Η κυβέρνηση, υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στα τυπικά δεδομένα της ευρωενωσιακής «δημοκρατίας», εμφανίζει την ανάγκη της σαν φιλοτιμία. Υποκρίνεται ότι η σκανδαλωδώς καθυστερημένη κατοχύρωση κάποιων απολύτως στοιχειωδών δικαιωμάτων (μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, πολιτική κηδεία, κατάργηση του όρκου κλπ.) αποτελεί «επίθεση» (!) κατά του αναχρονισμού. Ειδικά σε ό,τι αφορά τις ταυτότητες, η ίδια εκείνη κυβέρνηση που επέβαλε το ηλεκτρονικό φακέλωμα διά της Συνθήκης Σένγκεν (για να μην πούμε για τις δικαστικές και αστυνομικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ), έρχεται τώρα και υποδύεται την προστάτιδα (!) των προσωπικών δεδομένων των πολιτών. Για το γεγονός, βέβαια, ότι με τις νέες ταυτότητες (είτε γράφουν το θρήσκευμα είτε όχι) και με τη βοήθεια της πληροφορικής, θα μπορούν οι αρχές να ελέγχουν τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου μέχρι... τετάρτης γενεάς και μέχρι βαθμού DNA, δεν ομιλεί κανείς.
***
Ομως, την ίδια ώρα, η δήθεν εκσυγχρονιστική κυβέρνηση έχει εξασφαλίσει στην Εκκλησία τη διατήρηση του κύριου όπλου της, ώστε να μπορεί το κατεστημένο ιερατείο να παίζει το σύνηθες εξουσιαστικό (και απολύτως υποβοηθητικό για την άρχουσα τάξη) παιχνίδι του: Ούτε στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος πρόκειται να θιγεί η αντιδραστική σύμφυση μεταξύ κράτους - Εκκλησίας. Είναι προφανές, επομένως, ότι η κυβέρνηση έχει πράξει το ουσιαστικό της καθήκον έναντι της δεσποτείας. Οχι μόνο δεν ενοχλεί, αλλά προστατεύει για πολλά ακόμα χρόνια τον «άμβωνα» του «ελληνοορθόδοξου φονταμενταλισμού».
***
Εκείνο που επιδιώκει, πέραν της - διά του φανατισμού και των... ανεκδότων - ενίσχυσης της επιρροής του κηρύγματος της συνειδησιακής αποχαύνωσης του λαού, είναι η αναβάθμιση της Εκκλησίας ως μηχανισμού άσκησης εξουσίας μέσα στο αστικό εποικοδόμημα. Το εκκλησιαστικό κατεστημένο, δε, κάνοντας επίδειξη της φυσιογνωμίας του ως «κράτος εν κράτει» και θέτοντας σε ετοιμότητα τις παραθρησκευτικές του «γιάφκες», απειλεί ότι θα θέσει σε κατάσταση μάχης το «στρατό» του, δηλαδή τους πιστούς! Ταυτόχρονα, κυκλοφορεί πάντα με την... τιάρα του πλαστογράφου της ιστορίας. Πλαστογράφος όσον αφορά τη στάση του (του ιερατείου και όχι του λαϊκού κλήρου) σε κρίσιμες στιγμές για το λαό και τον τόπο, που ξεκινούν από την αποκήρυξη της Επανάστασης του '21 και φτάνουν στην ορκωμοσία της χούντας, με πολλές στάσεις στα Μακρονήσια. Πλαστογραφίες από τις οποίες δεν έχει ξεφύγει ούτε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και, βεβαίως, ούτε το Βυζάντιο.
***
Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα των ημερών αποκαλύπτουν ότι ο δήθεν «μάρτυρας» - με την αμύθητη περιουσία - είναι πηγή σκοταδισμού και ανελευθερίας. Η ιστορία, από τον Λασκαράτο και τον Καζαντζάκη, μέχρι τους σημερινούς «αφρίζοντες» έξω από τη Σχολή Ευελπίδων «χριστιανούς» (!), έχει αποφανθεί. Ο «μεγιστάνας», που όποιος θυμηθεί τα αντισκοπιανά συλλαλητήρια, θα αντιληφθεί το «μαύρο» που εκπέμπει, αποτελεί ένα κρατικοποιημένο πλην... «θεόσταλτο» αντιδραστικό μαστίγιο στα χέρια εκείνων που, για να εξασφαλίζουν την αδιατάρακτη εφαρμογή μιας πολιτικής που διατηρεί άλυτα τα πραγματικά προβλήματα του λαού, συνηθίζουν να προκαλούν τεχνητές εντάσεις και έριδες ανάμεσα σε όσους τα υφίστανται. Και τα προβλήματα αυτά τα υφίστανται όλοι. Είτε πιστεύουν στον Χριστό, είτε στον Αλλάχ, είτε στο Βούδα, είτε πουθενά. Ολοι αυτοί έχουν τις ίδιες ανάγκες και τα ίδια δικαιώματα.
Οσο για τον διαφαινόμενο «συμβιβασμό», θα επιχειρηθεί να είναι αντίστοιχος όλων των προηγούμενων «συμβιβασμών» που έγιναν μέχρι τώρα για τον «τερματισμό» των κρίσεων στις σχέσεις μεταξύ κοινωνίας και Εκκλησίας. «Συμβιβασμοί» που υποτίθεται ότι «έλυσαν» τις κρίσεις αυτές, αλλά πάντα επ' ωφελεία της Εκκλησίας. Επαναλαμβάνουμε ότι όλες αυτές οι κρίσεις, από το 1829 και εντεύθεν, όταν πρωτοτέθηκε το ζήτημα αν τα κτήματα θα τα έχει η Εκκλησία ή οι ακτήμονες, ήταν κρίσεις μεταξύ κοινωνίας και Εκκλησίας και όχι κρίσεις μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Πάντα, δε, σε αυτές τις κρίσεις (με τελευταία εκείνη για την εκκλησιαστική περιουσία) το κράτος λειτουργούσε σαν ο... πληρωμένος διαιτητής της κρατικοδίαιτης Εκκλησίας σε βάρος της κοινωνίας.