Οι «Αρχές της νομοθεσίας της ΕΣΣΔ και των Ενωσιακών Δημοκρατιών για την εργασία» κατοχύρωναν τη διάρκεια του εβδομαδιαίου εργάσιμου χρόνου των εργατοϋπαλλήλων στις επιχειρήσεις, στα ιδρύματα και τις οργανώσεις, που δεν μπορούσε να ξεπερνά τις 41 ώρες. Για τους εργατοϋπαλλήλους ηλικίας 16-18 χρόνων είχε καθιερωθεί μειωμένη εργάσιμη εβδομάδα 36 ωρών, για τους εργατοϋπαλλήλους 15-16 χρόνων εργάσιμη εβδομάδα 24 ωρών και για όσους δούλευαν σε ανθυγιεινές εργασίες εργάσιμη εβδομάδα μέχρι 36 ώρες. Μειωμένη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου είχε καθιερωθεί επίσης για τους δασκάλους, τους γιατρούς και μερικές άλλες ειδικότητες. Ο ημερήσιος εργάσιμος χρόνος ήταν σταθερός και από το 1957 και μετά ίσχυε το 7ωρο - 5ήμερο. Για τη νυχτερινή εργασία (από τις 10 το βράδυ έως τις 6 το πρωί), η διάρκεια της δουλιάς ήταν μειωμένη κατά μια ώρα.
Σε όλους τους εργαζόμενους, εξασφαλίζονταν μέρες εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιες άδειες με αποδοχές. Επίσης για την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, η λαϊκή εξουσία είχε δημιουργήσει και τις ανάλογες προϋποθέσεις, όπως αναπαυτήρια, δίκτυο πολιτιστικών, ενημερωτικών και υγειονομικών ιδρυμάτων.
Σήμερον η Σοβιετική Ενωσις, επί του συνόλου προϋπολογισμού της του 1929 - '30, εξ 11,4 δισεκατ. ρουβλίων, διέθεσεν υπέρ των κοινωνικών ασφαλίσεων 1,1 δισεκατ. ρούβλια, χωρίς το παράπανω να ενοχλήση τους εργαζομένους, εξ αυτών δε των ασφαλίστρων προσέφερε και όλην την υγειονομικήν περίθαλψιν εις τους μη ησφαλισμένους.
Επί 11,4 δισεκατ., εκτός των 1,100 εκατ., διετέθησαν και 2,400 εκατ. διά κοινωνικούς και πνευματικούς σκοπούς.
Αν εφαρμόσουν τα ίδια μέτρα υπέρ των λαών των και τα αστικά κράτη, χωρίς να επιβαρύνουν ουδ' επ' ελάχιστον τους εργαζομένους και αναμειχθούν πώς εις τα καθ' αυτούς, αφήσουν δε πλήρην εις αυτούς τη μετά περισκέψεως και αγάπης διαχείρισιν της ασφαλίσεώς των, δε θα είναι πλέον ή Σοβιετικά και πάσα διάκρισις μεταξύ των και αγών θα εκλείψη. Αλλά δύνανται ποτέ να τα εφαρμόσουν;». Πράγματι, όχι μόνο δεν τα εφάρμοσαν ποτέ, αλλά μεταρρυθμίζουν τα συστήματα Κοινωνικής Ασφάλισης προς το χειρότερο.
Πριν την ανατροπή του σοσιαλισμού, η Κοινωνική Ασφάλιση κάλυπτε όλους χωρίς εξαίρεση τους Σοβιετικούς ανθρώπους και τα μέλη των οικογενειών τους. Κανένας δεν πλήρωνε από το μισθό του για την ασφάλιση και τη σύνταξη. Οι εισφορές προέρχονταν από τα κονδύλια των επιχειρήσεων, ιδρυμάτων και κολχόζ, η δε Κοινωνική Ασφάλιση χρηματοδοτούνταν βασικά από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το δικαίωμα συνταξιοδότησης είχε καθοριστεί ως εξής: Για γηρατειά, για αναπηρία και σε περίπτωση απώλειας του προστάτη της οικογένειας. Το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση λόγω γηρατειών ήταν ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο. Για τους άνδρες τα 60 χρόνια, για τις γυναίκες τα 55 χρόνια. Οι εργάτες και υπάλληλοι που απασχολούνταν σε υπόγειες εργασίες, στα χυτήρια ή σε παρόμοιες μ' αυτά εργασίες, καθώς και σ' άλλες δουλιές με βαριές συνθήκες, έπαιρναν σύνταξη όταν συμπλήρωναν τα 50 χρόνια ηλικίας οι άνδρες και τα 45 οι γυναίκες. Συμπληρωματικά ευεργετήματα, τόσο ως προς την ηλικία, όσο και ως προς τα χρόνια υπηρεσίας παρέχονταν κατά τη συνταξιοδότηση των γυναικών που γέννησαν από 5 παιδιά και πάνω και τα μεγάλωσαν έως τα 8 τους χρόνια.
Επίσης σήμερα στη Ρωσία, το μέσο επίπεδο των συντάξεων βρίσκεται στο μισό του μίνιμουμ διαβίωσης. Επιδεινώνεται η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ηλικιωμένων. Οι ηλικιωμένοι αδυνατούν να πληρώσουν ενοίκιο και κοινόχρηστα. (Ελενα Τσερνιένκο, «Οι κοινωνικές επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων της αγοράς», «Ντιαλόγκ» Νο 6, 1998).