Τρίτη 13 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Η φάμπρικα

Οσες φορές περνούσε κοντά από το εγκαταλειμμένο υφαντουργείο με τους ξεφτισμένους τοίχους και τα σπασμένα τζάμια ένιωθε να σφίγγεται η καρδιά της. Απέστρεφε το βλέμμα της από το ρημαγμένο κτίριο και τάχυνε το βήμα της για να το προσπεράσει γρήγορα, λες και φοβόταν μήπως και ξεπεταχτούν φαντάσματα από μέσα. Μήπως πεταχτεί ξαφνικά εκείνος ο απαίσιος επιστάτης ο Πανάγος ή και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας, ο Θεοφιλόπουλος, που η απληστία του ήταν απέραντη και η σκληρότητά του παροιμιώδης.

Κοριτσόπουλο δεκαπέντε χρόνων είχε μπει μέσα σ' αυτό το εργοστάσιο και επί είκοσι πέντε χρόνια δούλεψε σαν σκλάβα σκυμμένη οχτώ ώρες κάθε μέρα πάνω στους αργαλειούς. Νερό ήθελε να πιει και το σκεφτόταν, γιατί ο Πανάγος, ο ξεπουλημένος στην εργοδοσία, στεκόταν παραπέρα και σημείωνε πόσες φορές στη βάρδια σταμάτησες τη δουλιά για να βρέξεις τα χείλη σου, πόσες φορές έσκυψες για να πεις κάτι στη διπλανή σου και πόσες φορές σήκωσες το κεφάλι σου για να κοιτάξεις λίγο έξω από τα παραθυράκια της φάμπρικας, όπου φαινόταν ένα κομματάκι ουρανού. Και μόλις τελείωνε η βάρδια, ο Πανάγος προσκόμιζε τις σημειώσεις στον εργοστασιάρχη, για να δει αυτός ποιους έπρεπε να απολύσει στο τέλος της βδομάδας για «μειωμένη απόδοση»!

* * *

Μια δυο φορές έτυχε να περάσει μόνη της και νύχτα έξω από το παλιό υφαντουργείο, που είχε γίνει πια φωλιά αρουραίων και καταφύγιο των αδέσποτων τετραπόδων της περιοχής. Και αισθάνθηκε τόση ταραχή, τόσο φόβο, ώστε κάποιους θορύβους από τα ζώα, που κυκλοφορούσαν μέσα, τους πέρασε για ανθρώπινες ομιλίες στην αρχή κι έπειτα για φωνές δυνατές. Ναι, σα να της φάνηκε πως άκουσε ξαφνικά εκείνη την κραυγή πόνου που είχε βγάλει η καημένη μεροκαματιάρισσα, η Αγγελική, όταν της άρπαξε μια μέρα η μηχανή το χέρι και της το λιάνισε. Κι έπειτα - τι παραίσθηση! - άκουσε και τη σκυλιασμένη φωνή του Πανάγου, που φώναζε στις αναστατωμένες εργάτριες: «Εμπρός, στις θέσεις σας όλες. Τι παρατήσατε τις μηχανές, λες κι έγινε τίποτε σπουδαίο;»!

Κι έπειτα οι θόρυβοι μέσα από το ρημαγμένο κτίριο άρχισαν, λέει, να μοιάζουν σαν την οχλοβοή που ακουγόταν εκείνη τη μέρα που είχαν ξεσηκωθεί οι εργάτριες, ζητώντας αύξηση στα μεροκάματα. Και της φάνηκε πως άκουσε ως και τα μουγκρητά που έβγαζε ο Θεοφιλόπουλος, όταν ήρθε να μιλήσει με τις «επαναστάτριες». Γρύλιζε κυριολεκτικά σαν γουρούνι, πνιγμένος στα ξίγκια του και στον ιδρώτα, που του τον σκούπιζε κάθε τόσο δουλικά ο Πανάγος.

* * *

Οσες φορές περνούσε κοντά από το εγκαταλειμμένο υφαντουργείο ένιωθε να σφίγγεται η καρδιά της. Και αυτή και οι άλλες εργάτριες είχαν μαρτυρήσει για χρόνια μέσα σ' αυτό το «Νταχάου». Ο Θεοφιλόπουλος τις υπερεκμεταλλευόταν, τις ξεθέωνε και όταν μια μέρα είδε ότι δεν έβγαζε όσα ήθελε, έβαλε λουκέτο στη φάμπρικα και άφησε στο δρόμο 150 ψυχές. Πήρε ο κύριος το καπελάκι του και έφυγε για την αλλοδαπή, όπου είχε γερές καταθέσεις και συνέχισε εκεί τις μπίζνες του.

Πίσω οι εκατόν πενήντα εργάτριες άρχισαν να αναζητούν απεγνωσμένα μια νέα δουλιά και πολλά τράβηξαν μέχρι να ξαναβρούν - όσες βρήκαν - μεροκάματο. Ο μόνος που βολεύτηκε αμέσως ήταν ο Πανάγος. Οι χαφιέδες, βλέπετε, είναι πάντα χρήσιμοι στα αφεντικά...

Σημείωση: Η ιστορία αυτή συνέβη πριν πολλά χρόνια. Θα μπορούσε, όμως, κάλλιστα να είναι και μια ιστορία των ημερών μας. Γιατί και σήμερα τα ίδια ακριβώς εγκλήματα διαπράττει ο καπιταλισμός σε βάρος της εργατικής τάξης. Το λουκέτο που μπήκε προχτές στη «Σίσσερ Πάλκο» πιστοποιεί αυτήν την αλήθεια.


Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ