοπωλιακών ομίλων, καπιταλιστικών κρατών σε μια διακρατική καπιταλιστική ένωση ή και ανάμεσα σε διαφορετικές τέτοιες ενώσεις, σε κέντρα του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Σ' αυτήν τη διαπλοκή τους, άλλωστε, εκφράζεται συνολικά το στοιχείο της κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης» (Ελένης Μπέλλου, «Πίσω από τις χρηματιστηριακές και νομισματικές κρίσεις», ΚΟΜΕΠ, τ. 5, 1998).
Επομένως, η απελευθέρωση σε μια συγκεκριμένη φάση εξέλιξης του καπιταλισμού, αφ' ενός, δε γίνεται χωρίς μια μορφή προστασίας, αφ' ετέρου, είναι ωφέλιμη, γι' αυτό άλλωστε και γίνεται, και για τη χώρα που εισάγει κεφάλαια, όπως και γι' αυτήν που τα εξάγει.